Αριστερά: O μέγας συγγραφέας του 20ου αιώνα, ο Τζέιμς Τζόυς (illustration: New Yorker). Δεξιά: H πρώτη έκδοση του Οδυσσέα με το γαλάζιο χρώμα στο εξώφυλλο (Φωτογραφία: raptisrarebooks.com).

Πιθανότατα ο πιο «εμπύρετος» συγγραφέας που πάτησε ποτέ το χνάρι του σε σελίδες βιβλίου. Για τον Τζέιμς Τζόυς η περιπέτεια της γραφής είναι μια βαβυλωνική γιορτή από λέξεις επινοημένες ή πραγματικές, πεποιημένες ή αλήτικες.  Άλλωστε, κι ο ίδιος ήταν ένας «φυγάς θεόθεν και αλήτης».

Καθήμενος στο θρονί του μοντερνισμού, ο άγιος-διάβολος του Δουβλίνου θα γράψει τον πυρίκαυστο Οδυσσέα, αλλά και το μυθιστόρημα-μηχανή των λέξεων και των νοημάτων, την Αγρύπνια των Φίννεγκαν. Τούτα τα δύο ανυπέρβλητα έργα (μύθος και φετίχ για τους απανταχού βιβλιοφάγους), μαζί με τα επίσης γνωστά έργα του Οι Δουβλινέζοι και Πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεαρά ηλικία, συγκροτούν τον τζοϋσικό κόσμο.

Ο Τζόυς έτρεφε θαυμασμό για όλους τους σύγχρονους Οδυσσείς: τους κατοίκους της Μεσογείου (Έλληνες, Σλάβους, Εβραίους, Αρβανίτες).

Έναν κόσμο που η ηθική αγκαλιάζει την πορνογραφία και η Αρχαία Ελλάδα τον Καθολικισμό. Για τον Τζόυς ισχύει αυτό που έγραψε δεκαετίες μετά ο Ουίλιαμ Μπάροουζ: «Τίποτα δεν είναι αλήθεια και όλα επιτρέπονται». Ο δικός του λεκτικός ιός (για να παραμείνουμε κάπως στο πνεύμα του Μπάροουζ) εξαπλώνεται σαν μυθικό μειδίαμα, σαν χρυσόσκονη και στάχτη μαζί, σαν λάβα ηφαιστείου που δροσίζει και καίει ταυτόχρονα.

Αυτό που ενδεχόμενα είναι λιγότερο γνωστό για τον Τζόυς που γεννήθηκε σαν σήμερα (2 Φεβρουαρίου 1882), είναι η ιδιαίτερη σχέση που είχε με την Ελλάδα, την ιστορία και τη γλώσσα της. Άλλωστε, και μόνο το γεγονός ότι το εμβληματικό του έργο, ο Οδυσσέας, είναι μια ευθεία παραπομπή στον ομηρικό ήρωα, τούτο δηλώνει τη βαθιά και ειλικρινή σχέση του με τον ελληνικό πολιτισμό.

Ο Τζόυς θεωρούσε ότι τα ελληνικά ήταν η γλώσσα του πνεύματος και μάλιστα είχε βάλει σκοπό να «εξελληνίσει» την Ιρλανδία. Έτρεφε θαυμασμό για όλους τους σύγχρονους Οδυσσείς: τους κατοίκους της Μεσογείου (Έλληνες, Σλάβους, Εβραίους, Αρβανίτες) που δεν περιχαρακώνονταν σε έναν τόπο, αλλά αναζητούσαν την τύχη τους αλλού. Πολλούς από αυτούς συναντούσε στην Τεργέστη, όταν κι εκείνος έζησε εκεί επί 15 συναπτά έτη. Αργότερα, τέτοιες συναντήσεις είχε τόσο στη Ζυρίχη όσο και στο Παρίσι. «Οι Έλληνες μου φέρνουν τύχη», έλεγε συχνά.

