Eίκοσι χρόνια από τον θάνατό του και ο Στέλιος Καζαντζίδης παραμένει ακόμη ενεργός στο συλλογικό φαντασιακό.

Οι ξενομπατήδες της προνεωτερικής Ελλάδας τον λάτρεψαν. Οι ζηλωτές του χαμένου έρωτα τον ύμνησαν. Οι αναγκεμένοι και οι παρίες της κοινωνίας τον θεοποίησαν. Κάθε κατατρεγμός έχει τον ήχο του. Σκληρός, πικρός, σαν κουκούτσι που δεν κατεβαίνει από τον φάρυγγα. Εμείς εδώ είχαμε ένα αηδόνι που έκανε τον πόνο αδελφό, την αδικία φίλη και τον χωρισμό ατέλειωτο ποτό.

Ο Στέλιος Καζαντζίδης δεν έμελλε να μείνει ένας ακόμη λαϊκός τραγουδιστής. Δεν ήταν το ριζικό του να γίνει ένας ακόμη διψομανής βάρδος που ψάχνει την επιτυχία με το τουφέκι. Τα σκάγια ήταν όλα δικά του και τα θηράματα επίσης. Αυτός, που έδωσε στον εαυτό του το ρόλο του κατατρεγμένου από όλους κι από όλα. Το αηδόνι, αν και πληγωμένο κατάστηθα, συνέχιζε να τραγουδάει για τον λαό ως την τελευταία στιγμή του.

Ακόμη και ο υπαρξισμός του Σαρτρ ωχριά μπρος στον ντόμπρο, γεμάτο γωνίες και ερωτικές εκχυμώσεις υπαρξισμό του «Υπάρχω».

Έχουν περάσει είκοσι ολόκληρα χρόνια από τη στιγμή που ο Στέλιος Καζαντζίδης πέθανε σε ηλικία 70 ετών χτυπημένος από τον καρκίνο (ήταν 14 Σεπτεμβρίου 2001). Η Ελλάδα που άφησε πίσω του δεν έχει καμία σχέση με την Ελλάδα του τώρα. Ωσαύτως, η Ελλάδα που τραγούδησε ανήκει σε ένα παρελθόν που οι σημερινές γενιές δεν το γνώριζαν, δεν ζεμάτισε τα όνειρά τους, δεν καθόρισε τη ζωή τους.

Πλέον, τα λιμάνια δεν γεμίζουν με οικονομικούς μετανάστες που πηγαίνουν να βγάλουν μεροκάματο του τρόμου στα ορυχεία του Βελγίου ή τις φάμπρικες της Γερμανίας. Ο χωροφύλακας δεν περιμένει στη γωνία να πιάσει τους αριστερούς «παραβάτες». Ούτε εξορίες υπάρχουν, ούτε αυτός ο φοβικός μικροαστισμός της «αγίας» ελληνικής οικογένειας (καλά, αυτός μπορεί να υπάρχει ακόμη, αλλά, σίγουρα, όχι στο βαθμό της δεκαετίας του ’50 και του ’60).

Ο Καζαντζίδης υπήρξε το ηχόχρωμα ενός λαού. Ντύθηκε τις ιστορίες του, τα παθήματά του, την ισόβια θλίψη του, την αδίψαστη ανάγκη του.

Θαρρείς και τάχθηκε από κάποια μοίρα να γίνει ο Άτλας του χαροκαμένου.

