Ξέφρενο γλέντι, παραδοξότητες, έντονες αισθησιασμός. Όλα μπορούσαν αν συμβούν σε ένα εστιατόριο του Βερολίνου το 1925 (Photo by General Photographic Agency/Getty Images).

    Η περίοδος μεταξύ του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και των αρχών του Β’ είναι γεμάτη αντιφάσεις. Κατ’ αρχήν, είμαστε μάρτυρες μιας ευφορίας που ακολουθεί την πολυπόθητη ειρήνη μετά από τις εκατόμβες των θυμάτων. Η λογοτεχνία την αποτυπώνει. Αλλά, από το 1929 και μετά, σε συνέπεια της πολύ σοβαρής παγκόσμιας κρίσης, ο τόνος αλλάζει, τα σύννεφα σωρεύονται: οι φασίστες παίρνουν την εξουσία στη Γερμανία με τον Χίτλερ, εξαιτίας της απογοήτευσης που προκάλεσε κατά κύριο λόγο η Συνθήκη των Βερσαλλιών.

    Η δεκαετία του ‘20 είναι φορέας ελπίδας και αλλαγής, με καθοριστικές διανοητικές επαναστάσεις, όπως του Freud και την εξερεύνηση του υποσυνείδητου, του Einstein και τη θεωρία της σχετικότητας. Από την άλλη, η δεκαετία του ’30, δεν είναι άλλο από μια αναζήτηση αξιών που αντιμάχονται λυσσωδώς τον πόλεμο.

    Παρίσι 1930: Οι Γαλλίδες δεν διστάζουν να δείξουν την κομψότητά τους. Η Πόλη του Φωτός πολύ σύντομα θα χάσει την επίπλαστη ευθυμία του (Photo by Imagno/Getty Images).

    Και μπορεί το χρονικό διάστημα των δύο δεκαετιών να φαντάζει μικρό, αλλά ήταν γόνιμο, πυκνό σε διαμάχες μεταξύ καλλιτεχνικών σχολών και ομάδων παντός είδους, ζωηρές ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, μια υπεραφθονία βιβλίων και περιοδικών, μια πληθώρα ασύγκριτων τεχνιτών, κεραυνούς εν αιθρία και ριζοσπαστικές δημιουργίες. Δεν έλειψαν ούτε οι εκπληκτικές κι αλλόκοτες εφευρέσεις: οι κυλιόμενες σκάλες, τα χόβερκραφτ, οι κοριοί, το γκαζοζέν, το πλυντήριο πιάτων, το προκάτ…

    Η Πόλη του Φωτός

    Το Παρίσι, το οποίο στα Années folles είχε επονομαστεί Πόλη του Φωτός, είναι ένας συναρπαστικός τόπος όπου συγκατοικούν διεθνισμός και ξενοφοβία, πειραματικές αναζητήσεις και πισωγυρίσματα. Εδώ, επίσης, θα αναδειχθεί ο λαϊκός πολιτισμός, τον οποίο θα εξιδανικεύσουν οι ταινίες του Marcel Carné και του René Clair. Ωστόσο, βλέποντας τα πράγματα αναδρομικά, διαπιστώνεις ότι η πόλη ζει μέσα σε μια ψευδαίσθηση εθνικού μεγαλείου την οποία θα διαλύσει η μεγάλη στρατιωτική και ηθική ήττα του 1940 και, στη συνέχεια, η δυναμική κατάληψη της καλλιτεχνικής σκηνής από τη Νέα Υόρκη.

    Σκηνή από την ταινία «Le Quai des brumes» του Marcel Carné (Wikipedia).

    Μετά το 1945, το Παρίσι χάνει σταδιακά το status της «πολιτιστικής πρωτεύουσας». Πριν, είχε εκδηλώσει την προτίμησή του για την απόλαυση εδώ και τώρα, πράγμα που δρούσε ανασταλτικά στο να αντιληφθεί τι είχε προηγηθεί: Στη ζωγραφική, θεωρούσαν ότι είχαν απαλλαχθεί από τον Κυβισμό και τις «υπερβολές» του. Εξ ου και μια ψευδοκλασικίζουσα «επιστροφή στην τάξη» (βλ. Derain) και την κατανάλωση έργων «ευγενικών» όσο και κενών, ενώ η Αφαίρεση περιθωριοποιείται, παρά την παρουσία του Mondrian και του Kandinsky.