Ο Τζόυς θεωρούσε ότι τα ελληνικά ήταν η γλώσσα του πνεύματος και μάλιστα είχε βάλει σκοπό να «εξελληνίσει» την Ιρλανδία (Φωτογραφία: bbc.co.uk).

Διόλου παράξενο που στην Τεργέστη συνδέθηκε φιλικά με τον Κερκυραίο Νικόλα Σάντα, έναν πωλητή πορτοκαλιών στη λαϊκή της πιάτσας Πόντε Ρόσσο, «τον ελληνότατο των Ελλήνων» όπως τον προσφωνούσε, και τη γυναίκα του, την κυρία Γκίζελα Νόρμπεντο, μια αφράτη και πολυλογού μπακάλισσα.

Τον Σάντα τον γνώρισε το 1907 και η αιτία ήταν κάποια (πολλά δανεικά) που του έδινε ο οπωροπώλης στον αδέκαρο Τζόυς. Λέγεται πως πάνω στο γλεντοκόπι τους, στην ταβέρνα του πεθερού τού Σάντα, ο Έλληνας άρχιζε να απαγγέλλει και να τραγουδάει ολόκληρες ραψωδίες από την Οδύσσεια. Να μια πρώτη σπίθα που θα ανάψει στο μυαλό του Τζόυς για να συνθέσει τη δική του σύγχρονη Οδύσσεια.

Στην Τεργέστη συνδέθηκε φιλικά με τον Κερκυραίο Νικόλα Σάντα, έναν πωλητή πορτοκαλιών στη λαϊκή αγορά, «τον ελληνότατο των Ελλήνων» όπως τον προσφωνούσε.

Η σύντροφος του Τζόυς, Νόρα, θεωρούσε ότι η Μόλλυ του Οδυσσέα ήταν το εκμαγείο της Γκιζέλας. «Ήταν, σας το ξαναλέω μια χοντρή ελληνίδα φρουτομπακάλισσα, ήταν η γυναίκα του Σάντας, ο Τζιμ (Τζόυς) περνούσε συχνά απ’ το μαγαζί της, του μιλούσε για συνταγές, πώς κατασκεύαζε τις κρέμες του προσώπου της. Ήτανε μια πολύ χυδαία γυναίκα. Σκεφτείτε ότι έλεγε πως το καλύτερο καλλυντικό για το πρόσωπο ήταν το κάτουρο. Ε, λοιπόν αυτή η χοντρή ελληνίδα, έγινε η ηρωίδα του μυθιστορήματος του Τζιμ! Μπορείτε να το φανταστείτε;», έλεγε η Νόρα.

Κερκυραίος ήταν και ο δεύτερος Έλληνας με τον οποίο συνδέθηκε φιλικά ο Δουβλινέζος. Πρόκειται για τον κόντε Σορντίνα, τον οποίο ο Τζόυς μνημονεύσει σε μια επιστολή του προς την δεσποινίδα Γουήβερ: «Ο φίλος μου κόντε Σορντίνα είναι μέγας ξιφομάχος, το πρώτο σπαθί στην Τεργέστη, αλλά και διδάκτωρ νομικής… Ο Σορντίνα με βοήθησε πολύ και τον θεωρώ αγαπητό φίλο μου».

Η αλήθεια είναι ότι ο Σορντίνα ήταν η αιτία που ο Τζόυς κατάφερε να διδάξει στη σχολή του Μπέρλιτς, ενώ παράλληλα τον τροφοδοτούσε με μαθητές και μαθήτριες  («ζωηρές κυρίες» όπως η βαρόνη Νόρα Ράλλη-Καβαλάρ) από την υψηλή κοινωνία της πόλης, ενώ παράλληλα του άνοιγε τις πόρτες προς τους οικονομικά εύρωστους της Τεργέστης (Ράλλης, Σκαραμαγκάς, Εκόνομο και κάμποσους άλλους).

O Tζέις Τζόυς σε οικογενειακές στιγμές (Φωτογραφία: nyt.com).

