Ο Μοντάν είναι μια ιερή μορφή για τους Γάλλους.

Ήδη ένας ολόκληρος αιώνας πέρασε από τότε που γεννήθηκε ο Yves Montand, 13 Οκτωβρίου 1921. Είχε τη βεργολύγερη χάρη του μαρσεγιέζου τραγουδιάρη. Τα κορίτσια γουργούριζαν στη θέα αυτού του νεαρού προλετάριου πρίγκιπα με το διασκεδασμένο, κοροϊδευτικό χαμόγελο.

Είναι ιερός για τους Γάλλους ο Μοντάν. Παρά τις σκοτεινές πλευρές του, τους παιδικούς θυμούς του, τις βασανιστικές αμφιβολίες του, τις κρίσεις αγωνίας του, τις αναστολές του λαϊκού παιδιού. Όμως ξεχνάς τα πάντα ακούγοντάς να τραγουδάει, βλέποντάς τον να χορεύει την άνοιξη.

Θα βρεθεί στη Μασσαλία στα 11 του. Είναι ένας εμιγκρές της φτωχικής συνοικίας Cabucelle που ονειρεύεται την Αμερική, κοιτώντας τα φορτηγά πλοία στο λιμάνι…

Ακόμα και τώρα που «η νοσταλγία δεν είναι πια αυτό που ήταν», για να δανειστώ τον τίτλο των Απομνημονευμάτων της παντοτινής αγαπημένης του Σιμόν Σινιορέ. Γιατί, αν η νοσταλγία μεταμορφώνεται, εκσυγχρονίζεται, αδυνατίζει, τι απομένει απ’ τη συγκίνηση; Η συγκινητική ανάμνηση του παλιού καλού καιρού όπου ήμασταν νοσταλγικοί.

Nέος, αλλά και στα χρόνια ωριμότητά του, ο Μοντάν υπήρξε ένας γόης.

Η οικογένεια κατάγεται από ένα χωριό της Τοσκάνης. Ο Ivo Livi, alias Yves Montand, θα είχε μεγαλώσει εκεί, στα σφύζοντα από ζωή σοκάκια του, κάτω απ’ τις αμυγδαλιές, αν οι μελανοχιτώνες του Μουσολίνι δεν είχαν αναγκάσει τους αντιφασίστες γονείς του να πάρουν το δρόμο της εξορίας. Θα βρεθεί στη Μασσαλία στα 11 του. Μια Μασσαλία προϊστορική, υπέροχη, να θυμίζει Καλκούτα. Είναι ένας εμιγκρές της φτωχικής συνοικίας Cabucelle που ονειρεύεται την Αμερική, κοιτώντας τα φορτηγά πλοία στο λιμάνι, χτενίζοντας κορίτσια, ανακαλύπτοντας τον Φρεντ Αστέρ. Στα 18 του, τρεμάμενος, δοκιμάζεται στο Alcazar της πόλης, για να βρεθεί 40 χρόνια μετά να επευφημείται από ένα μαγεμένο κοινό στο Metropolitan της Νέας Υόρκης.

O μεγάλος έρωτας με την Εντίθ Πιάφ.

Θα ζήσει το πρώτο του μεγάλο πάθος με την Εντίθ Πιάφ. Εκείνη τον ανακαλύπτει και τον παίρνει υπό την προστασία της. Η φωτογραφία όπου τραγουδάνε τον έρωτά τους μέσα σ’ ένα τεράστιο αυτοκίνητο είναι γνωστή. Εκείνη ξεχειλίζει από τρυφερότητα, εκείνος ευθυτενής, ειρωνικός και γλυκός, τόσο όμορφος που θα κόλαζε και λόχο Αμαζόνων.

Τι πραγματικά ειπώθηκε κατά τη διάρκεια του περίφημου δείπνου του με τον Χρουτσόφ, το οποίο δεν κατέγραψε καμία κάμερα;

Το 1956 τραγουδάει στη Μόσχα. Ο σοβιετικός στρατός μόλις έχει καταπνίξει την ουγγρική «άνοιξη». Στη Βουδαπέστη, οι δρόμοι είναι στρωμένοι με πτώματα. Πριν από το ταξίδι, ο Μοντάν έχει δικαιολογήσει την πολιτική του Κρεμλίνου. Η περιοδεία του γνωρίζει θρίαμβο. Όμως, ο Υβ και η Σιμόν Σινιορέ νιώθουν άβολα. Η αίθουσα στην πρωτεύουσα είναι γεμάτη από έναν κόσμο κομψό, με παρφουμαρισμένες κυρίες και tweed σακάκια. Ύστερα εμφανίζεται σ’ ένα εργοστάσιο αυτοκινήτων. Τα πρόσωπα των εργατών τραχιά, θαμπωμένα. Η ταξική διαφορά βγάζει μάτι μεταξύ των σενιαρισμένων Μοσχοβιτών του κατεστημένου  και των εξαντλημένων μουζίκων της εργατιάς.

