«Έδιωξα όλες τις σκέψεις από το μυαλό μου και συνέχισα να προχωρώ σαν ρομπότ, αποφασισμένη να συνεχίσω όσο δεν μου λέει κανείς το αντίθετο.Η δίψα μου για την κορυφή μου έδινε κουράγιο να συνεχίζω».

    «Το Έβερεστ για μένα είναι μόνο η αρχή όλων όσων θέλω να κάνω στη ζωή μου. Το Έβερεστ θα μου δώσει απλά μια ώθηση για να ξεκινήσω. Όταν ανέβεις στην κορυφή του κόσμου μπορείς να δεις ξεκάθαρα όλο τον υπόλοιπο κόσμο». Αυτό είχε πει τον περασμένο Δεκέμβριο στον Άκη Τεμπερίδη, όταν προετοιμαζόταν με σκοπό να φτάσει στην υψηλότερη κορυφή του Έβερεστ. Στην κορυφή του κόσμου.

    Τον Μάιο η προσπάθειά της είχε φτάσει στο τέλος και μια ανάσα πριν την επίτευξή της. Η Κική Τσακαλδήμη άγγιξε τα 8.250 μέτρα, 600 μέτρα από την κορυφή των κορυφών, προτού οι καιρικές συνθήκες τη σταματήσουν. Αλλά δεν απογοητεύτηκε. Άλλωστε όπως μας είχε πει τότε «μόλις έκανα τα πρώτα μου βήματα, άρα αυτό είναι μόνο η αρχή και θα δούμε πια είναι τα επόμενα».

    Και τώρα, αφού πέρασαν δύο μήνες, ξεκουράστηκε και βλέπει τα πράγματα πιο καθαρά, περιγράφει στο blog της μέσα από 4 στάδια, βήμα-βήμα αυτή την περιπέτειά της.

    «Όπως φάνηκε, το Έβερεστ έπαιζε μαζί μας και χλευάζοντας μας, έστειλε όλες τις δυνάμεις του εναντίων μας».

    ΣΤΑΔΙΟ 4 – Ημέρα κορυφής

    Γεμάτη ανυπομονησία, προσάρμοσα το φακό κεφαλής στο κράνος μου και ξεκίνησα το ταξίδι μου προς την κορυφή του κόσμου. Το ρολόι μου έδειχνε 17 Μαΐου 2:00 το πρωί. Η αναρρίχηση στον παγετώνα Κούμπου μέσα στο απόλυτο σκοτάδι ήταν κοπιαστική αλλά συνάμα διασκεδαστική, καθώς η λάμψη των φακών μας σχημάτιζε μαγευτικά σχέδια μέσα στα σκοτεινά, βαθιά ρήγματα πάγου ενώ παράλληλα η αντανάκλαση των εκατομμυρίων αστεριών πάνω στις παγωμένες επιφάνειες, σχημάτιζε το ομορφότερο χαλί κάτω από τα πόδια μου.

    Στο πρώτο φως του ήλιου, φτάσαμε στην κατασκήνωση 1 (C1) και περίπου 5 ώρες αργότερα φτάσαμε στην κατασκήνωση 2( C2). Σκοπός μας ήταν να ξεκουραστούμε στο C2 δύο βραδιές και στη συνέχεια να ανεβούμε στην κατασκήνωση 3 (C3). Η πρώτη νύχτα στο C2 κύλισε χωρίς προβλήματα.

