Η μαγνητική Τζένιφερ Κόνελι.

Μπρούκλιν/Νέα Υόρκη, κάπου στις αρχές του 21ου αιώνα, αλλά την ίδια στιγμή σε ένα άχρονο περιβάλλον ετεροκαθορισμού. Κάθε προσπάθεια οικειότητας με τα πρόσωπα και τον τόπο οδηγεί σε βίαιη αποκόλληση νοήματος. Δεν είναι μόνο αυτοί οι συγκεκριμένοι, είναι ο καθένας, ο ανώνυμος, εσύ, εγώ.

Εντέλει, ο πρόμαχος κάθε ουτοπίας που καταλήγει να γίνεται θηλιά γύρω από το λαιμό. Το αμερικανικό όνειρο, αυτή η αναγνωρίσιμη συμπύκνωση της επιτυχίας, τραγουδισμένο από νότες-θραύσματα. Ένα ρέκβιεμ για όλα τα πράγματα που πέφτουν, σπάνε, χάνονται. Ήταν το 2000 όταν ο σκηνοθέτης Ντάρεν Αρονόφσκι πήρε στα χέρια του το πυρίκαυστο μυθιστόρημα του Hubert Selby Jr. (γραμμένο το 1978) και ξεκίνησε να γράφει το σενάριο.

 

Είναι η ιστορία τεσσάρων ανθρώπων που είναι βουτηγμένοι μέσα στη ντρόγκα και στην απόγνωση.

Το αποτέλεσμα ήταν ένα ψυχολογικό δράμα, ένα ντελιαριακό φάσμα, μια χρωματική αποτύπωση του ψυχικού κενού στην παλέτα του παγωμένου μπλε. Ήταν μια ταινία που χτύπησε το μαλακό υπογάστριο της ευφορίας με την οποία αναπτύχθηκαν οι σύγχρονες αξίες των δυτικών κοινωνιών. Ήταν ένα λάκτισμα στα ίσια. Ήταν η συμμετρία της σταδιακής κατάρρευσης της ατομικότητας μπρος στο περίκλειστο κοινωνικό πλέγμα που ζητάει ολοένα και μεγαλύτερο αποτέλεσμα.

Ο Leto δίνει ρεσιτάλ ηθοποιίας.

Είναι η ιστορία τεσσάρων ανθρώπων βουτηγμένων μέσα στη ντρόγκα (τι παράδοξο: η λέξη «ηρωίνη» δεν προφέρεται ούτε μια φορά) και σε λοιπές εξαρτήσεις με αποτέλεσμα να αποσταθεροποιείται το σωματικό και ψυχολογικό τους πεδίο. Προοδευτικά χάνουν την επαφή με την πραγματική πραγματικότητα. Σαν να λέμε: μετεβλήθη εντός τους ο ρυθμός του κόσμου. Πέφτουν σε μια κατάσταση εκούσιου παραληρήματος, σε μια ψευδαισθησιακή απόχρωση ζωής και, τελικά, σε μια σπείρα κατάθλιψης.

Η καταστροφή και ο αποχρωματισμός αυτού του κόσμου που κουβαλάει καθένας από τους ήρωες, καθώς η ταινία προχωράει, αποκτάει δραματική υπόσταση. Μιλάμε για την απόλυτη καταστροφή. Δεν μένει ούτε ένα δράμι ελπίδας να τους συγκρατήσει από την κατηφόρα. Η πραγματικότητα, όπως συμβαίνει συνήθως, είναι πολύ πιο ανθεκτική από τα εκμαγεία που φτιάχνουμε όλοι μας για να την αποκρούσουμε από πάνω μας.

Η Sara Goldfarb, μια χήρα που ζει μόνη της σε ένα φτηνοδιαμέρισμα του Brighton Beach, σπαταλάει το χρόνο της μπρος στην τηλεόραση. Ο γιος της, ο Harry, μαζί με την κοπέλα του την Marion και τον κολλητό του, τον Tyronne, έχουν πέσει στη χημική αιθάλη των ναρκωτικών. Η Μarion σχεδιάζει ρούχα και  ονειρεύεται να ανοίξει ένα δικό της μαγαζί. Ο Tyrone ελπίζει πως κάποια στιγμή θα ξεφύγει από το γκέτο στο οποίο ζει. Ο Harry; Οχι, αυτός δεν έχει δικά του όνειρα. Η δική του μελωδία έχει την πεζότητα ενός κενού.

Μια μέρα η Sara δέχεται πρόκληση να πάρει μέρος σε ένα από τα αγαπημένα της τηλεοπτικά σόου, αλλά αυτό αντί να λειτουργεί μέσα της ευεργετικά, καταντάει ένας πνιγηρός πειθαναγκασμός. Πείθει τον εαυτό της να κάνει εξαντλητική δίαιτα για να χωρέσει σε ένα κόκκινο φόρεμα που φορούσε παλιά. Αποδέχεται ακόμη και να πάρει αμφεταμίνες που της χορηγεί ένας αλμπάνης. Καταλήγει στα όρια της ανορεξίας, αλλά συνεχίζει να καταπίνει χαπάκια με την ελπίδα πως θα φανεί αντάξια της αναγνώρισης και της αγάπης του κοινωνικού της περιβάλλοντος που τις λείπουν. Απέχει μόλις μια ανάσα από την ψύχωση. Κι αυτή η ανάσα βγαίνει καυτή και ασθματική.

 

Οι τελευταίες σκηνές του έργου είναι ένα crossover πάνω από πεθαμένες ψυχές.