Τι πραγματικά ειπώθηκε κατά τη διάρκεια του περίφημου δείπνου που τους παρέθεσε ο Χρουτσόφ, το οποίο δεν κατέγραψε καμία κάμερα; Οι δυο τους αφηγήθηκαν πολλές φορές το επεισόδιο. Η μόνη εκδοχή που λείπει είναι αυτή του Γενικού Γραμματέα…

Για πολλούς ήταν πάνω από όλα ο εραστής της Μέριλιν (Φωτογραφία: Wikipedia).

Για πολλούς, ο Υβ είναι κατ’ αρχάς ο εραστής της Μέριλιν. Εκείνος που είχε την ίδια ερωμένη με τον πρόεδρο Κένεντι. Αλλά ο Μοντάν είναι επίσης εκείνος που τόλμησε να υπερασπιστεί στις ΗΠΑ τις κομουνιστικές ιδέες, ο πολέμιος της αποικιοκρατίας, ο σύμμαχος του Αλιέντε. Εν ολίγοις, αυτός που υποστήριξε ένα ιδανικό ριζικά αντίθετο από κείνο του μέσου Αμερικάνου. Κι αυτό, στις χειρότερες στιγμές του μακαρθισμού. Λογική συνέπεια, να θεωρηθεί από τις Αρχές «εχθρός». Για χρόνια, το όνομά του φιγουράριζε στη «μαύρη λίστα» του FBI.

Το 1959, μετά από κάποια ρεσιτάλ, τούτος ο Βοναπάρτης κατακτά την καρδιά των yankees προτού κάνει να χτυπήσει εκείνη της Μέριλιν.

Ωστόσο, κατάφερε να ζήσει το αμερικανικό όνειρο. Το 1959, μετά από κάποια ρεσιτάλ, τούτος ο Βοναπάρτης κατακτά την καρδιά των yankees προτού κάνει να χτυπήσει εκείνη της Μέριλιν. Ο frenchie θριαμβεύει στη σκηνή όπως μόνον ο Μορίς Σεβαλιέ είχε πετύχει. Με τη Μονρόε ξεκινά τα γυρίσματα του Let’s Make Love σε σκηνοθεσία Τζορτζ Κιούκορ, χωρίς καν να έχει μάθει ακόμα αγγλικά. Ο μικρός προλετάριος από τη Μασσαλία στο ρόλο ενός εκατομμυριούχου που ερωτεύεται ένα πλάσμα ονειρικό, την απόλυτη σταρ.

Το ζεύγος Μοντάν-Σινιορέ μένει στο μπανγκαλόου 21 του Beverly Hills Hotel στο Χόλιγουντ. Απέναντι, στο 20, στεγάζεται το ζεύγος Άρθουρ Μίλερ-Μέριλιν Μονρόε. Όταν ο Υβ της εξομολογηθεί το φόβο του πριν από κάθε λήψη, η Μέριλιν θα του ανοίξει την καρδιά της. Αλλά αυτό που στην πραγματικότητα θα τους φέρει κοντά είναι -όπως ο ίδιος ο Μοντάν έχει ομολογήσει- η κοινή τους λαϊκή καταγωγή. Η απαστράπτουσα ομορφιά της, η τρωτότητα της σταρ, η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι της, η θλίψη που τη διακατέχει θα κάνουν τα υπόλοιπα.

Τον βλέπεις να γίνεται τυραννικός, χολερικός, να βασανίζει τον αγαπημένο του πιανίστα Bob Castella την ώρα μιας πρόβας.