    Εν τω μεταξύ ολοκληρώσαμε τον τελικό έλεγχο του εξοπλισμού και των τροφίμων. Σύμφωνα με τα νέα που λαμβάναμε από τις πιο πάνω κατασκηνώσεις (μέσω ασυρμάτων) πληροφορηθήκαμε πως οι πρώτες απόπειρες προς την κορυφή είχαν ήδη ξεκινήσει. Οι ισχυροί άνεμοι σφυροκοπούσαν το βουνό πάνω από το Camp 4 στο South Coll, αλλά ελπίζαμε ότι σύντομα θα καταλάγιαζαν σύμφωνα με τις μετεωρολογικές προβλέψεις. Ο προγραμματισμός μας ήταν να φτάσουμε στην κορυφή στις 21 Μαΐου. Όμως το επόμενο πρωί ο μάνατζερ της κατασκήνωσης βάσης, μας ενημέρωσε ότι ο καιρός δεν θα ήταν ευνοϊκός στις 21 Μαΐου και πως τα τελευταία προγνωστικά έδειχναν πως το πολυπόθητο «παράθυρο» θα ερχόταν την 23η Μαΐου. Μετά από πολύ σκέψη και λαμβάνοντας υπ΄ όψιν μας τα τελευταία δεδομένα ,αποφασίσαμε πως η νέα ημερομηνία για την κορυφή θα ήταν η 23η Μαΐου. Όπως φάνηκε, το Έβερεστ έπαιζε μαζί μας και χλευάζοντας μας, έστειλε όλες τις δυνάμεις του εναντίων μας αφού όπως αποδείχθηκε η νύχτα της 22ης και ολόκληρη η 23η Μαΐου ήταν οι χειρότερες ημέρες όλης της σεζόν.

    Στις 21 Μαΐου νωρίς το πρωί, φορέσαμε τον εξοπλισμό μας και ξεκινήσαμε προς το C3. Από δω και πάνω θα είχα ασταμάτητα την πουπουλένια μου στολή, ειδική για ακραίες καιρικές συνθήκες. Καθώς ανεβαίναμε όλο και ψηλότερα, ένοιωθα από τη μία το σώμα μου να ζεσταίνεται ενώ το εκτεθειμένο δέρμα του προσώπου μου, σχεδόν δεν το ένοιωθα από το κρύο. Ανεβήκαμε το Lhotse Face σχεδόν παρέα με μια άλλη ομάδα που βρισκόταν ακριβώς μπροστά μας. Στην πορεία συναντήσαμε κάποιους ορειβάτες που κατέβαιναν, από την κορυφή. Είχαν πατήσει στο ψηλότερο σημείου κόσμου στις 20 Μαΐου (ημερομηνία που αποδείχθηκε η καλύτερη μέρα της σεζόν με ελάχιστους ανέμους) και η επιτυχία τους αναπτέρωσε το πνεύμα μου. Τελικά μετά από 5 ώρες φτάσαμε στο C3.

    Τα αντίσκηνα ήταν διάσπαρτα σε διαφορετικά επίπεδα και έμοιαζαν και κρέμονται στον αέρα αφού οι κλίσεις εκεί ήταν τρομερά μεγάλες και οι πλαγιές απότομες. Προκειμένου να σταθεροποιηθούν οι σκηνές μας και να είναι κάπως άνετη η διαμονή στο C3 σκάβουμε το παγωμένο χιόνι δημιουργώντας μικρά οριζόντια επίπεδα, σαν μικρές πλατφόρμες πάνω στα οποία στήνουμε το αντίσκηνο μας. Οι πλατφόρμες κόβονται κλιμακωτά στις πλαγιές η μία πάνω από την άλλη διαδοχικά, δημιουργώντας τρία επίπεδα κατασκήνωσης . Η σκηνή μας ήταν στο κατώτερο επίπεδο της κατασκήνωσης, περίπου στα 7.100 μ.

    «Η υπερβολική παροχή οξυγόνου είναι τόσο επιβλαβής όσο και η πολύ χαμηλή».

    Εδώ, θα περνούσαμε μόνο λίγες ώρες. Έβγαλα τις μπότες μου και χώθηκα κατευθείαν μέσα στον υπνόσακο μου. Ήταν επιτακτική ανάγκη να διατηρήσω την ενέργεια μου όσο το δυνατόν περισσότερο. Και στο σημείο αυτό ξεκίνησα να χρησιμοποιώ και τις φιάλες οξυγόνου. Ο Σάτυα μου έδειξε για άλλη μια φορά πως λειτουργεί η μάσκα οξυγόνου και ο ρυθμιστής ροής έτσι ώστε να μπορώ να ελέγχω ανά πάσα στιγμή τη ροή του. Η υπερβολική παροχή οξυγόνου είναι τόσο επιβλαβής όσο και η πολύ χαμηλή. Η βέλτιστη ροή είναι πρωταρχικής σημασίας για τη διατήρηση του οξυγόνου για όσο περισσότερο χρονικό διάστημα γίνεται, μιας και οι φιάλες είναι περιορισμένες. Το οξυγόνο κυλούσε ομαλά μέσα από τη μάσκα και σύντομα συνήθισα στη μακρά βαθιά αναπνοή. Αρχικά, δεν κατάλαβα καμία διαφορά με το συμπληρωματικό οξυγόνο. Αργότερα όμως το σώμα μου ζεστάθηκε και γλυκά αποκοιμήθηκα. Μετά από λίγες ώρες επιτέλους φάγαμε ζεστή σούπα με αποξηραμένα λαχανικά και ψάρι. Πεινούσα σαν λύκος. Ο ήλιος έπεσε και το κρύο επέστρεψε. Ξυπνήσαμε γύρω στις 2 το πρωί και μετά από ένα ελαφρύ γεύμα, αρχίσαμε να ντυνόμαστε. Έπρεπε να ξεκινήσουμε για το C4.

