
Μια εξόχως μαγική βραδιά…
Δέκα χρόνια συνεχούς και αδιάλειπτης λειτουργίας συμπλήρωσε φέτος το Διεθνές Φεστιβάλ Μουσικής Μολύβου, καθώς ξεκίνησε το 2015 στα πιο δύσκολα χρόνια της πολλαπλής κρίσης και δεν ανέστειλε τη δράση του ακόμα και την πιο σκληρή χρονιά του lockdown (2020), όταν πραγματοποιήθηκε διαδικτυακά, με δύο συναυλίες που δόθηκαν στο συγκρότημα Δελφίνια παρουσία ελάχιστου ακροατηρίου και μεταδόθηκαν ζωντανά. Τότε όλος ο Μόλυβος είχε φωτιστεί μοναδικά από τον σκηνοθέτη Δήμο Αβδελιώδη, λειτουργώντας ως ένα υπέροχο υπόβαθρο που οδηγούσε το βλέμμα στο φωτισμένο Κάστρο.
Έκτοτε αποδείχθηκε ότι θα συνεχίζαμε να βλέπουμε αυτή την εικόνα ως άλλη Γη της Επαγγελίας, καθώς το Κάστρο του Μολύβου, όπου ως το 2019 οι ακροατές συνέρρεαν αθρόοι, έχει πάψει από τότε να είναι διαθέσιμο, και ενώ η σχετική μελέτη για την επαναλειτουργία του ως χώρου εκδηλώσεων είναι έτοιμη, ακόμα δεν εφαρμόζεται. Αλλά κάθε χρόνο λέγεται ότι του χρόνου ίσως θα ξαναλειτουργήσει συναυλιακά, οπότε κάθε χρόνο, για του χρόνου, ελπίζουμε.

Το κυρίως πρόγραμμα του 10ου ΔιΦεΜΜ άνοιξε με το τελευταίο έργο του Αγκουστίν Μπάρριος Una limosnita por amor de Dios (Μια μικρή ελεημοσύνη, για την αγάπη του Θεού), που ερμήνευσε ο Πέτριτ Τσέκου (16.8).
Εν τω μεταξύ το Φεστιβάλ εξακολουθεί να πραγματοποιείται, έστω και σε ελαφρώς νομαδικές συνθήκες, διατηρώντας πιστό κοινό και καλλιτέχνες, οι οποίοι προσέρχονται να παίξουν όχι για το χρήμα, αλλά για την δόξα, ή μάλλον τη λόξα της μουσικής, αφού ο Θεός της μουσικής Απόλλων είναι και Λοξίας, Θεός των χρησμών· γι΄ αυτό και σαν τους χρησμούς είναι η μουσική συχνά διφορούμενη, κάτι που εξηγεί και τις διαφωνίες των μουσικών κριτικών, μολονότι όλοι όσοι τους ήλθαν ποτέ στον Μόλυβο, Έλληνες και ξένοι, ομοφωνούν σε ένα πράγμα, ότι θέλουν όλοι να ξαναέλθουν.
Διότι στον Μόλυβο ικανοποιούνται συγκλίνουσες στον μέγιστο βαθμό δύο συνθήκες, κλασική μουσική και ελληνικό καλοκαίρι, χωρίς περιττές πολυτέλειες, αλλά με μεγάλη καλλιτεχνική και αισθητική απόλαυση· το φιλοκαλούμεν μετ’ ευτελείας, εδώ ταιριάζει απολύτως. Ο προστατευόμενος παραδοσιακός οικισμός παρέχει την εικόνα που θα έπρεπε να χαρακτηρίζει όλα τα ελληνικά χωριά και πόλεις και η φύση της Λέσβου εξακολουθεί να παραμένει χαρίεσσα.
Η πρόσβαση στη θάλασσα δεν βαρύνεται από υπερβολικές εμπορευματοποιημένες οχλήσεις και η φιλοξενία και η εστίαση είναι απλή και ποιοτική, με ανθρώπινο πρόσωπο: το φαγητό είναι νόστιμο, οι παραλίες ελεύθερες, τα νερά κρυστάλινα. Και όλα αυτά επιστέφονται κάθε βράδυ από συναυλίες με πρωτότυπο πρόγραμμα από κορυφαίους ευρωπαίους μουσικούς, που έρχονται επειδή ακριβώς απολαμβάνουν να “κάνουν μουσική” με αυτούς τους όρους. To Φεστιβάλ έχει αποκτήσει τέτοια φήμη, ώστε να γίνεται σημείο αναφοράς μεταξύ μουσικών, που θέλουν να το προσθέσουν στο βιογραφικό τους. Για τους παραθεριστές φιλόμουσους, αυτή είναι μια παραδείσια συνθήκη.
