ο Νικόλαος Τομπάζης με φόντο τις λευκές κορυφές των βουνών Σκίμ. Η αδύνατη φιγούρα με το μελαγχολικό βλέμμα θαρρείς ισορροπεί στην άκρη του χρόνου, εκεί όπου σμίγει ο ουρανός με τη γη.

    Ο Νικόλαος Τομπάζης με φόντο τις λευκές κορυφές των βουνών Σκίμ. Η αδύνατη φιγούρα με το μελαγχολικό βλέμμα θαρρείς ισορροπεί στην άκρη του χρόνου, εκεί όπου σμίγει ο ουρανός με τη γη.

    Όπου… πατούν οι αετοί 

    Ελάχιστοι διεθνείς Έλληνες έφτασαν τόσο μακριά όσο ο Νικόλαος Τομπάζης. Ο Σεφέρης και ο Ελύτης τιμήθηκαν με Νόμπελ, ο Χατζιδάκις και ο Vangelis πήραν Όσκαρ, ο Ωνάσης ξεπέρασε σε πλούτη τον Μίδα. Αλλά ο Νίκης, όπως οι φίλοι και οι συγγενείς φώναζαν συνήθως τον Νικόλαο Τομπάζη, έφτασε ακόμα πιο ψηλά. Στις βουνοκορφές των Ιμαλαΐων, όπου περπάτησε στις αρχές του περασμένου αιώνα, υπήρχε μόνον εκείνος και ο Θεός.

    Με τον γιό του Αλέξανδρο Τομπάζη, στο Καράτσι, 1941. Λάτρευε το ψάρεμα στον ωκεανό.

    Με τον γιο του Αλέξανδρο Τομπάζη, στο Καράτσι, 1941. Λάτρευε το ψάρεμα στον ωκεανό.

    Δεν ήταν ιδιαίτερα θρήσκος ο Νίκης, αλλά –πώς να το κάνουμε;– σε ένα τέτοιο ύψος, ακόμα και αν δεν υπάρχει Θεός, τον εφευρίσκεις. Αλλιώς πώς εξηγείται όλο αυτό το μεγαλείο; Στις μέρες του οργανωμένου τουρισμού μπορεί σε λίγο να ανεβαίνουν οι βέβηλες μάζες με τελεφερίκ στη «σκεπή του κόσμου», όπως είναι ευρύτερα γνωστό το Έβερεστ –και εκεί να τους περιμένει ένα Starbucks. Τον καιρό του Τομπάζη, όμως, η ανάβαση στα Ιμαλάια ήταν μια ηρωική πορεία μυσταγωγίας για τους λίγους τολμηρούς. Κι εκείνος, ήταν ένας από αυτούς.

    Όταν περπάτησε για πρώτη φορά στα βουνά του Σικίμ, το 1919, αισθάνθηκε το ρίγος που θα διαπερνούσε τον Νιλ Άρμστρονγκ όταν πάτησε στο φεγγάρι πενήντα χρόνια αργότερα. Για έναν εξερευνητή στις αρχές του περασμένου αιώνα, οι απόμακρες πλαγιές των Ιμαλαΐων ασκούσαν την ίδια μαγεία με την απόρθητη Σελήνη ως ένα από τα τελευταία προπύργια ενός ανεξερεύνητου κόσμου. Ο Νίκης έφτασε σ’ αυτό τον κόσμο ως ένας περίεργος εξερευνητής με την ιδιότητα του φωτογράφου.

    Όπως σημείωσε ο ίδιος μετά την τρίτη και τελευταία του ορειβατική αποστολή στα Ιμαλάια, το 1925, «αγαπώ τα βουνά, κι αυτά του Σικίμ πάντα με τραβούσαν περισσότερο, εξαιτίας του υπέροχου τοπίου τους, το οποίο προσφέρει τόσες ευκαιρίες για φωτογραφίες βουνού. Δεν ισχυρίζομαι ότι είμαι σπουδαίος ορειβάτης, αλλά η απλή και μόνον αγάπη για την περιπέτεια του βουνού, για την προσπάθεια κατάκτησης μιας κορυφής και ο πόθος να δω αυτό που κανένας ή λίγοι έχουν δει πριν από μένα – όλα αυτά μου έχουν ασκήσει ακατανίκητη έλξη για τα σχεδόν άγνωστα και παγωμένα οροπέδια του Σικίμ».

