Η Τζέσι Μπάκλεϊ και ο Τζέσε Πλέμονς – που θυμίζει αρκετά τον Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν σε αυτή την ταινία – είναι εξαιρετικοί ως πρωταγωνιστές της ταινίας.

«Οι άνθρωποι βλέπουν τον εαυτό τους σαν κουκκίδες που κινούνται στον χρόνο. Αλλά μάλλον συμβαίνει το αντίθετο. Είμαστε ακίνητοι και ο χρόνος μας περνάει φυσώντας σαν κρύος άνεμος, κλέβοντας την ζέστη μας, αφήνοντας μας παγωμένους».

(Απόσπασμα από την ταινία)

Όπως συμβαίνει σε όλο το έργο του Κάουφμαν, το «Σκέφτομαι να βάλω ένα τέλος» (Ι’m thinking of ending things) δεν λέει στον θεατή του τι πραγματικά συμβαίνει, προσφέρει ανοιχτές ερμηνείες στο κάθε τι, κι ο χρόνος δεν παίζει ιδιαίτερο ρόλο. Μετά την πρώτη πράξη, μεγάλο μέρος της ταινίας είναι ασαφές και μοιάζει με όνειρο.

Οι σκηνές διαρκούν πολύ και ο διάλογος είναι βαρύς σε όλη την ταινία. Η Τζέσι Μπάκλεϊ και ο Τζέσε Πλέμονς – που θυμίζει αρκετά τον Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν σε αυτή την ταινία – είναι εξαιρετικοί ως πρωταγωνιστές της ταινίας, αλλά οι Τόνι Κολέτ (Hereditary) και Ντέιβιντ Τουέλις ως γονείς του Τζέσε ήταν πραγματικά κορυφαίοι και οι ερμηνείες τους συγκλονιστικές.

Η υπόθεση της ταινίας αφορά μια νεαρή γυναίκα, την Λούσι, που σκέφτεται να τερματίσει την σχέση της με τον φίλο της, τον Τζέικ.

Η υπόθεση της ταινίας αφορά μια νεαρή γυναίκα, την Λούσι, που σκέφτεται να τερματίσει την σχέση της με τον φίλο της, τον Τζέικ, ωστόσο τον συνοδεύει για πρώτη φορά σε μια επίσκεψη στους γονείς του. Η ταινία χωρίζεται σε τρία μέρη ουσιαστικά, το road trip προς την φάρμα που μένουν οι γονείς του, την σύντομη διαμονή τους με το γεύμα με τους γονείς εκεί και την επιστροφή. Και τα δύο ταξίδια, με έντονη χιονόπτωση.

Ακόμα και τα μέλη του καστ εξακολουθούν να μελετούν τα αινίγματα και τις βαθύτερες έννοιες της ταινίας. Ήταν μια εμπειρία η συμμετοχή τους.

Αρχικά, η ταινία ακολουθεί την πρώτη εντύπωση που μας δίνει, ώσπου στην σκηνή στο σπίτι, ο Κάουφμαν αποφασίζει να μας βυθίσει σε ένα επαναλαμβανόμενο σκηνικό (βλέπουμε την ίδια σκηνή με μικρές αλλαγές κάθε φορά). Εκεί, πρωταγωνιστεί ο Τζέικ, ο οποίος φαίνεται να φροντίζει στοργικά τους γονείς του και παράλληλα να ασφυκτιά στην συνύπαρξή του μαζί τους και γενικότερα να δυσανασχετεί με την παρουσία του στο πατρικό του. Στην επιστροφή, η συζήτηση του ζευγαριού μπαίνει σε βαθύτερα νερά, με πολλές φιλοσοφικές αναφορές, εξερευνώντας την ηλικία, τον χρόνο, τις επιλογές, την φιλοδοξία, με τρόπο που οι περισσότεροι ίσως δεν έχουμε σκεφτεί. Η αλήθεια είναι πως εκτίμησα πολλά από όσα ειπώθηκαν ρίχνοντας μια δεύτερη ματιά στην ταινία, διότι, σε εκείνο το σημείο παρατήρησα να με διακατέχει μια σχετική κόπωση από την μονότονη συζήτηση σε ένα κλειστοφοβικό πλαίσιο.

«Φαίνεται απελπιστικό. Σαν να νιώθεις γέρος, το σώμα σου φθίνει, η ακοή σου, η όραση σου, δεν μπορείς να δεις, είσαι αόρατος, πήρες πολλές λάθος στροφές. Το όλο ψέμα, ότι κάτι θα βελτιωθεί, ότι ποτέ δεν είναι αργά, ότι ο Θεός έχει ένα πλάνο για σένα, ότι η ηλικία είναι ένας αριθμός, ότι το πιο βαθύ σκοτάδι είναι πριν την αυγή, ότι ουδέν κακό αμιγές καλού».