    Παρίσι, 1920: Το Cafe Brasserie du Dome στο Montparnasse (Photo by Hulton Archive/Getty Images).

    Δεν πρέπει, ωστόσο, να παραγνωρίζουμε ότι, εκείνη την εποχή, το 25% των σπουδαστών της Σορβόνης ήταν ξένοι. Με έτος ανέγερσης το 1925, η κοσμοπολίτικη Πανεπιστημιούπολη του Παρισιού, χτισμένη πάνω στα χαλάσματα των οχυρώσεων και αποτελώντας ένα από τα μείζονα πολεοδομικά προγράμματα της περιόδου, φιλοδοξούσε να οικοδομήσει την ειρήνη, φιλοξενώντας φοιτητές από τις τέσσερις γωνιές του πλανήτη. Σήμερα, το σύμπλεγμα αποτελεί ένα καταπληκτικό μουσείο αρχιτεκτονικής που συστεγάζει δημιουργίες τόσο διαφορετικές όσο το Περίπτερο της Βραζιλίας του Le Corbusier και εκείνο της Κούβας του Albert Laprade.

    Η εκθαμβωτική Joséphine Baker (cmgww.com).

    Η Παγκόσμια Έκθεση του 1937 προσφέρει ταυτόχρονα την πιο μεγάλη τοιχογραφία στον κόσμο, τη «Νεράιδα του Ηλεκτρισμού» του Raoul Dufy και κείνη την τεράστια παράκρουση του Picasso που φέρει το όνομα «Guernica».

    Αναμφισβήτητα, η Πόλη του Φωτός σαγηνεύει με τα ρούχα της, τα καφέ της, τη γαστρονομία της ή, αν προτιμάτε, με τη Σχολή του Παρισιού. Μπορεί τα Années folles να είναι μεθυστικά, αλλά η βερολινέζικη εκδοχή τους είναι διαφορετικά αποκαλυπτική και, στο κάτω-κάτω, η Joséphine Baker δεν είναι ούτε Bessie Smith ούτε Ella Fitzgerald… Πάντως, οι Παγκόσμιες Εκθέσεις της, αν και κατηγορήθηκαν για αυταρέσκεια, υπήρξαν χώροι γονιμοποιοί και ο αντίκτυπός τους παραμένει ζωντανός στη μνήμη.

    O Maurice Chevalier, το 1934 στα «τρέλα χρόνια» του Παρισιού ( ROGER SCHALL).

    Η Έκθεση του 1925 συνιστά το αποκορύφωμα της πολυτέλειας α λα γαλλικά (Ruhlmann, Patout κ.λπ.) και την απόρριψη του Νέου Πνεύματος του Le Corbusier. Εκείνη του 1937 προσφέρει ταυτόχρονα την πιο μεγάλη τοιχογραφία στον κόσμο, τη «Νεράιδα του Ηλεκτρισμού» των 600 τ.μ. του συναινετικού Raoul Dufy, τους δυναμικούς πολύχρωμους κύκλους του Robert Delaunay και κείνη την τεράστια παράκρουση του Picasso που φέρει το όνομα «Guernica», το πλέον εμβληματικό έργο του 20ου αι.

    Αντίθετα, η Αποικιακή Έκθεση του 1936 ή «Διαμάχη περί Ρεαλισμού» είχε καταστροφική επίδραση. Μετέτρεψε τον «Πριμιτιβισμό» ζωγράφων όπως ο Μatisse και ο Picasso σε ευτελή εξωτισμό και προπαγάνδιζε γι’ ακόμα μια φορά την ανωτερότητα του ευρωπαϊκού «καλού γούστου» έναντι κάθε άλλου πολιτισμού.

    Προσωπογραφία του Marcel Duchamp (Photo by Fine Art Images/Heritage Images/Getty Images).

    Ωστόσο, ο Σουρεαλισμός εδραιώνεται από το 1924, παρά τη γενικευμένη αδιαφορία και τους σαρκασμούς. Έως την Παγκόσμια Έκθεση του 1938, στην οποία το ζοφερό μέλλον αποτυπώνεται σπουδαία από τον Marcel Duchamp, τεράστοι ζωγράφοι όπως οι Magritte, Dali, Tanguy ή Giacometti αποτυγχάνουν να κερδίσουν την καρδιά του παρισινού κοινού.