Η ανταπόκριση του κοινού δεν περιορίζεται μόνο στο κυρίως Φεστιβάλ (16-19 Αυγούστου), αλλά επεκτείνεται και στις Εναρκτήριες Δράσεις. Οι συναυλίες αυτές πραγματοποιούνται σε συνεργασία με την δραστήρια Εφορεία Αρχαιοτήτων Λέσβου τις ημέρες πριν από τον Δεκαπενταύγουστο σε αρχαιολογικούς χώρους σε όλη τη Λέσβο, με ελεύθερη είσοδο και προηγούμενη ξενάγηση από αρμόδιους αρχαιολόγους. Ροδαφνίδια, Γέφυρα της Κρεμαστής, Αλυκές, Ρωμαϊκό Υδραγωγείο στη Μόρια, Κάστρο της Μυτιλήνης, Σίγρι, είναι μερικά μόνο από τα μέρη που μεταμόρφωσε η μουσική.

Το φετινό 10 Διεθνές Φεστιβάλ Μουσικής Μολύβου ήταν αφιερωμένο στη μνήμη του Ναυάρχου Δημητρίου (Τάκη) Ανδριτσόπουλου. Στη μνήμη του ακούσαμε το αγαπημένο του έργο – την Ελεγεία του Γκαμπριέλ Φωρέ για τσέλο και πιάνο (16.8).
Φέτος μάλιστα οι εναρκτήριες δράσεις ήταν 4, ισάριθμες με τις κυρίως συναυλίες, κάτι που επετεύχθη τρόποιν δυοῖν: αυξάνοντας τις μεν και μειώνοντας τις δε. Το τελευταίο ήταν ιδιαιτέρως εύκολο, καθώς το Συνεδριακό Κέντρο Μήθυμνας έκλεισε, λόγω σεισμού. Έτσι δυστυχώς στερηθήκαμε για δεύτερη φορά την πολυπόθητη μεσημεριανή συναυλία σε μία από τις ωραιότερες αίθουσες για μουσική δωματίου στον κόσμο, με εξαιρετική ακουστική και επιπλέον με θέα, όπου μπορούσες να ακούς Μότσαρτ και Μποκερίνι βλέποντας τα κυματάκια της θάλασσας από τα ανοικτά παράθυρα. Θα φυλαχτεί αυτή η εικόνα, όπως και η εικόνα του Κάστρου που σφύζει από κόσμο, ως πολύτιμη ανάμνηση και παρακαταθήκη για ένα καλύτερο μέλλον, που κάθε χρόνο ακούγεται ότι του χρόνου θα έλθει.
Το μέλλον αυτό θα μπορούσε να είναι ιδανικό και ευοίωνο για μία μοναδική εκδήλωση πολιτισμού που γίνεται στην ακριτική εσχατιά της Ευρώπης και προβάλλει διεθνώς την Ελλάδα. Μαγική ήταν η εικόνα του Κάστρου, που γέμιζε κόσμο ασφυκτικά, και από τη γειτονική Τουρκία, με κοινό που ερχόταν και εξακολουθεί να έρχεται ακόμα για να ζήσει μια σπάνια εμπειρία και να μεταφέρει τις εντυπώσεις τους ο καθένας στην πατρίδα του. Οπως συμβαίνει και με τα διθυραμβικά άρθρα της κριτικής, που φτάνουν σε όλη την Ευρώπη και μέχρι την Κίνα. ( – Μουσικοί κριτικοί από την Κίνα επισκέφτηκαν το Φεστιβάλ δύο φορές, το 2019 και το 2024 αντίστοιχα).
Μια μελλοντική διαμόρφωση του Κάστρου με τέτοιον τρόπο ώστε να δίδονται συναυλίες όσο πιο κοντά γίνεται στην φυσική ακουστική θα μπορούσε να βάλει τη χώρα μας στην πρώτη γραμμή των διεθνών φεστιβάλ κλασικής μουσικής. Και ήταν κάτι που θα μπορούσε ήδη να έχει γίνει, αντί να συζητάμε πώς και αν το Φεστιβάλ θα γίνει και του χρόνου.

Molyvos Musical Moment στην παραλία του Μολύβου. Από τα αξιοθέατα του Δεκαπενταύγουστου.