Και τότε πώς ο Στέλιος παραμένει ενεργός στο συλλογικό φαντασιακό; Και μόνο ότι στο στόμα όλων έχει μείνει με το μικρό του όνομα, πλέριο δείγμα αμέριστης οικειότητας, δίνει μια απάντηση. Ο Καζαντζίδης υπήρξε το ηχόχρωμα ενός λαού. Ντύθηκε τις ιστορίες του, τα παθήματά του, την ισόβια θλίψη του, την αδίψαστη ανάγκη του. Το λαρύγγι του έγινε ένα γυμνό καλώδιο που αν το έπιανες θα σε χτυπούσε. Αυτός ο πόνος, όμως, απότοκος των στίχων και της μουσικής που για κάποιους ήταν στο όριο του κλάματος, με έναν τρόπο που εξηγείται, λειτουργούσε θεραπευτικά στον «ασθενή». Μήπως δεν χρειαζόμαστε πάντα κάποιον να πει την ιστορία μας;

Κάπως έτσι το ατομικό γίνεται συλλογικό. Όταν ο Στέλιος τραγουδάει το «Υπάρχω» μετουσιώνει όλους τους χωρισμούς σε μια μεγάλη παλλόμενη καρδιά που διαρρηγνύεται. Αν υπάρχει στο ελληνικό λαϊκό πεντάγραμμο ένα ατόφια αντρικό, παντελονάτο τραγούδι, τότε είναι αυτό. Ο άντρας που  δεν αφίσταται από το λατρεμένο ταίρι του, ακόμη κι αν αυτό του έχει κλείσει την πόρτα κατάμουτρα. Είναι η νέμεσις σε κάθε στιγμή της ζωής της. Την έχει μαρκάρει με την ανάσα και το κορμί του. Ακόμη και ο υπαρξισμός του Σαρτρ ωχριά μπρος στον ντόμπρο, γεμάτο γωνίες και ερωτικές εκχυμώσεις υπαρξισμό του «Υπάρχω».

Με τον Μίκη Θεοδωράκη.

Η λειτουργία του μύθου, όπως και η διαδικασία της κατασκευής του, είναι σχετικά απλή: ο ένας λειτουργεί ως υπόδειγμα για τους πολλούς. Γίνεται η ψυχική και φωνητική -εν προκειμένω- αντιπροσώπευσή τους. Ο Καζαντζίδης αίρει τους πόνους όλων. Το κάνει αγόγγυστα, θαρρείς και τάχθηκε από κάποια μοίρα να γίνει ο Άτλας του χαροκαμένου. Η ταύτισή του με το κοινό, ακόμη και σήμερα, είναι απόλυτη και αψεγάδιαστη.

Εύκολος άνθρωπος δεν ήταν ο Στέλιος. Οι περισσότεροι τον έλεγαν μονόχνοτο και ατίθασο.

Στους τόσους τσακωμούς και δικαστικές διαμάχες που αναλώθηκε στη ζωή του, το κοινό στάθηκε στο πλευρό του. Δεν τον πρόδωσε, δεν έκανε δεύτερες σκέψεις για τις αποφάσεις του. Ο οσιομάρτυρας ήπιε όλο το όξος και σιώπησε. Η κηδεία του μετατράπηκε σε λαϊκό προσκύνημα. Ένας γόος που ξεκινούσε από τον Πόντο και έφτανε ως την Κρήτη.

Με τον Στράτο Διονυσίου.

Μέσα σε λιγότερο από 15 χρόνια, ο Καζαντζίδης όχι μόνο γίνεται πρώτο όνομα στις λαϊκές πίστες, αλλά αποφασίζει κιόλας να τους γυρίσει και την πλάτη. Μια πράξη ευθύνης και έμμονου πάθους από το οποίο κατατρυχόταν σε όλη του τη ζωή.

Εύκολος άνθρωπος δεν ήταν ο Στέλιος. Οι περισσότεροι τον έλεγαν μονόχνωτο και ατίθασο. Ήταν άνθρωπος του οποίου ο κώδικας τιμής είχε εγγραφεί εντός του με την δύναμη μιας προσευχής. Δεν δίστασε να τα βάλει τις δισκογραφικές εταιρίες. Να τσακιστεί όταν πήγε να φτιάξει τη δική του και να κοντράρει τους μεγάλους στα ίσια. Δεν δίστασε να τα βάλει με τον Μάτσα, τον αγαπημένο του Άκη Πάνου (αν και στο τέλος, όταν ο Πάνου μπήκε φυλακή, τα βρήκαν και αγκαλιάστηκαν εν μέση οδώ), τον Νταλάρα, τον Νικολόπουλο και τόσους άλλους. Ο Στέλιος ήταν ένα σίδερο που δεν λύγιζε, ακόμη και όταν είχε λυγίσει.