    Το Βερολίνο και η Δημοκρατία της Βαϊμάρης

    Από το 1920, το Βερολίνο έχει μετατραπεί σε μητρόπολη. Έρχεται δεύτερο σε πληθυσμό μετά το Λονδίνο. Σε αντίθεση με τον Νεο-τραντισιοναλισμό του Παρισιού, εδώ οι τάσεις ακολουθούν αντίθετη φορά. Οι πρωτοπορίες αναπτύσσονται παράλληλα με την κρίση, προσαρμοσμένες στο πνεύμα των καιρών, την επαναστατική ατμόσφαιρα. Χέρι-χέρι με τη φτώχεια και τη μιζέρια, βλέπουν το φως καταπληκτικά κινήματα, όπως η ανάδυση ενός βερολινέζικου Ντανταϊσμού ήδη από το τέλος του πολέμου. Μεγάλη άνθιση επίσης γνωρίζει το θέατρο, ενώ εμφανίζονται νέες τεχνικές σκηνοθεσίας. Δεν υπήρχε μέσου μεγέθους πόλη στη Γερμανία χωρίς αίθουσα για παραστάσεις ή μουσική.

    11th August 1919: O Friedrich Ebert δίνει όρκο πίστης ως πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (Photo by Hulton Archive/Getty Images).

    Όμως, το κραχ του 1929 θα έχει δραματικές επιπτώσεις, καθώς η χώρα εξαρτιόταν από τα αμερικανικά κονδύλια. Μπορεί αυτό να μην της άρεσε, αλλά ταυτόχρονα έτρεφε και μεγάλο θαυμασμό για τις ΗΠΑ, οι οποίες αντιπροσώπευαν την επιτυχία του τεχνολογικού μοντερνισμού. Για τους Γερμανούς αρχιτέκτονες, οι ουρανοξύστες του Μανχάταν αποτελούσαν σημείο αναφοράς.

    Στη Γερμανία, αναγνωρίζεται το δικαίωμα στην κατοικία, την άμβλωση και την ομοφυλοφιλία. Μάλιστα, ιδρύεται ινστιτούτο έρευνας πάνω στη σεξουαλικότητα, πρωτοβουλία μοναδική στην Ευρώπη τότε.

    Η ιδέα που αγκυρώνεται για τα καλά στο Βερολίνο μετά το 1919 είναι πως ό,τι έχει να κάνει με την κουλτούρα στην ευρεία της έννοια είναι πολιτικό ζήτημα. Εξάλλου, το ίδιο το Σύνταγμα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης βλέπει τα πράγματα έτσι. Είναι πολύ μπροστά από την εποχή του, αφού αναγνωρίζει το δικαίωμα στην κατοικία. Ακολούθησε το δικαίωμα στην άμβλωση και την ομοφυλοφιλία. Μάλιστα, ιδρύεται ένα ινστιτούτο έρευνας πάνω στη σεξουαλικότητα, πρωτοβουλία μοναδική στην Ευρώπη τότε.

    Η οικία του Βάλτερ Γκρόπιους, πρόσφατα ανακαινισμένη, αλλά δίχως να πειραχθεί η bauhaus αισθητική του μεγάλου «μέντορα» (widewalls.ch).

    Αν αναρωτιέστε για το τι έχει απομείνει από το Βερολίνο εκείνης της εποχής, η απάντηση είναι: πρακτικά τίποτα. Ίσως μόνον κάποια κτίρια, όπως ο Πύργος Αϊνστάιν στο Πότσδαμ (1922), του αρχιτέκτονα Erich Mendelsohn, και τα μεγάλα συγκροτήματα κατοικιών στη συνοικία Siemensstadt, του Walter Gropius ή του Bruno Taut.

    Ρεύματα

    Το εκθεσιακό κτίριο “Degenerate Art” στο Βερολίνο, 1938 (dhm.de).

    Η έκθεση της «Παρηκμασμένης Τέχνης» (Entartete Kunst), η οποία παρουσιάστηκε το 1937, ρίχνει στο πυρ το εξώτερο τους «μοντέρνους» γλύπτες και ζωγράφους, ενώ πολλούς απ’ αυτούς τους ανάγκασαν είτε να σωπάσουν είτε να μεταναστεύσουν.

    Κλασικό δείγμα του ντανταϊστικού ρεύματος είναι ο πίνακας George Grosz «A Winter’s Tale”, 1918 (schirn.de).