    Είναι απίστευτο πόση προσπάθεια και χρόνος χρειάζεται για να φορέσουμε τις μπότες με τα κραμπόν, τη ζώνη, το κράνος, να πακετάρουμε ξανά τα σακίδια μας και να ξεκινήσουμε όντας σε τέτοιο υψόμετρο. Πάνω από το C3 οι πλαγιές γίνονται πιο απότομες, ο πάγος σκληρότερος και η αναπνοή πιο επίπονη. Φορώντας τη μάσκα οξυγόνου, ένιωθα απομονωμένη σαν αστροναύτης στο διάστημα. Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι ακολουθούσα την αχνή λάμψη του φακού κεφαλής του Σάτυα ,που είχε πάντα το προβάδισμα. Σταδιακά η αυγή μας χάρισε το γλυκό φως της και μπορούσα να δω καλύτερα γύρω μου. Το όρος Nuptse ξεπρόβαλε σαν γίγαντας στα δεξιά μου και φαινόταν έτσι τεράστιο ακόμα και όταν πλησιάσαμε στην περιοχή του Yellow Band. Το να ανεβαίνεις κατακόρυφα χρησιμοποιώντας τα σταθερά σχοινιά ήταν μια δύσκολη και εξαντλητική διαδικασία, ενώ το να τραζερσάρεις στα πιο βατά, σχεδόν οριζόντια μονοπάτια ήταν πρόκληση αφού σε κάθε βήμα που έκανες είχες την αμφιβολία αν θα μπορέσεις να σταθείς στο στενό μονοπάτι που είχε δημιουργηθεί αφού ήταν τόσο στενό που ήταν αδύνατο να βάλεις και τα δύο πόδια πλάι-πλάι. Έπρεπε να είμαι πολύ προσεκτική συνέχεια και ιδιαίτερα όταν περνούσα την ασφάλεια μου από το ένα σχοινί στο άλλο. Μία λάθος κίνηση, και θα έπεφτα χιλιάδες μέτρα προκαλώντας θάνατό μου. Ένας Σέρπα είχε ήδη πέσει λίγες εβδομάδες πριν σε αυτό το συγκεκριμένο σημείο χάνοντας τη ζωή του.

    «Ένιωθα το πρόσωπο μου να παγώνει όλο και περισσότερο καθώς ο παγωμένος αέρας τρυπούσε το εκτεθειμένο δέρμα μου. Βρισκόμασταν πλέον στη «ζώνη θανάτου», πάνω από τα 7.800 μ.».