«Δεν ήταν πιο βαμπ από μια πωλήτρια πολυκαταστήματος», θα πει ο ίδιος αργότερα. Αυτό που παίχτηκε μεταξύ τους θυμίζει τελικά δράμα του Ρακίνα, εξάλλου δεν κράτησε παρά τρεις μήνες, μεταξύ μέθης και πανικού. Όταν το μαθαίνει η Σιμόν, τα δάκρυα κυλάνε στα μάτια της. Θα πει, όλο αξιοπρέπεια, το αλησμόνητο: «Ξέρετε πολλούς άντρες που θα έμεναν απαθείς στην αγκαλιά της Μέριλιν;»

Bρίσκεται πάνω στη σκηνή του Etoile, του l’Olympia ή αλλού να τραγουδάει το υπέροχο A bicyclette (Φωτογραφία: fineartamerica.com).

Ήταν δύσκολος άνθρωπος ο Μοντάν. Σε ντοκουμέντα της εποχής, ακούς την τόσο αναγνωρίσιμη και οικεία φωνή του, με το accent του Νότου, άλλοτε βελούδινη κι άλλοτε να βρυχάται. Τον βλέπεις να γίνεται τυραννικός, χολερικός, να βασανίζει τον αγαπημένο του πιανίστα Bob Castella την ώρα μιας πρόβας. Κι ύστερα, βρίσκεται πάνω στη σκηνή του Etoile, του l’Olympia ή όπου αλλού να τραγουδάει το υπέροχο A bicyclette. Πόση χάρη διέθετε αυτό το αγόρι με το μεγάλο στόμα, το ακαταμάχητο χαμόγελο, τα κλεισίματα ματιού, τα ανοικονόμητα χέρια του! Πόση ευθυμία στις κινήσεις, η ακρίβεια της θέσης του καπέλου, του μπαστουνιού, η επιδεξιότητα στις κλακέτες!

Η πολιτική του στράτευση, η μέθη της προβολής, τα χρόνια που θεωρούσε τον εαυτό του εθνικό ήρωα και έδινε μαθήματα, όλα αυτά ξεχνιούνται όταν ακούς τη φωνή του. Ο Μοντάν ανήκει στη σφαίρα του μύθου, δηλαδή της τέχνης. Σε γοητεύει ο σαλτιμπάγκος, όχι το εθνικό μνημείο. Ο αληθινός Μοντάν είναι αυτός που κάνει πρόβες οκτώ ώρες τη μέρα, που εξαντλεί τους μουσικούς και τους τεχνικούς του, που επαναλαμβάνει χίλιες φορές το ίδιο χορευτικό βήμα που κατάφερε να κλέψει απ’ τους Αμερικάνους. Πήγαινες στα ρεσιτάλ του, άκουγες τους δίσκους του κι έβγαινες με την ελπίδα να χορέψεις τη ζωή σου.

O Μοντάν και η Σινιορέ είναι κομμάτι της γαλλικής κουλτούρας, γιατί από τη στιγμή που συναντήθηκαν στην ηλιόλουστη terrasse του Colombe d’Or, ενσάρκωσαν μαζί ή χώρια έναν ορισμένο γαλλικό τρόπο να συνδέεις την πολιτική με το τραγούδι, την ελπίδα με τη δημιουργία, τη στράτευση με τη γιορτή, το θέατρο με το σινεμά και την Αριστερά με το μιούζικ-χολ. Κουβάλαγαν δίχως να το ξέρουν και πέρα από γενιές την κοινή μνήμη και τα κοινά όνειρα.

Χρειάστηκε η εισβολή στην Πράγα το 1968 για να έρθουν τα πράγματα στα ίσα τους. «Υπήρξαμε μαλάκες. Κι ακόμα χειρότερα, επικίνδυνοι», θα πει ο Υβ.

Παρά τα λάθη τους, που ήταν εκείνα μιας ολόκληρης γενιάς διανοουμένων με τον Σαρτρ επικεφαλής, αυτοί οι συνοδοιπόροι επέλεξαν να μείνουν κριτικοί στο περιθώριο. «Είμαστε αρραβωνιασμένοι, αλλά δεν παντρευόμαστε», έλεγε η Σινιορέ για το ΚΚ. Χρειάστηκε η εισβολή στην Πράγα το 1968 για να έρθουν τα πράγματα στα ίσα τους. «Υπήρξαμε μαλάκες. Κι ακόμα χειρότερα, επικίνδυνοι», θα πει ο Υβ.

Στο La guerre est finie του Αλέν Ρενέ (Φωτογραφία: amazon.com).