    Στην Ιταλία, δεν υπήρξε καθεστωτική τέχνη. Βέβαια, κάποιοι από τους Φουτουριστές ή την ομάδα του «Novecento» παρήγαγαν έργα ιδεολογικού ή προπαγανδιστικού χαρακτήρα. Αλλά δεν είναι αντιπροσωπευτικοί της καλλιτεχνικής και αρχιτεκτονικής πραγματικότητας κατά τη διάρκεια του φασισμού. Πλήθος ρευμάτων εμφανίζονται: από την «επιστροφή στην τάξη» ώς τη Γεωμετρική Αφαίρεση, από τον ορθολογισμό του Le Corbusier ως τις πλέον πρωτότυπες εκφάνσεις της Μεταφυσικής του De Chirico.

    Άτιτλο του Βασίλι Καντίνσκι (wassilykandinsky.net).

    Στη Σοβιετική Ένωση, η θεαματική δημιουργική έκρηξη που προηγήθηκε της Οκτωβριανής Επανάστασης συνεχίστηκε εντονότερη τα πρώτα χρόνια των μπολσεβίκων με υπέροχες πρωτοπορίες: από τον ρωσικό Φουτουρισμό στον Σουπρεματισμό περνώντας από τον Κοστρουκτιβισμό. Μετά σιγά-σιγά έσβησε, λόγω των βίαιων ερίδων. Οι Chagall, Pougny, Kandinsky είχαν ήδη πάρει το δρόμο της εξορίας.

    «Όλοι εμείς, πολιτισμοί, γνωρίζουμε τώρα ότι είμαστε θνητοί». Η περίφημη και καίρια διατύπωση του Valéry αποτελεί την ιδρυτική πράξη της Ευρώπης στη λογοτεχνία του 20ου αι.

    H λογοτεχνία του Μεσοπολέμου έχει για άξονες τη μελέτη του υποσυνείδητου, του ατόμου και της κοινωνίας. Δεν υπάρχουν στην κυριολεξία σχολές, αλλά μάλλον ρεύματα. Ωστόσο, ο πόλεμος μεταξύ διεθνιστών και εθνικιστών μαίνεται.

    Η λογοτεχνική παρουσία του Μαρσέλ Προυστ είναι καθοριστική (Photo by Culture Club/Getty Images).

    Χαρακτηριστικά, στη Γαλλία αναδύεται το ψυχολογικό μυθιστόρημα με τον Marcel Proust και τον André Gide. Άλλους τους συναρπάζουν τα κοινωνικά προβλήματα και οι ιδεολογικές συγκρούσεις, π.χ. Georges Duhamel, Jules Romains και André Maurois. Τους François Mauriac, Georges Bernanos και Julien Green απασχολεί η πνευματική ζωή. Τα προστάγματα της φύσης αναδεικνύονται στο έργο της Colette. Η ηθική του ανθρώπινου μεγαλείου βασίζεται στην περηφάνια κατά τον Henri de Montherlant, στην αποδοχή κατά τον Antoine de Saint Exupéry και στην εξέγερση κατά τον André Malraux.

    Μπόλικοι από τους συγγραφείς της εποχής αποτελούν σημεία αναφοράς και σήμερα. Ωστόσο, ενδιαφέρει περισσότερο το πώς αναδύθηκε από την πένα τους η έννοια της Ευρώπης ή της ευρωπαϊκής κουλτούρας μέσα από το χάος της περιόδου. «Όλοι εμείς, πολιτισμοί, γνωρίζουμε τώρα ότι είμαστε θνητοί». Μπορεί αυτή η περίφημη και καίρια διατύπωση του Valéry να αποτελεί την ιδρυτική πράξη της Ευρώπης στη λογοτεχνία του 20ου αι., αλλά τα ζητήματα που προκύπτουν είναι περίπλοκα.

    O James Joyce και η Nora Barnacle την ημέρα του γάμου τους – 4 Ιουλίου 1931, στο Λονδίνο (Photo by Fine Art Images/Heritage Images/Getty Images).