Η σχέση του Harry και της Marion περνάει από όλα τα στάδια του ρημάγματος. Είναι σαν να ξύνουν τον πάτο του σκοταδιού που κρύβουν μέσα τους. Για να βρουν χρήματα για τη δόση τους, η Marion πουλάει το κορμί της σε σεξομανείς περαστικούς του δρόμου. Ξεπουλάει κάθε δράμι ανθρωπιάς που κουβαλάει μέσα της. Το χάος ανοίγει το στόμα του διάπλατα: καταπίνει τα τρία παιδιά λούζοντάς τα με τα άσπρα δάκρυα της ηρωίνης. Το άγριο τέλος δεν θα αργήσει να τους βρει.

Οι τελευταίες σκηνές του έργου είναι ένα crossover πάνω από πεθαμένες ψυχές. Τίποτα δεν μένει ανέπαφο, τα σώματα διαλύονται, χάνουν τους χυμούς τους, το μυαλό αδειάζει από σκέψεις και εμμονές. Το όνειρο που καθένας κουβαλάει ως βάρος για τον εαυτό του θρυμματίζεται. Είναι ένας τετραπλός αστερισμός που πέφτει, πέφτει, πέφτει από τον σκονισμένο ουρανό.

Ο Aρονόφσκι λειτουργεί ως χειραγωγός του θεατή, επιθυμεί να τον παρασύρει στον στρόβιλο της πτώσης. Πάρα πολλές σκηνές είναι γυρισμένες σε απόσταση ανάσας. Το ένα γκρο πλαν διαδέχεται το άλλο, αισθάνεσαι στο πετσί σου να περιβάλλεται από κάτι περίκλειστο. Το μοντάζ της ταινίας βασίζεται στην βιαιότητα των cuts. Σαν να είσαι κι εσύ κλεισμένος σε ένα κλουβί από το οποίο δεν μπορείς να ξεφύγεις. Η κάμερα ενεργοποιεί συνεχώς κάθε αίσθηση (όχι μόνο την όραση) – είναι σαν να αισθάνεσαι πώς μυρίζει η απόγνωση. Η αποφορά της πτώσης είναι ανυπόφορη. Η πικρία του τέλους επιθετική.

 

Ο Jared Leto χρειάστηκε να χάσει 12 κιλά για τις ανάγκες του ρόλου του.

Μέσα από αυτή την ταινία μάθαμε την σκοτεινή πλευρά του Jared Leto (στο ρόλο του Harry). Για τις ανάγκες του φιλμ μετακόμισε σε ένα διαμέρισμα στη Νέα Υόρκη, απομακρύνθηκε εντελώς από το σεξ και άρχισε να χάνει βάρος (συνολικά 12 κιλά). Λέγεται πως μετά το τέλος της ταινίας απομονώθηκε σε ένα μοναστήρι στην Πορτογαλία για να ανακτήσει τις δυνάμεις του.

Η Ellen Burstyn ως Sara Goldfarb. Το απόλυτο πρόσωπο της κατάρρευσης.

Η Jennifer Conelly (στο ρόλο της Marion) ακολούθησε την ίδια τακτική: νοίκιασε ένα διαμέρισμα στη Νέα Υόρκη, κοντά στη συνοικία που σύμφωνα με το σενάριο θα έμενε η Marion. Αποφάσισε να απομονωθεί πλήρως, ζωγραφίζοντας και ακούγοντας μουσική, ενώ χρειάστηκε να απευθυνθεί σε ομάδες επανένταξης χρηστών και να παρακολουθήσει αυτοπροσώπως συνεδρίες για να μπει ακόμη περισσότερο στον κόσμο των ναρκωτικών.

Τη μητέρα του Harry στην ταινία παίζει η θαυμαστή Ellen Burstyn που ήρθε σε επαφή με μοναχικές γυναίκες του Μπρούκλιν για να κατανοήσει το βάρος της μοναξιάς που φέρουν καθημερινά. Το καστ συμπλήρωνε ο άκρως πειστικός Marlon Wayans ως Tyrone.

Μια από τις επιτυχίες της ταινίας ήταν η μουσική του Clint Mansell. Ένας άγριος μινιμαλισμός με λούπες που έρχονται κατά πάνω σου σαν αφρισμένα κύματα. Το δικό του ρέκβιεμ δεν έχει τη θρησκευτικότητα ενός Μότσαρτ, είναι βγαλμένο από το στομάχι μιας βιομηχανοποιημένης μεγαλούπολης. Είναι σκοτεινό, ακούγεται σαν ήχος εγκατάλειψης, φόβου και απέχθειας. Είναι η μουσική αιτιότητα των κούφιων ψυχών που κουβαλούν οι ήρωες.

Η ταινία προβλήθηκε το 2000 εκτός διαγωνιστικού τμήματος στο Φεστιβάλ Καννών και αρχικά πήρε πολλά θετικά σχόλια, αν και αρκετοί τόνισαν την επιθετικότητα των σκηνών και του θέματος. Την ωμότητα του φινάλε που έδεσε κόμπους σε πολλά στομάχια. Η Burstyn ήταν υποψήφια για βραβείο Όσκαρ Α΄ Γυναικείου Ρόλου για τον ρόλο της ψυχωσικής μάνας.

Η ταινία έμεινε στην ιστορία του σύγχρονου κινηματογράφου. Δεν ήταν εξαρχής μόνο μια ακόμη κατάδυση στον τρεμάμενο κόσμο των ναρκομανών, αλλά ένα ισχυρό σχόλιο πάνω σε κάθε είδους εξαρτήσεις, τα χτυπημένα όνειρα και τις εμμονές του σύγχρονου ανθρώπου.

 

Διαβάστε ακόμα – 20 χρόνια Μάτια Ερμητικά Κλειστά: «Let’s fuck», αλλά διαφορετικά.

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top