    Μετά το Yellow Band φτάσαμε στο Geneva Spur. Εδώ πέσαμε σε κυκλοφοριακή συμφόρηση, αφού από το ίδιο σχοινί ασφαλιζόμασταν όλοι όσοι ανεβαίναμε προς τα πάνω, αλλά και όλοι όσοι κατέβαιναν. Και στο μπέρδεμα αυτό ερχόταν να προστεθούν οι Σέρπα από άλλες ομάδες, που αναρριχώμενοι πολύ γρηγορότερα από εμάς προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να βρεθούν μπροστά μας κάνοντας την ανάβαση ακόμη δυσχερή. Το σημείο αυτό ήταν ένα από τα πιο επικίνδυνα, αφού το να κολλήσεις εκεί με το Lhotse Face να απλώνεται κάτω από τα πόδια σου και τις πλαγιές 70 μοιρών να βρίσκονται ακριβώς από πάνω από το κεφάλι σου μόνο ασφαλές δεν είναι. Ένιωσα παγιδευμένη. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Στην κατάσταση αυτή ερχόταν να προστεθεί και το γεγονός ότι το σχοινί στο οποίο ασφαλιζόμασταν ταυτοχρόνως τουλάχιστον 20 άτομα, δεν ξεπερνούσε τα 6 χιλιοστά πάχος που μονό καθησυχασμό δεν μας προκαλούσε ιδίως όταν το βλέπαμε να τεντώνεται , να ποδοπατείται και να τρίβεται στον αιχμηρό πάγο. Για κάποιο παράλογο λόγο που ποτέ δεν μάθαμε φέτος το σταθερό σχοινί ήταν πολύ κάτω από την ασφαλή διάμετρο των 9 χιλιοστών. Μετά από μια πολύωρη και εξαντλητική ανάβαση, βρεθήκαμε στο επονομαζόμενο South Coll. Ήταν σαν να εισήλθαμε στην κόλαση.

    Ξαφνικά μας χτύπησε ένα κύμα ανεμοθύελλας η οποία προκάλεσε το χάος γύρω μας. Ένιωθα το πρόσωπο μου να παγώνει όλο και περισσότερο καθώς ο παγωμένος αέρας τρυπούσε το εκτεθειμένο δέρμα μου. Βρισκόμασταν πλέον στη «ζώνη θανάτου», πάνω από τα 7.800 μ. Εδώ είναι σαν να βρίσκεσαι σε άλλο σύμπαν. Σ΄ αυτό το υψόμετρο τα πάντα επιβραδύνονται, συμπεριλαμβανομένης και της αίσθησης του χρόνου. Ένιωθα τα πάντα γύρω μου να κινούνται σε αργή κίνηση. Η θύελλα που μας έπληξε μπαίνοντας στη ζώνη θανάτου, ήταν τόσο δυνατή που και τα δύο αυτιά μου βούιζαν λες και βρισκόμουν μέσα σε αεριωθούμενο τζάμπο. Όταν πια φτάσαμε στην κατασκήνωση 4 (C4) ήταν αδύνατο να σταθώ όρθια αλλά και να κάνω ένα βήμα μπροστά. Οι ισχυροί άνεμοι με έριχναν κάτω. Η κατασκήνωση 4 έμοιαζε περισσότερο με εγκαταλελειμμένο σκουπιδότοπο αφού ολόγυρα υπήρχαν σπασμένες και κουρελιασμένες σκηνές, πεταμένες φιάλες οξυγόνου, άδεια γκαζάκια και κονσερβοκούτια. Επικρατούσε ένα χάος! Προσεκτικά και με πολύ κόπο έφτασα στη σκηνή μου και σχεδόν με μια κίνηση βρέθηκα μέσα της αφού κυριολεκτικά ο άνεμος με έσπρωξε βίαια στο εσωτερικό της. Εκεί μέσα ένοιωθα μια σχετική ασφάλεια, παρόλο που το συναίσθημα αυτό δεν κράτησε για πολύ. Ώρα με την ώρα έβλεπα την σκηνή μου να διαλύεται και να ξεχαρβαλώνεται. Ήταν γύρω στο μεσημέρι. Είχαμε προγραμματίσει να ξεκινήσουμε για την κορυφή σε λιγότερο από 8 ώρες.

    «Η παραμικρή κίνηση με έκανε να λαχανιάζω. Όλα γινόντουσαν με απίστευτο κόπο και πολύ αργά. Το μυαλό μου είχε πια σταματήσει να σκέφτεται το οτιδήποτε».