Το φετινό μουσικό πρόγραμμα αναλυτικά
Οι φετινές Εναρκτήριες Δράσεις υπήρξαν εξαιρετικά επιτυχημένες, τόσο καλλιτεχνικά όσο και από την άποψη της αθρόας προσέλευσης του κοινού. Ξεκίνησαν στις 9 Αυγούστου με δύο εξαιρετικούς νέους Έλληνες σολίστ (και οι δύο νέοι είναι γεννημένοι το 2002), τους βιολονίστες Ιωάννη Νίκολη και Ευαγγελία Κουτσοδήμου, που εγκαινίασαν με μεγάλη επιτυχία τις φετινές εκδηλώσεις σε έναν αρχαιολογικό χώρο που πρόσφατα άνοιξε για το κοινό, τις Αποθήκες Σαπλιτζά στο Κάτω Κάστρο της Μυτιλήνης, όπου μας ξενάγησε η αρχαιολόγος κυρία Δήμητρα Ζώη.
Το πρόγραμμα είχε λογική “καθρέφτη”, καθώς πρώτος ο Νίκολης έπαιξε Μπαχ (BWV 1001, I Adagio), Κράισλερ (op 6), Υζαϋ (op 27, αρ. 3) και Παγκανίνι (op1, αρ.1) και ακολούθως η Κουτσοδήμου έπαιξε Σκαλκώτα (Σονάτα για σόλο βιολί, AK 69· το κοινό δεν ήταν εντελώς έτοιμο γα αυτό), Παγκανίνι (op 1, αρ. 24), Μπαχ (BWV 1004, V Chaconne). Δύο διαφορετικές, αν όχι αντίθετες, μουσικές προσωπικότητες αναδείχθηκαν κατά την ακρόαση.
Ο Νίκολης πραγματικά αναβιώνει το αμιγώς ρομαντικό παίξιμο (όμως ο Μπαχ του δεν ήταν εκτός ύφους και ας τον έπαιξε και αυτόν με ρομαντική πνοή!) και απόλυτη πρόθεση να παίζει πρωτίστως με ακρίβεια – ο ήχος του είναι αδρός και πολύ προσωπικός, με θυσία μερικές φορές το χρώμα, αλλά για αυτό θα ήθελα να τον ακούσω σε ένα καλύτερο όργανο, το οποίο νομίζω ότι πραγματικά του αξίζει, καθώς είναι ένας βιρτουόζος εν εξελίξει.
Η Κουτσοδήμου έχει μια πιο σφαιρική ερμηνευτικά προσέγγιση και πιο λαμπερό ήχο, η ερμηνεία της στον Σκαλκώτα έδειξε μια ουσιαστική κατανόηση του έργου και απόλυτη κυριαρχία των τεχνικών και εκφραστικών μέσων, με την οποία απέδωσε και τα αντιθετικού πνεύματος επόμενα κομμάτια, ιδίως την εκτενή καταληκτική Chaconne, στην οποία απέδειξε και πάλι την ικανότητά της να εξωτερικεύει δεξιοτεχνικά μια βαθιά κατανοημένη μουσική σκέψη.
Στο τέλος οι δύο συνέπραξαν αγαστά σε ένα διαχρονικό μεγάλο σουξέ του Φεστιβάλ, την Πασακάλια για βιολί και βιόλα πάνω στo έργο του Γκ. Φρ. Χαίντελ Σουίτα για τσέμπαλο αρ. 7 σε σολ ελάσσονα, HWV 432, του Χαλβόρσεν, στην εκδοχή για δύο βιολιά του Γιάσα Χάιφετς.
Με ένα άλλο διαχρονικό μεγάλο σουξέτου φεστιβάλ, τη Διπλή Ζυγιά του Ιάννη Ξενάκη, ξεκίνησε η συναυλία που έδωσαν την επόμενη ημέρα οι Ουμούτ Σάγκλαμ (βιολοντσέλο) και Όρκουν Πάλα (βιολί), και συνέχισε με έργα Αχμέντ Αντνάν Σαϋγκούν (Σουίτα για βιολί και πιάνο, έργο 33: II Horon (Χορόν) & Παρτίτα για σόλο βιολοντσέλο, έργο 31: IV Allegretto) και Λούντβιχ φαν Μπετόβεν (Τρίο σε ντο ελάασονα, op 1, αρ. 3). Περίπου 500 άτομα διασκορπισμένα στην πλατεία εμπρός από το Οθωμανικό Κάστρο στο Σίγρι παρακαλούθησαν τη συναυλία και τον χαιρετισμό που απηύθυνε στην αρχή ο Δήμαρχος του Αϊβαλίου κος Mesut Ergin. Στο πιάνο συνόδευσαν οι αδελφές Ντέρκεν.
