«Στην οικογένειά μου δεν είχαν φανταστεί ότι θα μπλέξουν με κτήματα, ήταν κρασάδες και μόνο. Έλα, όμως, που αν δεν έχεις καλό αμπέλι, δεν μπορείς να κάνεις καλό κρασί! Και ποιο είναι το καλό αμπέλι; Αυτό που ελέγχεις, που ξέρεις τις ρίζες του και που μπορείς να εγγυηθείς την ποιότητά του». (Φωτό: kiryianni.gr).

Μόλις μπήκα στη δουλειά, το πρώτο πράγμα που συνειδητοποίησα ήταν ο ρόλος του αμπελιού. Η ονομασία «Μπουτάρη» ήταν ταυτισμένη με το αμπέλι της Νάουσας, όμως τα τέλη της δεκαετίας του ’60 οι εποχές του παππού είχαν παρέλθει προ πολλού. Παρά το ένδοξο παρελθόν της, η Νάουσα μετρούσε τότε με το ζόρι πεντακόσια στρέμματα από τους ονομαστούς αμπελώνες της, τους οποίους είχε σακατέψει η φυλλοξήρα και οι δυο παγκόσμιοι πόλεμοι.

Η πρώτη ύλη της περιοχής δεν αρκούσε και αναγκαζόμασταν να κουβαλάμε στη Ζαφειράκη επαρκείς ποσότητες κρασοστάφυλων από το Αμύνταιο Φλώρινας, με φορτηγά. Στο Αμύνταιο τα αμπέλια ήταν παλιά, αυτόρριζα και απρόσβλητα από την φυλλοξήρα. Περίμεναν υπομονετικά μέχρι να ανοίξει ο καιρός, σκεπασμένα από χιόνια για μήνες. Λόγω διαφοράς μικροκλίματος και υψομέτρου, κατεβαίνοντας προς τη Νάουσα το Ξινόμαυρο Αμυνταίου εξελίχθηκε σε ιδιαίτερο κλώνο που αντανακλά το διαφορετικό οινοπέδιο. Αν ήμασταν Γαλλία, οι πέντε κλώνοι Ξινόμαυρου Νάουσας και Αμυνταίου, που έχουν κοινά τυπικά χαρακτηριστικά, θα ανήκαν ποικιλιακά στην ίδια ζώνη, όμως εμείς στην Ελλάδα αντλούμε ηδονή από τις διασπάσεις, τα ξαναείπαμε.

«Η ονομασία ‘‘Μπουτάρη’’ ήταν ταυτισμένη με το αμπέλι της Νάουσας, όμως τα τέλη της δεκαετίας του ’60 οι εποχές του παππού είχαν παρέλθει προ πολλού».

Βλέποντας το πρόβλημα της πτώσης στην αμπελοκαλλιέργεια, κατέληξα ότι θα άξιζε να δώσω μια μάχη, μήπως και αναστραφεί η τάση. Άρχισα να γυρνάω στα καφενεία και να απευθύνω εκκλήσεις: «Παιδιά, βάλτε κι άλλα αμπέλια, θα αγοράσω εγώ το προϊόν». Γιατί να με πιστέψουν; Πού ξέραν οι άνθρωποι αν θα ήμουν εκεί μέχρι να έρθει ο τρύγος για να τραβήξω το σταφύλι τους; Ποιος τους εγγυόταν ότι δε θα μείνει απούλητο να σαπίζει; Η μοναδική λύση για να πειστούν ήταν να δώσω πρώτος το παράδειγμα και κάπως έτσι το αποφάσισα: θα γινόμουν κι εγώ αμπελουργός. Στην οικογένειά μου δεν είχαν φανταστεί ότι θα μπλέξουν με κτήματα, ήταν κρασάδες και μόνο. Έλα, όμως, που αν δεν έχεις καλό αμπέλι, δεν μπορείς να κάνεις καλό κρασί! Και ποιο είναι το καλό αμπέλι; Αυτό που ελέγχεις, που ξέρεις τις ρίζες του και που μπορείς να εγγυηθείς την ποιότητά του.

«Εκατόν δέκα στρέμματα ήταν το πρώτο κομμάτι γης που αγόρασα. Σήμερα το κομμάτι ανήκει σε μια ολόκληρη πλαγιά. Είναι το Κτήμα Γιαννακοχώρι της ‘‘Κυρ-Γιάννη’’». (Φωτό: kiryianni.gr).

Εντελώς κρυφά από τους γονείς μου, πήρα την πρωτοβουλία να αγοράσω ένα κτήμα για να φυτέψω κλήματα. Τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά όσο ακούγονται, γιατί πήγα κόντρα στο πατροπαράδοτο ρεύμα και «έμπλεξα με τις λάσπες και με τους χωριάτες» όπως λέγαν. Ο αδερφός μου τότε έλειπε. Από τα δεκαοκτώ του που πέρασε στην Ανωτάτη Εμπορική, ο Κωνσταντίνος είχε κατέβει στην Αθήνα. Μετά υπηρέτησε στο ναυτικό και τέλος έφυγε για τη Γαλλία, όπου έκανε μεταπτυχιακά στο Φονταινεμπλό, στο INSEAD, όπως αργότερα και ο Στέλλιος. Η απόφαση ήταν όλη δική μου.