    Καθώς η μέρα προχωρούσε, ο καιρός χειροτέρευε. Δεν μπορούσα να φανταστώ πως όντας αδύνατο να σταθώ όρθια στα πόδια μου, σε λίγες ώρες θα ξεκινούσα την ανάβαση μου προς την κορυφή. Που το έβρισκα όλο αυτό το κουράγιο και την δύναμη; Η ομάδα μου ευτυχώς δεν έδειξε κανένα φόβο και αμφιβολία και όλα φαίνονταν να κυλούν καλά. Μετά από λίγο, ο Σέρπα Τσούμπι, μου έφερε λίγο φαγητό. Το μενού τις τελευταίες μέρες αποτελούνταν κυρίως από ξηρά τροφή. Για να μπορέσω να φάω έπρεπε φυσικά να βγάλω τη μάσκα οξυγόνου. Μέχρι να τελειώσω το φαγητό είχα ήδη λαχανιάσει, λες και έτρεχα σε μαραθώνιο. Σε αυτό το υψόμετρο η πυκνότητα του οξυγόνου είναι στο 1/3 σε σχέση με αυτό στο επίπεδο της θάλασσας. Σχεδόν άκουγα τα πνευμόνια μου να φωνάζουν εκλιπαρώντας για λίγο παραπάνω οξυγόνο.

    Είχα εγκλιματιστεί τέλεια, αφού κατά την τελική προσπάθεια για την κορυφή ποτέ δεν υπέφερα από πονοκέφαλο, αϋπνία ή έλλειψη όρεξης. Παρόλα αυτά η παραμικρή κίνηση με έκανε να λαχανιάζω. Όλα γινόντουσαν με απίστευτο κόπο και πολύ αργά. Το μυαλό μου είχε πια σταματήσει να σκέφτεται το οτιδήποτε. Το μόνο που έκανα ήταν να προσεύχομαι στο Θεό, ζητώντας να καταλαγιάσει ο άνεμος.

    «Ποτέ πριν δεν ένιωσα τόσο ανίσχυρη αλλά παράλληλα αποφασισμένη, τόσο εύθραυστη αλλά και άθικτη, και τόσο ενάντια στη φύση».

    Που και που έβγαζα το κεφάλι μου από τη σκηνή για να δω την εξέλιξη του καιρού και παρατηρούσα τους Σέρπα που θαρραλέα στεκόταν έξω στην ανεμοθύελλα, προσπαθώντας να λιώσουν πάγο και να μας φέρουν νερό, να ετοιμάσουν ένα πρόχειρο γεύμα ή ακόμη και να καθησυχάσουν με τα λόγια τους τα μέλη των αποστολών που έντρομοι φώλιαζαν στην φανταστική θαλπωρή του αντίσκηνού τους. Ο χώρος μέσα στις σκηνές ήταν περιορισμένος με αποτέλεσμα οι Σέρπα να προτιμούν να μένουν έξω από αυτές και να αφήνουν το χώρο για εμάς τα μέλη. Εν τω μεταξύ ο καιρός δεν βελτιώνονταν και όλες οι αποστολές έμειναν καθηλωμένες στο C4.

    Πεζοπορούσα, σκαρφάλωνα, ή απλά αιωρούμουν πάνω στον πάγο… ούτε που καταλάβαινα. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι αυτή ήταν η χειρότερη νύχτα της ζωής μου. Ποτέ πριν δεν ένιωσα τόσο ανίσχυρη αλλά παράλληλα αποφασισμένη, τόσο εύθραυστη αλλά και άθικτη, και τόσο ενάντια στη φύση. Δεν είχα ιδέα πώς έκανα το κάθε βήμα, βάζοντας το τελευταίο μου αποθεματικό ενέργειας και αποφασιστικότητας στο άνισο παιχνίδι με τη φύση , ψιθυρίζοντας μέσα από τα δόντια μου ξανά και ξανά να κάνω ένα ακόμη βήμα. Άλλο ένα βήμα Κική. Μπορείς. Βαθιά ανάσα…και τώρα άλλο ένα βήμα. Φαινόταν σαν όλα τα στοιχεία της φύσης να εξαπέλυσαν τις δυνάμεις τους για να μας εξοντώσουν, χλευάζοντας μας. Κανείς μας δεν έλεγε λέξη, οι Σέρπα φορούσαν επίσης μάσκες οξυγόνου και τώρα απομονωμένοι και αποκομμένοι ο καθένας στο δικό του σύμπαν ήμασταν σαν ακυβέρνητα καράβια μέσα σε κυκλώνα.

    «Μετά από 5 ώρες ανάβασης κυριολεκτικά μέσα στην κόλαση, περίπου στις 2 το πρωί, ο Σάτυα τελικά σταμάτησε. Ήταν ξεκάθαρο ότι έπρεπε να επιστρέψουμε. Δεν είπαμε κουβέντα».