Είχε προηγηθεί το La guerre est finie του Αλέν Ρενέ δυο χρόνια πριν. Κατά τον Μοντάν, η σπουδαιότερη ταινία του. Που σημαδεύεται από τη γνωριμία του με τον Χόρχε Σεμπρούν. Και για τους δυο τους αντικατόπτριζε επακριβώς αυτήν τη δυσάρεστη κατάσταση της ιδεολογικής αμφισβήτησης που προέκυψε μετά την αποκάλυψη του γκούλαγκ.

Ο Υβ Μοντάν έγινε Γρηγόρης Λαμπράκης στο Ζ του Γαβρά το 1969, ταινία σύμβολο του «πολιτικού κινηματογράφου».

Ο Υβ και η Σιμόν στράφηκαν στη στήριξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (Βαλέσα εναντίον Γιαρουζέλσκι, χιλιανός λαός εναντίον Πινοσέτ). Ούτε αριστερά ούτε δεξιά, αλλά ουμανισμός. Tout feu, tout flamme, υπήρξαν οι συνεχιστές της ψευδαίσθησης του φίλου τους Gérard Philipe: εκείνης του να θέλεις να υπηρετήσεις ταυτόχρονα την τέχνη σου και την εποχή σου.

Στο Ζ του Κώστα Γαβρά ως Γρηγόρης Λαμπράκης.

Έτσι ο Υβ Μοντάν έγινε Γρηγόρης Λαμπράκης στο Ζ του Γαβρά το 1969, ταινία σύμβολο του «πολιτικού κινηματογράφου». Αν όμως κάποιος έπρεπε να κρατήσει μια εικόνα, μια και μόνη, από τις 50 ταινίες και βάλε που γύρισε και διαπραγματεύονται τη στράτευση, σίγουρα είναι εκείνη από την Ομολογία και πάλι του Γαβρά ένα χρόνο μετά, ένα μανιφέστο ενάντια σε κάθε είδους δογματισμό: η φωτογραφία ενός άνδρα με την αγχόνη στο λαιμό και γυαλιά οξυγονοκολλητή στα μάτια.

Έχουν μείνει ιστορικοί οι ομηρικοί καβγάδες του με την Σιμόν Σινιορέ. Δυο θεριά το ένα απέναντι στο άλλο.

Υβ και Σιμόν. Το καταπληκτικό μ’ αυτούς του δύο ήταν -πράγμα πολύ σπάνιο για ανθρώπους του θεάματος- ότι υπήρχε σύμπτωση μεταξύ του προσώπου και της εικόνας τους. Δεν ήταν απάτη. Δεν έκρυβαν ούτε το θυμό τους ούτε τα πάθη τους ούτε τα λάθη τους. Ο αμοιβαίος θαυμασμός τους ήταν ανυπόκριτος: Για κείνη, ό,τι κι αν έκανε, ο Μοντάν ήταν το κέντρο του κόσμου της. Εκείνος ήταν σκλαβωμένος από την αστραφτερή ευφυΐα της. Ήταν η φλόγα του και η συνείδησή του.

Στην Ομολογία του Κώστα Γαβρά (Φωτογραφία: mubi.com).

Τον συμβούλευε, τον οδηγούσε μέσα απ’ τους δαιδάλους των ανθρωπίνων σχέσεων και των πολιτικών επιλογών. Σκοτωνόντουσαν συχνά επίσης. Έχουν μείνει ιστορικοί οι ομηρικοί καβγάδες τους, δυο θεριά το ένα απέναντι στο άλλο. Ήταν αφόρητοι αλλά ειλικρινείς, βίαιοι αλλά τρυφεροί, υπολογιστές αλλά αφελείς, παθιασμένοι και συναρπαστικοί. Όμως, πάνω απ’ όλα, τους ένωνε το γέλιο και τα feuilles mortes.

O Μοντάν έφυγε στις 9 Νοεμβρίου του 1991. Στα 70 του, αμέσως μετά τους τίτλους τέλους της ταινίας του Μπενέξ IP5: L’île aux pachydermes, έναν σκηνοθέτη άλλης γενιάς. Στους αρτίστες, δεν υπάρχει τίποτα πιο εύθραυστο από την καρδιά. Έπεσε στο καθήκον. Ωστόσο, οι φήμες λένε ότι εξακολουθεί να εξαπολύει τους μύδρους του από τα ουράνια Champs-Élysées υπό τον ήχο των Grands Boulevards.

 

Διαβάστε ακόμα: Ζαν Κοκτώ, το τρομερό παιδί.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top