Το πρόγραμμα που έπαιξαν οι δύο Τούρκοι δεξιοτέχνες ήταν εξαιρετικά εύστοχο, διαμορφωμένο πάνω στο τρίπτυχο: Ι έργο της φιλοξενούσας χώρας – ΙΙ έργα της δικής τους μουσικής κληρονομιάς – ΙΙΙ έργο της παγκόσμιας μουσικής φιλολογίας. Ειδικότερα ο Αχμέντ Αντνάν Σαϋγκούν είναι ο πιο διακεκριμένος Τούρκος συνθέτης ευρωπαϊκής μουσικής του 20ου αιώνα και ένας πολύ αξιόλογος συνθέτης εν γένει, που το έργο του αξίζει προσοχής. “Χορόν” είναι χορός του Εύξεινου Πόντου που το όνομα και το περιεχόμενο φαίνεται να δηλώνουν ποντιακό συσχετισμό. Λόγω του αέρα στον ανοιχτό χώρο ο ήχος των εγχόρδων χάθηκε λίγο, όχι τόσο που να μην απολάυσουμε τις ερμηνείες, ενώ ξεχώρισε η συμβολή της Κυβέλης Ντέρκεν στο Τρίο του Μπετόβεν.

H ΠτΔ κα Σακελλαροπούλου παρακολούθησε την προτελευταία εναρκτήρια δράση στο Ιερό των Μέσσων. Αριστερά η εκτελεστική διευθύντρια του ΔιΦεΜΜ Λητώ Ντάκου.
Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας κα Αικατερίνη Σακελλαροπούλου παρακολούθησε την προτελευταία εναρκτήρια δράση στο Ιερό των Μέσσων (γράφεται με δύο -σ- ακολουθώντας την αρχαία τοπική γραφή μέccων) στις 11 Αυγούστου και αυτοπροσώπως ξενάγησε ο προϊστάμενος της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δρ. Πάυλος Τριανταφυλλίδης, στον οποίο οφείλουμε και την παραπάνω πληροφορία.
Το Τρίο Στοριόνι από την Ολλανδία ερμήνευσε το τρίο της Κλάρα Βηκ – Σούμαν και το τρίο Dumky του Αντονίν Ντβόρζακ, και ενδιαμέσως τη Ρομάντσα op 28, αρ. 2 του Ρόμπερτ Σούμαν σε μεταγραφή για τρίο με πιάνο του Θέοντορ Κίρχνερ. Το εξολοκλήρου ανδρικό σύνολο έπαιξε το παραμελημένο έργο της επισκιασμένης συνθέτριας με υπέροχα μαλακό παίξιμο και το ανέδειξε ως πραγματικά αξιόλογο έργο που μπορεί να έχει θέση στο ρεπερτόριο, στο πλάι δημοφιλών επιλογών, όπως το επίσης υπέροχα παιγμένο τρίο του Τσέχου ομολόγου της. Το σύνολο αποτελείται από τους Μπαρτ φαν ντε Ρουρ (πιάνο), Μαρκ Φόσσεν (βιολοντσέλο) και Βούτερ Φόσσεν (βιολί), ο οποίος έκανε τις πολύ επικοινωνιακές εισαγωγές (ζήλευε Αντρέ Ριέ!) και παίζει σε βιολί του ιταλού κατασκευαστή Λορέντσο Στοριόνι (Στοριόνι, 1794), από το οποίο και πήρε την ονομασία του το τρίο.
Ένα άλλο ιστορικό όργανο κατασκευής Λορέντσο Βενταπάνε (Νάπολη,1830/1850) έπαιξε την επόμενη ημέρα ο ανερχόμενος Τσέχος βιολοντσελίστας Βιλέμ Βλτσεκ εμπρός από το Ρωμαϊκό Υδραγωγείο έξω από τη Μόρια· πρόκειται για ένα εντυπωσιακό μνημείο και η ίδια η Μόρια ένα από τα πιο όμορφα και γραφικά χωριά του νησιού. Ο εικοσιεξάχρονος μουσικός ήταν πραγματικά η αποκάλυψη του φετινού Φεστιβάλ, καθώς ενθουσίασε με το ταλέντο του ερμηνεύοντας Μπετόβεν, Σούμαν και Μπρίττεν. Οι Παραλλαγές WoO 46 του Λούντβιχ Μπετόβεν ήταν πολύ καλές, αλλά πραγματικά εξαιρετικά τα Τρία Κομμάτια Φαντασίας του Ρόμπερτ Σούμαν, τα οποία εδώ αναδείχθηκαν περισσότερο ως μια τριμερής ενότητα, σε εξαιρετική σύμπραξη-όσμωση με τη Δανάη Ντέρκεν. Στα άλλα δύο έργα τον συνόδευσε ο Μπαρτ φαν ντε Ρουρ.