    Μετά από λίγες ώρες είδαμε τους ορειβάτες που προπορευόταν, να σταματούν και να κατεβαίνουν κάτω. Είχαν ανακαλέσει την προσπάθεια τους για την κορυφή. Σε λίγο διασταυρωθήκαμε. Είχαν τα κεφάλια σκυμμένα, αφού μόλις νικήθηκαν από το βουνό, αλλά ήταν τυχεροί που ήταν ακόμη ζωντανοί. Καθώς ανεβαίναμε όλο και ψηλότερα προσπεράσαμε κάποια παγωμένα σώματα νεκρών ορειβατών που ήταν αδύνατο να διευκρινήσεις αν πέθαναν αυτή τη σεζόν ή νωρίτερα. Το Έβερεστ είχε ήδη αφαιρέσει αρκετές ζωές μέχρι τότε. Η σκληρή πραγματικότητα του θανάτου στο Έβερεστ, απογυμνωμένη από οποιαδήποτε αξιοπρέπεια, στην απόλυτη μοναξιά, με χτύπησε σαν κεραυνός. Τρόμαξα. Δεν ήθελα να πεθάνω και κυρίως εδώ, σε τόσο ακραία απομόνωση. Δεν είχα ιδέα για πόσο ακόμα θα μπορούσα να συνεχίσω κάτω από αυτές τις καιρικές συνθήκες. Το πρόσωπο και τα άκρα μου ήταν μουδιασμένα, τα δάχτυλα μου κυριολεκτικά δεν τα ένοιωθα. Φοβόμουν πως δεν θα γλίτωνα τα κρυοπαγήματα, αν όχι το θάνατο. Ακόμη και με τα γυαλιά του σκι μόλις μετά βίας μπορούσα να δω μπροστά μου. Η σχεδόν κατακόρυφη πλαγιά πάνω μου έδειχνε ατελείωτη μέσα στο σκοτάδι. Έπρεπε όμως να επιβιώσω. Έδιωξα όλες τις σκέψεις από το μυαλό μου και συνέχισα να προχωρώ σαν ρομπότ, αποφασισμένη να συνεχίσω όσο δεν μου λέει κανείς το αντίθετο.Η δίψα μου για την κορυφή μου έδινε κουράγιο να συνεχίζω. Δεν είχα ιδέα τι σκεφτόταν το υπόλοιπα μέλη της ομάδας μου. Είχα εμπιστευτεί τη ζωή μου στο Σάτυα και όσο συνέχισε εκείνος να προχωρά θα το έκανα και εγώ. Ήξερα μέσα μου πως δεν θα ρίσκαρε την ασφάλεια μου αλλά και της ομάδας μου αφού για εκείνον οι κορυφές είναι δευτερεύουσας σημασίας. Η ζωή μας ήταν πάνω απ’ όλα. Στην μέχρι τώρα πορεία του στα βουνά κρατάει το ρεκόρ των ασφαλέστερων αποστολών στο Έβερεστ αλλά και στις άλλες κορυφές πάνω από τα 8.000 μ.

    Μετά από 5 ώρες ανάβασης κυριολεκτικά μέσα στην κόλαση, περίπου στις 2 το πρωί, ο Σάτυα τελικά σταμάτησε. Ήταν 8.250 μ. Γύρισε προς το μέρος μου και η λάμψη του φακού κεφαλής του στιγμιαία με τύφλωσε. Δεν μπορούσα να δω τα μάτια του, όμως διέκρινα να σηκώνει τους όμως του δείχνοντας μου το δρόμο προς τα κάτω. Ήταν ξεκάθαρο ότι έπρεπε να επιστρέψουμε. Δεν είπαμε κουβέντα. Ξέραμε και οι δύο ότι έπρεπε άμεσα να κατευθυνθούμε πίσω στην κατασκήνωση 4, αν υπήρχε ακόμη μέρος τους αντίσκηνου μας. Κάπως έτσι το ταξίδι μου στο Έβερεστ έφτασε στο τέλος του πρόωρα.

     

    Διαβάστε εδώ το Μέρος Α’, Μέρος Β’ και το Μέρος Γ’ της προσπάθειας της Κικής Τσακαλδήμη να κατακτήσει την κορυφή του κόσμου.

     

     

    x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

    Button to top