    Για τι πράγμα μιλάμε; Για την Ευρώπη ως μύθο, ως ιδέα, ως ζητούμενο ή ως εικόνα; Πρόκειται πάντα άραγε για την ίδια πραγματικότητα, είτε την προσλαμβάνουμε με τον πολεμικό τρόπο των σουρεαλιστών (απόρριψη των ιδεολογιών, επανεφεύρεση της γλώσσας) είτε τον αποκαλυπτικό των μεγάλων ποιητών (του T. S. Eliot στην Αγγλία, του Yeats στην Ιρλανδία, του Pessoa στην Πορτογαλία, του Σεφέρη σε μας, του d’Annunzio στην Ιταλία, του Garcia Lorca στην Ισπανία, του Rilke στην Αυστρία); Τι μας μαθαίνουν για την κουλτούρα μας οι πιο λεπταίσθητοι συγγραφείς (Proust, Kafka, Svevo, Mann, Hesse, Broch, Musil, Joyce, Huxley, Witkiewicz), ή οι πιο τολμηροί δραματουργοί, όπως οι Claudel, Hofmannsthal, Pirandello; Η εντρύφηση στα κείμενά τους βοηθά στη σκιαγράφηση μιας νέας ποιητικής της κουλτούρας.

    Ο Φινλανδός αρχιτέκτονας, πατέρας του μοντερνισμού στις σκανδιναβικές χώρες, Άλβαρ Άαλτο (Wikipedia).

    Οι αρχαΐζουσες αναφορές στην πολεοδομία του Albert Speer συμπίπτουν με τη σύλληψη ενός φουτουριστικού αυτοκινήτου, του περίφημου «Σκαραβαίου» της Volkswagen.

    Άλλο σοβαρό κεφάλαιο, το design. Σε Ευρώπη και Αμερική, η περίοδος του Μεσοπολέμου ταλαντεύεται μεταξύ τεχνολογικής μανίας και νοσταλγίας του παρελθόντος. Στη Γαλλία, στην άνθιση της Art déco απαντά η Ένωση των μοντέρνων καλλιτεχνών. Στη Φινλανδία, ο μεγάλος Alvar Aalto συμφιλιώνει την τέχνη του χειροποίητου με τον ορθολογικό φονξιοναλισμό.

    Η εμβληματική πολυθρόνα «Club B3» του Marcel Breuer (moma.org).

    Γεννημένο το 1919 στη Γερμανία, το Bauhaus αρχικά και για προφανείς λόγους δεν ήταν προσανατολισμένο στη μαζική παραγωγή. Ο ιδρυτής του Walter Gropius θέλει να μορφώσει ανθρώπους ικανούς να σχεδιάζουν όχι μόνο κτίρια αλλά και να δομούν περιβάλλοντα. Από το 1925 και μετά, όταν θ’ αρχίσουν να ρέουν τα αμερικανικά κεφάλαια, το κίνημα θα στραφεί στη βιομηχανική παραγωγή. Εμβληματική παραμένει η πολυθρόνα «Club B3» του Marcel Breuer, φόρος τιμής στον Kandinsky, από ατσάλινους λυγισμένους σωλήνες και δέρμα. Θα μετονομαστεί σε «Wassily» όταν επανεκδοθεί απ’ την ιταλική Gavina. Τη σχολή θα κλείσουν οι ναζί το 1933. Όσο για τις αρχαιοπρεπείς αναφορές στην πολεοδομία του Albert Speer συμπίπτουν με τη σύλληψη ενός φουτουριστικού αυτοκινήτου, του περίφημου «Σκαραβαίου» της Volkswagen.

    Στις ΗΠΑ, την επαύριο του Μεγάλου Κραχ, οι Αμερικανοί βιομήχανοι συνειδητοποιούν τη σημασία της αισθητικής στην εμπορική επιτυχία των προϊόντων μαζικής κατανάλωσης. Ανοίγουν οι πρώτες μεγάλες εταιρείες βιομηχανικού σχεδιασμού. Προτείνουν στο κοινό αντικείμενα καθημερινής χρήσης εμπνευσμένα από τις αεροδυναμικές φόρμες των τελευταίων τεχνολογικών επιτευγμάτων –αυτοκινήτων, τρένων, πλοίων, αεροπλάνων. Είναι το «Streamline», του οποίου οι λείες και ρευστές γραμμές συμπίπτουν με τη γενίκευση της χρήσης του αλουμίνιου και του βακελίτη. Το 1937, η αμαξοστοιχία PRR S1 της Pensylvania Railroad, σχεδιασμένη από τον Raymond Loewy, ρίχνεται στις ράγες.

     

    Διαβάστε ακόμα: 90 χρόνια Tintin, το μάθημα στυλ του Hergé.

     

     

     

    x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

    Button to top