Οι φετινές Εναρκτήριες Δράσεις υπήρξαν ξεκίνησαν στις 9 Αυγούστου με δύο εξαιρετικούς νέους Έλληνες σολίστ τους βιολονίστες Ιωάννη Νίκολη και Ευαγγελία Κουτσοδήμου (και οι δύο νέοι είναι γεννημένοι το 2002), στις Αποθήκες Σαπλιτζά στο Κάτω Κάστρο της Μυτιλήνης, έναν αρχαιολογικό χώρο που πρόσφατα άνοιξε για το κοινό (9.8).
Όπως φάνηκε επίσης, ο νεαρός μουσικός αρέσκεται να επικοινωνεί με το κοινό· μετά την ολίγον φλύαρη εισαγωγή του για το πόσο τον συγκλονίζει η Σονάτα για βιολοντσέλο του Μπέντζαμιν Μπρίττεν, την ερμήνευσε όντως συγκλονιστικά – αξιοποίησε όλες τις δυνατότητες του οργάνου με τον πιο εκφραστικό τρόπο – και πραγματικά αισθανόσουν ότι η ερμηνεία του κατάφερνε να βρει την ηθική και καλλιτεχνική πρόθεση του συνθέτη ανάμεσα στις νότες και παίζοντας τις να ξαναφέρει αυτή την πρόθεση μπροστά στον ακροατή. Ήταν καταπληκτικός!
Μετά από τριήμερο διάλειμμα για περισυλλογή και την εκπλήρωση των θρησκευτικών καθηκόντων του Δεκαπενταύγουστου, το κυρίως Φεστιβάλ πραγματοποιήθηκε κατά τις καθιερωμένες ημερομηνίες 16 ως 19 Αυγούστου. Οι συναυλίες δόθηκαν όπως και πέρσι σε παλιό γήπεδο καλαθοσφαίρισης στο Συγκρότημα Δελφίνια, υποβλητικά φωτισμένο από τον σκηνοθέτη Δήμο Αβδελιώδη, με μακρινή θέα το Κάστρο του Μολύβου, στο οποίο όλοι ελπίζουμε ότι το Φεστιβάλ σύντομα θα επιστρέψει.

Η Δανάη Μάτσκε σε μια υπέροχα αισθαντική Medidation του Ζιλ Μασνέ με συνοδεία κιθάρας που γοήτευσε τους πάντες και προσέλκυσε μια γεμάτη περιέργεια γάτα.
Στη σύνθεση των καλλιτεχνών είχαμε μια εντυπωσιακή παράταξη από βιολιά και έγχορδα και για πρώτη χρόνια μια τόσο περιορισμένη παρουσία πνευστών. Συμμετείχαν οι Ζίμον Μπόντε, τενόρος, Σεμπάστιαν Μαντς, κλαρινέτο, Πετρίτ Τσέκου, κιθάρα, Άντιε Βάιτχαας, βιολί, Ροζάννε Φιλίππενς, βιολί, Nώε Ινουί, βιολί, Μπυόλ Κανγκ, βιολί, Δανάη Παπαματθαίου-Μάτσκε, βιολί, Καρολίνα Ερρέρα, βιόλα, Tομόκο Ακασάκα, βιόλα, Τιμόθεος Γαβριηλίδης-Πέτριν, βιολοντσέλο, Σένια Ρουμμουκάινεν, βιολοντσέλο, Μάρκο Μπεχτάς, κοντραμπάσο, και Μπαρτ φαν ντερ Ρουρ, μαζί με τις αδελφές Ντέρκεν, πιάνο.
Το φετινό 10 Διεθνές Φεστιβάλ Μουσικής Μολύβου ήταν αφιερωμένο στη μνήμη του Ναυάρχου Δημητρίου (Τάκη) Ανδριτσόπουλου, θείου και πλησιέστερου συγγενή των αδελφών Ντέρκεν και της μητέρας τους εκτελεστικής διευθύντριας του Φεστιβάλ Λητώς Ντάκου, ο οποίος γεννήθηκε στον Μόλυβο το 1927, σταδιοδρόμησε στο Πολεμικό Ναυτικό, όπου διακρίθηκε για την ικανότητα και την ακεραιότητά του, και έφυγε τον Φεβρουάριο (22) πληρέστατος ημερών και τιμών.