(Απόσπασμα από την ταινία)

Οι σκηνές διαρκούν πολύ και ο διάλογος είναι βαρύς σε όλη την ταινία.

Ακόμα και τα μέλη του καστ εξακολουθούν να μελετούν τα αινίγματα και τις βαθύτερες έννοιες της ταινίας, την οποία ο Kaufman σχεδίασε σκόπιμα για να ανταμείψει τις επαναλαμβανόμενες προβολές. «Ξέρω τι σήμαινε για μένα ενώ γυρνούσαμε τις σκηνές, αλλά ήταν διαφορετική εμπειρία να το παρακολουθώ», λέει ο Τζέσε Πλέμονς. «Με κλόνισε πραγματικά που το παρακολούθησα. Είναι ακόμα μυστηριώδες».

«Στην πραγματικότητα, πρόκειται για τόσες πολλές, ανθρώπινες εμπειρίες και συναισθήματα που μπορεί να είναι ό,τι θέλετε», λέει η Κολέτ. «Δεν χειραγωγεί το κοινό. Και ο Τσάρλι… του αρέσει έτσι. Είναι απλώς μια ιστορία πάνω σε μια ιστορία πάνω σε μια ιστορία, πολύ όμορφα περίπλοκη. Υπάρχει μια απλή αφήγηση για να προσκολληθούμε σε αυτή, και υπάρχει κι αυτό που αφορά πραγματικά αυτή η ταινία».

Κατά την γνώμη μου, η ταινία διερευνά θέματα μηδενισμού, υπαρξισμού και ηδονισμού σε πολλές σκηνές. Η σκηνή που σταματούν να πάρουν παγωτό στην Tulsey Town, αποτυπώνει την ίδια την φύση του ηδονισμού που υπάρχει στους ανθρώπους πολύ όμορφα και δημιουργεί μια αίσθηση αμηχανίας, όσο και σπιρτάδας στην ταινία. Οδηγώντας μας προς το τέλος της ταινίας, ο Κάουφμαν προσδίδει μια έντονη δόση λυρικότητας στις ως τότε φιλοσοφικές αναζητήσεις, με αναφορές στην λογοτεχνία και τον κινηματογράφο. Χωρίς να χαλάσω το τέλος, αισθάνομαι πως η ταινία δείχνει δύο διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους η ζωή θα μπορούσε να έχει κυλήσει για τον Τζέικ.

Είναι δελεαστικό να έχεις κάποιον να τα φορτώσεις. Ειδικά αν είναι η μητέρα σου.

Αυτό που παρατήρησα είναι πως στην παράσταση της ζωής του Τζέικ, ο πατέρας του βρίσκεται μεν στην πρώτη θέση, αλλά η μητέρα του είναι πάνω στην σκηνή. Ίσως να δένει έτσι, την προσπάθεια απενοχοποίησης της μητέρας κάποια στιγμή στο αυτοκίνητο.

Η ταινία διερευνά θέματα μηδενισμού, υπαρξισμού και ηδονισμού σε πολλές σκηνές.

«Δεν συμμερίζομαι ότι η μητέρα είναι η αιτία όλων των ψυχολογικών προβλημάτων και αηδίες. Είναι μισογυνιστικές μπούρδες. Φροϋδικές μαλακίες. Είναι δελεαστικό να έχεις κάποιον να τα φορτώσεις, όμως. Που νιώθεις κάπως, που είσαι κάπως. Ένα άτομο, ένας ενήλικας, πρέπει σε κάποια φάση να αναλάβει την ευθύνη για το ποιος είναι. Οι μητέρες είναι άνθρωποι με τον δικό τους πόνο. Την δική τους ιστορία παραμέλησης και κακοποίησης. Όμως τον 20ο αιώνα τις κατηγόρησαν για κάθε γαμημένο παιδικό θέμα».

(Απόσπασμα από την ταινία)

Σε κάθε περίπτωση, δεν πρόκειται για το Τζον Μάλκοβιτς, όπου ο Κάουφμαν συνδυάζει το παράξενο με την συμβατική αφήγηση. Δεν υπάρχει τίποτα το συμβατικό σε αυτή την ταινία. Πρόκειται για δραματοποιημένη ψυχολογική κακοποίηση. Αλλά όχι με την έννοια της λύπησης. Η ζωή είναι μια λοταρία. Σήμερα ίσως να είσαι επιστάτης. Αύριο, μπορεί να είσαι ένα γουρούνι που κατατρώγεσαι από σκουλήκια. Θα μπορούσες να είσαι και κάτι που ονειρευόσουν, αλλά δεν τόλμησες να προσπαθήσεις.

 

Διαβάστε ακόμα: Πόσο «Ντάνιελ Σαν» αντέχετε; Το «Cobra Kai» σκίζει στο Netflix.

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top