    Στα ίχνη του «Θηρίου»

    Το αν ο Τομπάζης ήταν πρώτα απ’ όλα εξερευνητής ή φωτογράφος παραμένει συζητήσιμο. Στις αρχές του περασμένου αιώνα, η εξερεύνηση και η φωτογραφία βρίσκονταν και οι δύο στα σπάργανα. Από τον αιώνα του Κολόμβου ως τις μέρες του Σερ Έρνεστ Σάκλετον, του θρυλικού εξερευνητή, ο οποίος με παρέα τον φωτογράφο Φρανκ Χάρλεϊ και την ομάδα του διέσχισε την Ανταρκτική με τα πόδια το 1909, η περιπέτεια της εξερεύνησης εκτυλίχτηκε ως ένα από τα πιο δημοφιλή έπη που κέντρισαν την φαντασία της υφηλίου. Η φωτογραφία έφερε την εξερεύνηση από τα όρια της φαντασίας στα μάτια ενός έκθαμβου κόσμου. Η αποτύπωση του χρονικού της κατάκτησης του άγνωστου σε ασπρόμαυρα πλάνα ήταν τόσο εντυπωσιακή που ήταν πλέον ανήκουστο για έναν εξερευνητή να επιστρέφει από τα ταξίδια του χωρίς ντοκουμέντα – και τι μεγαλύτερο ντοκουμέντο υπήρχε από τη φωτογραφία;

    Σύμφωνα με δημοσιεύματα του Τύπου της εποχής, ο Τομπάζης ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος που είχε αντικρύσει τον «αποτρόπαιο Χιονάνθρωπο».

    Προτού φύγει για τα Ιμαλάια, ο Τομπάζης είχε ήδη αρχίσει από τα νιάτα του να φωτογραφίζει τοπία με την περιέργεια του ερασιτέχνη. Όταν ήρθε η ώρα της μεγάλης περιπέτειας, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι η περιέργεια του ερασιτέχνη-φωτογράφου και η τόλμη του ορειβάτη-εξερευνητή θα έσμιγαν. Αν ο Σάκλετον χρειαζόταν φωτογράφο στην ομάδα του, ο Τομπάζης ήταν έτοιμος να καλύψει και τους δύο ρόλους. Έφυγε από την Καλκούτα, όπου ζούσε τότε, για το Σικίμ, το 1919, με όλα τα σύνεργα στο σάκο. Ήταν 25 χρόνων και έτοιμος να σκαρφαλώσει στις πλαγιές της αθανασίας.

    Προτού εφευρεθεί η φωτογραφία, η μαγεία των απόρθητων βουνοκορφών απαθανατίστηκε κυρίως μέσα από την ποίηση. Ειδικά το 18ο και το 19ο αι. όπου η φύση δοξάστηκε ως ύψιστη θεότητα από μεγάλους ρομαντικούς ποιητές, όπως ο Πέρσι Σέλι και ο Ουίλιαμ Οέερντσγουερθ, οι ψηλές βουνοκορφές της Ευρώπης απέκτησαν ολύμπια ύψη. Περιγράφοντας την εμπειρία της ανάβασης στο Μοντ Μπλανκ των Άλπεων, στην έκτη ενότητα του «Πρελούδιου», ένα ποίημα ζωής που ξεκίνησε το 1798 και ολοκληρώθηκε το 1839, ο Ουέρντσγουερθ γράφει πως «η μοίρα μας, η καρδιά της ύπαρξής μας και της πατρίδας μας, βρίσκεται στην απεραντοσύνη και μόνον εκεί».


    Διαβάστε ακόμα: Αντρέας Κατζουράκης – Ο Έλληνας της Σαχάρας.


    Ο καταυλισμός Β στο Guicha La, απο το φακό του Τομπάζη - στο βάθος το Μεγάλο Ανατολικό Σπιρούνι του Kangchenjunga (Σκίμ, 1925).

    Ο καταυλισμός βόρεια, στο Guicha La, απο το φακό του Τομπάζη – στο βάθος το “Μεγάλο Ανατολικό Σπιρούνι” του Kangchenjunga (Σκίμ, 1925).