Ως το τέλος της ζωής του ήταν υπόδειγμα ήθους, ταπεινότητας και ανιδιοτέλειας. Στη μνήμη του πριν την επίσημη έναρξη ακούσαμε το αγαπημένο του έργο – την Ελεγεία του Γκαμπριέλ Φωρέ για τσέλο και πιάνο. Ήταν μια υπέροχη μουσικά και βαθιά συγκινητική ερμηνεία που έπαιξαν ο Τιμόθεος Πέτριν και η Κυβέλη Ντέρκεν. Στην εκφραστική τους ερμηνεία, δύο διαφορετικές σχολές ουσιώθηκαν στην ατομικότητά των καλλιτεχνών, και φαντάζομαι ότι αυτό το γαλλικό έργο κάπως έτσι θα ακουγόταν αν το έπαιζαν στο πιάνο ο Μπραμς και στο βιολοντσέλο ο Τσαϊκόφσκυ (όχι, δεν έπαιζε τσέλο – φαντασία επιτρέπουσα).
Το κυρίως πρόγραμμα άνοιξε με το τελευταίο έργο του Αγκουστίν Μπάρριος Una limosnita por amor de Dios (Μια μικρή ελεημοσύνη, για την αγάπη του Θεού), που ο Παραγουανός συνθέτης συνέθεσε λίγο πριν τον θάνατό του. Τίτλος που δηλώνει ότι η αποσιωπημένη δεξιοτεχνία του αποσκοπεί να εκφράσει κάτι βαθύτερο και συγκινητικό, το οποίο ο ερμηνευτής εξωτερίκευσε με αβίαστη τεχνική και βιωμένο συναίσθημα.
Δύο μέρες αργότερα, (18) ήταν ο πρωταγωνιστής στο Κουαρτέτο για κιθάρα και έγχορδα του Boris Papandopulo (Μπόρις Παπαντόπουλο). Η εθνομουσική διάσταση του ελληνοκροάτη συνθέτη που εμπνεόταν από τη μουσική της βαλκανικής βρήκε σίγουρα θερμή ανταπόκριση από τον Κοσοβάρο κιθαρίστα, που ήδη από την ραψωδική εισαγωγή της Μπαλάντας εισήγαγε μία ερμηνεία εξαιρετική. Για πρώτη φορά αισθάνθηκα ότι έχουμε να κάνουμε με ένα κομψοτέχνημα – ίσως και αριστούργημα, καθώς η ερμηνεία ξεπέρασε τις (ελάχιστες έτσι κι αλλιώς) διαθέσιμες ηχογραφήσεις, και ελπίζω ότι ο Τσέκου θα βρει την οδό του studio για το συγκεκριμένο έργο.
Την ίδια βραδιά (18) ακολούθησε αμέσως άλλη μία ερμηνεία που με ξάφνιασε ως ευχάριστη επαναγνωριμία με ένα γνωστό έργο, το Κοντσέρτο για βιολί, πιάνο και κουαρτέτο εγχόρδων σε ρε μείζονα του Ερνέστ Σωσσόν με σολίστ την Άντγιε Βάιτχαας. Η μάλλον γερμανική και εν γένει νευρώδης προσέγγισή της προσέδωσαν μία καθαρότητα στο έργο που ήταν μάλλον επωφελής για την πρόσληψή του, καθώς εδώ ακούστηκε με μια σπάνια διαύγεια που το απάλλασσε από τη συχνά λανθασμένη εικόνα που συνοδεύει γαλλικά έργα της εποχής ως ελαφρώς βαρυφορτωμένα και φλύαρα.
Η ωραία εκείνη βραδιά είχε ανοίξει με την Αδελαϊδα και δύο συντομότερα τραγούδια του Μπετόβεν. Ο τενόρος Σίμον Μπόντε προβάλλεται ως ένας από τους πιο ενδιαφέροντες ερμηνευτές της εποχής μας, και ενδιαφέρων πράγματι ήταν! Η ιδιαίτερη ερμηνευτική του φαίνεται να εμπνέεται από την κειμενοκεντρική προσέγγιση ενός Φίσερ-Ντίσκαου και χαρακτηρίζεται από απόλυτη άρθρωση, με τοποθέτηση φωνής κοντά στην ομιλία. Εξαιρετικά θεατρικός, όποτε υπήρξε δίλημμα μεταξύ ορθοφωνίας και ορθοτονίας, η δεύτερη θυσιάστηκε υπέρ της πρώτης.
Η προσέγγιση είχε μεγάλο ερμηνευτικό ενδιαφέρον, ιδίως την πρώτη βραδιά (16) στον κύκλο τραγουδιών On Wenlock Edge του Ρέιφ Βων Ουίλλιαμς σε ποίηση Άλφρεντ Χάουζμαν, στον οποίο ο Μπόντε προσέδωσε μία δραματικότητα που βοήθησε να αποσυσχετιστεί ερμηνευτικά το έργο από τα γαλλικά ιμπρεσιονιστικά πρότυπα και να υπηρετηθεί το νόημα του κειμένου.