Ο κόντε Σορντίνα για τον Τζόυς είναι «ένας βασιλιάς Αλκίνοος του νησιού των Φαιάκων, που δέχεται και προστατεύει τον ναυαγισμένο στους δρόμους της Τεργέστης Οδυσσέα-Τζόυς». Πώς θα μπορούσε, λοιπόν, να λείπει από το μέγιστο δημιούργημά του; Ο Σορντίνα παρουσιάζεται στο επεισόδιο της Κίρκης ως Μέγας Ναπολέων που με το τρικαντώ του συνοδεύει μία κυρία ντυμένη στα χρώματα της ελληνικής σημαίας.

Στη Ζυρίχη, δύο ακόμα Έλληνες, ο Παύλος Φωκάς από την Κεφαλονιά και ο Παύλο Ρουτζιέρο απ’ τη Θεσσαλονίκη, θα γίνουν φίλοι του Τζόυς. Ο πρώτος, ως γνώστης των ελληνικών, συζητούσε με τον συγγραφέα τα προβλήματα της γραφής. Εκείνη την περίοδο ο ιρλανδός συγγραφέας είχε ήδη ξεκινήσει να γράφει τον μνημειώδη Οδυσσέα του.

Ο Τζόυς απαίτησε το εξώφυλλο του Οδυσσέα να έχει γαλάζιο χρώμα σαν αυτό της ελληνικής σημαίας.

Αλλη μια απόδειξη ότι ο Τζόυς έτρεφε θαυμασμό για την Ελλάδα ήταν ότι απαίτησε το εξώφυλλο του Οδυσσέα να έχει γαλάζιο χρώμα. Και μάλιστα όχι ένα οποιοδήποτε γαλάζιο, αλλά εκείνο της ελληνικής σημαίας». Όπως σημειώνει η Μαντώ Αραβαντινού στο βιβλίο της Τζαίημς Τζόυς, Ζωή και έργο, Θεμέλιο 1983.

Αμέσως ξεκινάει η αναζήτηση μιας σημαίας, από την ελληνική Πρεσβεία, αλλά «Η Πρεσβεία αρνείται τη δωρεά. Ο κύριος Τζόυς δεν είναι Έλληνας. Μια ελληνική σημαία αναζητείται σε όλο το Παρίσι του 1922. τέλος, κάποιος γράφει σε κάποιον Γάλλο στην Αθήνα. Η ελληνική σημαία τεράστια τοποθετείται σε περίοπτη θέση στο βιβλιοπωλείο της Σύλβια Μπητς.

Ο τυπογράφος της Ντιζόν που θα τυπώσει το εξώφυλλο παίρνει σαν χρωματικό μοντέλο το ύφασμα της σημαίας. Όμως στο χαρτί το χρώμα της σημαίας αλλοιώνεται, το μπλε στο χαρτί διαφορετικό. Κατά τη Σύλβια Μπητς, οι δοκιμές και τα δείγματα τα χρωματικά που έφθαναν από την Ντιζόν στο Παρίσι και τανάπαλιν κράτησαν δύο βδομάδες, ώσπου να πραγματοποιηθεί το ποθούμενο. Γιατί οι απαιτήσεις και η επιμονή του Τζόυς για το χρώμα, που το ήθελε να είναι ακριβώς το ίδιο, έπαιρναν διαστάσεις μυστικιστικές.

Επιτέλους βρέθηκε το σωστό γαλάζιο χρώμα, και στις 2 Φεβρουαρίου 1922, ημέρα γενεθλίων του Τζόυς φτάνει με ειδικό ταχυδρόμο, το maledito libro, καθώς έγραψε στο φίλο του Ρουτζιέρο στη Ζυρίχη…

 

Διαβάστε ακόμα: Ο πρόστυχος Τζέιμς Τζόυς. «Ενθουσιάστηκα που σου αρέσει να γ@***σαι από τον κώλο».

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top