    Μέρος αυτής της απεραντοσύνης για τον μοναχικό οδοιπόρο-ποιητή βρίσκεται στις κορυφές του κόσμου, όπου ο χειμώνας καρτερεί σαν «εξημερωμένο λιοντάρι». Ο Τομπάζης μάλλον είχε διαβάσει παρόμοιους στίχους και, παρότι δεν υπήρξε λάτρης της ποίησης, είχε πιθανώς εμπνευστεί, ή τουλάχιστον παρακινηθεί, από τη γοητεία αυτού του «λιονταριού» που κυριαρχούσε στις βουνοκορφές και μάγεψε τόσες γενιές ποιητών.

    Κατά έναν ειρωνικό τρόπο, όταν βρέθηκε στις κορυφές του Σικίμ, ο Τομπάζης αντίκρισε τα ίχνη ενός άλλου «λιονταριού» του χρόνου, του περίφημου «Χιονάνθρωπου», ενός στοιχειωμένου όντος που ζούσε στα Ιμαλάια και στις αρχές του περασμένου αιώνα είχε συνεπάρει τη φαντασία των ορειβατών. Σύμφωνα με δημοσιεύματα του Τύπου της εποχής, ο Τομπάζης ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος που είχε αντικρύσει τον «αποτρόπαιο Χιονάνθρωπο». Όπως σημείωσε ο ίδιος, «το έντονο και εκτυφλωτικό φως που αντανακλούσε το χιόνι δεν μ’ άφηνε για κάποια δευτερόλεπτα να διακρίνω τίποτα. Σε λίγο, όμως, διέκρινα το “αντικείμενο”…

    Χωρίς αμφιβολία, η μορφή που διαγραφόταν έμοιαζε εντελώς ανθρώπινη. Βάδιζε με δύο πόδια και σταματούσε πότε πότε για να ξεριζώσει ή να τραβήξει κάποιους μικρούς θάμνους ροδόδεντρων. Φαινόταν σκούρα στο άσπρο φόντο του χιονιού και, απ’ όσο μπορούσα να δω, δεν φορούσε ρούχα. Το επόμενο λεπτό μπήκε σε κάτι πυκνά φυλλώματα και το έχασα από τα μάτια μου. Μια τόσο φευγαλέα ματιά δεν μου επέτρεψε, δυστυχώς, να στήσω την φωτογραφική μου μηχανή… Μια δυο ώρες αργότερα, όμως, όταν κατεβαίναμε, λοξοδρόμησα επίτηδες, έτσι ώστε να περάσω από το μέρος όπου είχε εμφανιστεί αυτός ο “άνθρωπος” ή το “θεριό” που είχα δει. Εξέτασα τα ίχνη των ποδιών που διακρίνονταν πολύ καθαρά πάνω στο χιόνι. Έμοιαζαν πάρα πολύ με ανθρώπινα, αλλά οι διαστάσεις τους ήταν μόνο επτά ίντσες μήκος επί τέσσερις ίντσες φάρδος στο πλατύτερο τους μέρος.

    Πέρα από τις τρεις αποστολές του στα Ιμαλάια. ο Τομπάζης όργωσε την Ινδία, απαθανατίζοντας τα τοπία και τους ανθρώπους της. Πέρασε εκεί 26 ολόκληρα χρόνια της ζωής του.

    Τα ίχνη των πέντε δακτύλων και του πέλματος ήταν ευκρινέστατα, αλλά της φτέρνας δυσδιάκριτο και το λίγο που φαινόταν έμοιαζε να στενεύει και να σχηματίζει μύτη. Μέτρησα 15 τέτοιες πατημασιές… Τα ίχνη ανήκαν χωρίς αμφιβολία σε δίποδο. Έχω μια θεωρία που αξίζει κάποιος να την εξετάσει. Το Θιβέτ και οι γειτονικές του χώρες αποτελούν το κέντρο, το προπύργιο της βουδιστικής θρησκείας, η οποία, σε μεγάλο βαθμό, διέπεται από το πνεύμα του ασκητισμού, όπως συνέβαινε στα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού. Διατυπώνω, λοιπόν, την υπόθεση πως ο “αγριάνθρωπος” αυτός μπορεί να είναι είτε ένας αναχωρητής ή ίσως κάποιο μέλος μιας απομονωμένης κοινότητας ευσεβών βουδιστών ασκητών, οι οποίοι έχουν απαρνηθεί τον κόσμο και αναζητούν τον Θεό τους στην απόλυτη ερημιά κάποιου όρους που δεν έχει ακόμα βεβηλωθεί από τον κόσμο».

     

    Στην επόμενη σελίδα: Η κίνηση στο αίμα του.

    1 2 3

     

     

    x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

    Button to top