Στα τραγούδια του Σούμπερτ Die Bürgschaft (H εγγύηση), D. 246 (19) και του Μπετόβεν Adelaide, έργο 46 (18) ανέδειξε την αφηγηματικότητα (πρόκειται άλλωστε το πρώτο για μπαλάντα – η ιστορία του Δάμωνα και του Φιντία – το δεύτερο για καντάτα με σαφή εικονοποιία (word painting). Στα μικρότερα τραγούδια (18) αυτό σήμανε κάποια απώλεια στην αμιγώς μελωδική διάσταση, καθώς η προσέγγιση αυτή θα ήταν μάλλον ιδανική για σύγχρονο μουσικό θέατρο. Τον τραγουδιστή συνόδευσε κυρίως η Κυβέλη Ντέρκεν η οποία έχει ομολογουμένως μία μοναδική ικανότητα για πραγματική όσμωση με τον τραγουδιστή και νομίζω ότι είναι ένας τομέας που δεν πρέπει να παραμελήσει.
Η δεύτερη βραδιά (17) ήταν εν πολλοίς αφιερωμένη στον κλαρινετίστα Σεμπάστιαν Μαντς. Άνοιξε τη βραδιά με το Κουιντέτο με κλαρινέτο του Μπραμς και την έκλεισε με τις δικές του δεξιοτεχνικές παραφράσεις πάνω σε δημοφιλή τραγούδια και τις παραλλαγές του Ροσσίνι, με τον κιθαρίστα Πετρίτ Τσέκου και το μπάσο του Μάρκο Μπεχτάς. Σύνολο που παραπέμπει μάλλον σε τρίο κλέτζμερ, θα έλεγα ότι προσέγγισε με αυτή κυρίως την οπτική τα After You’ve Gone (Μπέννυ Γκούντμαν), Petite Fleur (Σίντνεϋ Μπέσετ), Nightclub 1960 (Άστορ Πιατσόλλα). Οι ελάχιστες παρεμβάσεις που έκανε στο ίδιο πνεύμα στην Eισαγωγή, θέμα και παραλλαγές του Τζοακίνο Ροσσίνι ήταν σκανδαλιστικές «ένοχες απολαύσεις» για υπεύθυνους ακροατές.
Ανάμεσα στα δύο κλαρινετιστικά ψωμάκια του «μαντσιανού σάντουιτς» δόθηκε η παγκόσμια πρώτη του έργου Περί έρωτος και φιλίας του Λουκά Θάνου, η φετινή ανάθεση νέου έργου σε Έλληνα συνθέτη από το Φεστιβάλ. Συνθέτης με πολλή εμπειρία σε θέατρο και κινηματογράφο, στο έργο αξιοποίησε το πλήθος των διαθέσιμων εγχόρδων (και πιάνο), είχε αρκετή ρυθμική αμφιθυμία εναλλάσσοντας μηχανιστική κίνηση με πιο λυρικά μέρη, και πιστεύω ότι το αργό ελεγειακό μέρος για τσέλο θα μπορούσε να αυτονομηθεί. Συνολικά είχα την αίσθηση ότι το έργο θα αποκτούσε πλήρη υπόσταση ως μέρος μας ταινίας μικρού μήκους, γιατί όχι και animation.
Το συναυλιακό πρόγραμμα συμπληρώθηκε με πολύ καλές ερμηνείες στο Koυαρτέτο με πιάνο αρ. 1 σε σολ ελάσσονα έργο 25 του Μπραμς που έκλεισε την πρώτη βραδιά (16) και το Κουιντέτο εγχόρδων αρ. 1 σε λα μείζονα, έργο 18 του Μέντελσον (19) που άνοιξε την τελευταία. Το Οκτέτο του Μαξ Μπρουχ ήταν η σπάνια αναβίωση της χρονιάς, που έκλεισε την τελευταία συναυλία (19). Γραμμένο μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο από έναν υπέργηρο συνθἐτη που είχε γεννηθεί το ίδιο περίπου έτος με τον Μπραμς, έμοιαζε να αποτίει φόρο τιμής στον Μέντελσον και στην πιο καλή γερμανική παράδοση του 19ου αιώνα, και σε αυτό το πνεύμα παίχτηκε από τους μουσικούς.