Για να μπορέσω να αγοράσω το κτήμα, ανέλαβα ρίσκο και υπέγραψα γραμμάτια χωρίς να έχω δραχμή, ελπίζοντας ότι ο μπαμπάς δε θα τα αφήσει απλήρωτα και δε θα βρεθώ στη στενή. Πράγματι, κάθε μήνα η τσέπη του κάλυπτε τα γραμμάτια, ενώ τριγύρω ακουγόταν πως με τις τρέλες μου θα του φάω τα λεφτά. Εγώ παρ’ όλα αυτά ένιωθα ότι είχα κάνει κορυφαία κίνηση. Επαναπροσδιορισμός διαδρομής, που λένε και τα GPS. Από έμποροι οινοποιοί θα γινόμασταν αμπελουργοί οινοποιοί, οπότε τα κρασιά θα παραμέριζαν ούζα και λοιπά ποτά, όπως ήταν ο ευσεβής μου πόθος.

«Τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά, γιατί πήγα κόντρα στο πατροπαράδοτο ρεύμα και “έμπλεξα με τις λάσπες και με τους χωριάτες” όπως λέγαν».

Η μόνη γη μας μέχρι τότε ήταν κάτι σκόρπια αμπελάκια, ρετάλια κληρονομικά που προκοπή δεν είχαν. Τα πούλησα και επικεντρώθηκα στο εγχείρημα. Για να πετύχει, έπρεπε να εξασφαλίσω δύο προϋποθέσεις: τις γεωργικές γνώσεις του Καρανάτσιου και τη συναίνεσή του. «Ρε Τάκη, πώς θα γίνει να πάρουμε ένα σοβαρό αμπέλι;» ρώτησα για να τον γλυκάνω, αφού ήταν άνθρωπος του αγρού και υπέφερε μέσα στο οινοποιείο. «Μα, Γιάννη, οι γονείς σου…» «Οι γονείς μου κάποια στιγμή θα αποσυρθούν, εγώ αποφασίζω για το μέλλον» είπα με θρασύτητα.

Συνένοχος ο Τάκης κι αρχίσαμε το ψάξιμο. Καταλήξαμε σε μία αχανή έκταση δεκαεπτά χιλιάδων στρεμμάτων, που ανήκε κάποτε στον πασά και ήταν πλέον μοιρασμένη σε ιδιοκτησίες. Οι Χατζηδημητραίοι και μερικές ακόμα οικογένειες κατείχαν την οθωμανική κληρονομιά, ένας Θεός ξέρει πώς – τσιφλίκια, βακούφια, όπως θες πες τα. Με πολλά κόλπα ξεπέρασα τα μπλεξίματα και κατάφερα να τους πείσω να μου πουλήσουν. Εκατόν δέκα στρέμματα ήταν το πρώτο κομμάτι γης που αγόρασα, κάνοντας του κεφαλιού μου. Σήμερα το κομμάτι ανήκει σε μια ολόκληρη πλαγιά, χωρισμένη σε σαράντα δύο τμήματα με διαφορετική κλίση και έκθεση στον ήλιο, κάθε ένα από τα οποία καλλιεργείται με διαφορετικό τρόπο. Είναι το Κτήμα Γιαννακοχώρι της «Κυρ-Γιάννη».

«Πηγαινοερχόμουν στα λασποτόπια φορώντας μπλέιζερ μαύρο, το καθιέρωσα μπορώ να πω. Πιθανολογώ ότι φάνταζα αρκετά γραφικός στους ντόπιους».

«Με τη χαρακτηριστική ευθύτητά του, ο Γιάννης Μπουτάρης ανιστορεί την προδιαγεγραμμένη –λόγω οικογενειακής παράδοσης– ενασχόλησή του με τα κρασιά», διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.

Η έκταση, ακαλλιέργητη για πολλές δεκαετίες, είχε μετατραπεί σε ζούγκλα. Πήραμε άδεια ξύλευσης και κλείσαμε συμφωνία με υλοτόμους, οι οποίοι ξερίζωσαν τα δέντρα και έκαναν το κάρβουνό τους. Συνεχίσαμε με βαθιές αρόσεις τον χειμώνα που η γη ήταν μαλακή και ξηλώσαμε τις ρίζες που είχαν απομείνει. Ακολούθηκε όργωμα, βασική λίπανση, φρεζάρισμα. Στο οξυγονωμένο έδαφος φυτέψαμε κριθάρια για δύο χρόνια. Τα κριθάρια έπρεπε να θεριστούν, να αλωνιστούν και να πουληθούν, πράγματα πρωτόγνωρα για μένα. Παράλληλα εξετάζαμε τη γεωλογική σύσταση του εδάφους, το οποίο αλλού είχε περισσότερο ασβέστιο, αλλού άργιλο, αλλού άμμο. Η συνύπαρξη τόσων διαφορετικών στοιχείων σε έναν τόσο περιορισμένο χώρο, μέχρι και στους τύπους εδάφους, αποτελούσε συνενή πρόκληση. Τίποτα παρόμοιο δεν μου είχε τύχει, ένας φλώρος του πανεπιστημίου ήμουν, άσχετος από καλλιέργεια γης· πάντως κατάφερα να βρω λύση στους γρίφους. Πηγαινοερχόμουν στα λασποτόπια φορώντας μπλέιζερ μαύρο, το καθιέρωσα μπορώ να πω, και σκόνταφτα πάνω σε κοτρόνες, σε κεραμικά που τάχα περιείχαν χρυσές λίρες και σε λαγούς που περνούσαν μπροστά μου σαν αστραπή. Πιθανολογώ ότι φάνταζα αρκετά γραφικός στους ντόπιους. […]

 

// Από το βιβλίο του Γιάννη Μπουτάρη «Εξήντα χρόνια τρύγος…» -σε συνεργασία με τη Μαρία Μαυρικάκη. (Απόσπασμα από το κεφάλαιο «Μια αμπελουργική ζώνη ξαναγεννιέται», σελ. 109-121.). Εκδόσεις Πατάκη, Νοέμβριος 2020.

 

Διαβάστε ακόμα: Στέλλιος Μπουτάρης – Το νόημα της επιτυχίας.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top