Αν μπορώ να πω ότι έλειψε κάτι από το φετινό Φεστιβάλ είναι έργα της κλασικής περιόδου: στο παρελθόν μάς έχουν χαρίσει υπέροχο Μότσαρτ και Μπετόβεν και συχνά σε αυτούς τους συνθέτες είχαμε τη χαρά να απολαύσουμε την κομψή ακρίβεια της Δανάης Ντέρκεν και τα υπέροχα προβεβλημένα της πιανίσσιμι. Επίσης τα Musical Moments φέτος ήταν κάπως πιο σύντομα από ό,τι συνήθως και τα καλύτερα νομίζω δόθηκαν από τους δύο Ολλανδούς αδελφούς του Τρίο Στοριόνι (ντούο του Γκλιέρ για βιολί και τσέλο – ένα μικρό σουξέ του Φεστιβάλ που πέρσι έπαιξαν οι αδελφοί Σαμαρά) – και την Δανάη Μάτσκε, σε μια υπέροχα αισθαντική Medidation του Ζιλ Μασνέ με συνοδεία κιθάρας που γοήτευσε τους πάντες και προσέλκυσε μια γεμάτη περιέργεια γάτα.

Την παιδική (18.8) συναυλία παρακολούθησαν και ασυνόδευτα προσφυγόπουλα. Τραγουδἀ ο Σίμον Μπόντε.
Ιδιαίτερα συγκινητική ήταν η παιδική συναυλία, το απόγευμα της 18ης Αυγούστου, την οποία δεν παρακολούθησα, αλλά καταγράφηκε στη συλλογική μνήμη επειδή την παρακολούθησαν και πολλά ασυνόδευτα προσφυγόπουλα που έχουν μείνει στο νησί. Η ανταπόκρισή τους στο μουσικό άκουσμα ήταν άμεση και συγκινητική.
Το Φεστιβάλ της Φιλίας
Όπως κάθε χρόνο, το Φεστιβάλ έχει ένα θέμα εμπνευσμένο από την Ελληνική παράδοση, και φέτος ήταν η Φιλία, ως αρετή που εξήρε ο Αριστοτέλης. Όπως είναι όμως γνωστόν, εμείς στην ορθόδοξη ανατολή ακολουθήσαμε περισσότερο τον (νεο)πλατωνισμό, οπότε δεν ξέρουμε πολύ από (αριστοτελική) φιλία. Προβλέφθηκε όμως ημερίδα με θέμα “Μπορεί το αριστοτελικό ιδεώδες περί της φιλίας να υπάρξει πέραν του υποκειμένου;” για να μάθουμε κάτι σχετικά.

Από την ημερίδα στην Πέτρα (17.8).
Είναι η δεύτερη φορά που στο Φεστιβάλ εντάσσονται διαλέξεις. Την προηγούμενη είχαν δοθεί στο Συνεδριακό Κέντρο, το Παλιό Τζαμί, του Μολύβου, που τώρα ήταν κλειστό. Όπως λέει όμως η παροιμία, όταν ένα συνεδριακό κέντρο κλείνει, ένα άλλο παραμένει ανοιχτό, και αυτό βρέθηκε στη γειτονική Πέτρα. Εκεί πραγματοποιήθηκε στις 17 το μεσημέρι η ημερίδα.
Οι διακεκριμένοι ομιλητές δεν πλησίασαν το θέμα από αμιγώς φιλοσοφικής άποψης, αλλά ήταν όλοι κορυφαίοι ειδικοί στον τομέα τους, και είχαν να μας πουν άκρως ενδιαφέροντα πράγματα. Μίλησαν ο Σταμάτιος M. Κριμιζής, της Ακαδημίας Αθηνών, για την ενδεχόμενη διαπλανητική φιλία μεταξύ νοημόνων όντων, η Παρασκευή Κεφαλά για τη φιλία (και την έχθρα) στο διακρατικό πεδίο, και ο Anthony Bossis για το φίλιωμα με τον εαυτό μας και τον θάνατο μέσα από την ιατρική χρήση ψυχεδελικών (δηλαδή ψυχοδηλωτικών) ουσιών. Στην καθαυτό αριστοτελική σκέψη μάς εισήγαγε πολύ εύστοχα και κατατοπιστικά η συντονίστρια της βραδιάς, καθηγήτρια φιλοσοφίας Χλόη Μπάλλα.
Και του χρόνου…
Στις πρώτες χρονιές στο τέλος κάθε φεστιβάλ οι αδελφές Ντέρκεν ανακοίνωναν το θέμα του επόμενου χρόνου. Μετά τα πράγματα προσαρμόστηκαν στα ελληνικά δεδομένα της αβεβαιότητας και αυτή η φιλόδοξη πρακτική σταμάτησε. Για το 2025 εύχομαι το θέμα να είναι η επιστροφή.
Διαβάστε ακόμα: 40 χρόνια Accademia Bizantina: Το ψηφιδωτό μιας μουσικής επιτυχίας.