Κι όμως, αν σήμερα οι καλλιτέχνες αμείβονται για τις υπηρεσίες τους και λαμβάνουν τα πνευματικά τους δικαιώματα, το οφείλουν, εν πολλοίς, στον Καζαντζίδη. Να σκεφτούμε μόνο πως εκείνος, το 1959, έλαβε το γλίσχρο ποσό των χιλίων δραχμών για τον δίσκο του που περιλάμβανε δύο κλασικά λαϊκά τραγούδια (Μαντουμπάλα και Δύο πόρτες έχει η ζωή). Ο δίσκος, φυσικά, πούλησε χιλιάδες αντίτυπα, η Columbia που τον έβγαλε πλούτισε και ο Στέλιος έμεινε στον άσο.

Δεν δίστασε να τα βάλει με όλους και με όλα.

Δέκα χρόνια μετά αποφασίζει να αποχωρήσει από τη δισκογραφία και προσπαθεί να στήσει τη δική του εταιρία, αλλά η χούντα και οι μεγάλες δισκογραφικές εταιρίες στέκονται εμπόδιο στα σχέδιά του. Τα μένω φεύγω από τη δισκογραφία είναι συνεχόμενα. Ένα αδιάπτωτο roller coaster. Το 1975 ο Πυθαγόρας και ο Νικολόπουλος του γράφουν το «Υπάρχω» (είπαμε, ύμνος), για να τον ξαναδούμε το 1987 με τον δίσκο «Ο δρόμος της επιστροφής».

Τα βινύλια για χάρη του έχουν λιώσει. Οι πίστες έχουν σαρωθεί από βαριά, νοτισμένα στο αλκοόλ, βήματα των αντρών που χορεύουν τα τραγούδια του.

Τελευταίο τραγούδι που ερμηνεύει λίγους μήνες πριν εισαχθεί στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών (με καρκινώματα στον εγκέφαλο) είναι το «Έρχονται χρόνια δύσκολα» και τον δίσκο αυτό, που ήταν και το κύκνειο άσμα του καλλιτέχνη, τον προλογίζει απευθύνοντας χαιρετισμό στους θαυμαστές του.

Τα βινύλια για χάρη του έχουν λιώσει. Οι πίστες έχουν σαρωθεί από βαριά, νοτισμένα στο αλκοόλ, βήματα των αντρών που χορεύουν τα τραγούδια του. Πόσες καρδιές έχουν αναστατωθεί όταν τον ακούνε ακόμη και σήμερα; Πόσα μάτια -τραχιά κατά τ΄άλλα-νοτίζουν με τη φωνή του;

Με την Μαρινέλλα και τον Μανώλη Χιώτη.

Αν πιάσεις να τραγουδάς το Η ζωή μου όλη (δεν είναι τυχαίο ότι το έγραψε ο Άκης Πάνου) θα πετάξεις το τραπέζι που βρίσκεται μπροστά σου, θα βάλεις φωτιά σε ό,τι σε καίει κατάστηθα, θα βγάλεις από τα σπλάχνα σου μια βαθιά, πονεμένη υλακή.

Αν σιγοτραγουδήσεις τους Αισθηματίες, το Νυχτολούλουδο, Το θολωμένο μου μυαλό, το Οι μισοί καλοί, το Ζιγκουάλα, το Νυχτερίδες και Αράχνες και τόσα άλλα (θα χρειαζόταν ένα δεύτερο άρθρο μόνο για τα τραγούδια του), δεν γίνεται να μην ανταριαστεί το μέσα σου, να μην υποστείς έναν αδιόρθωτο κλονισμό.

Στις μεγάλες του μοναξιές, τότε που ο ουρανός του έπεφτε μικρός και ο κόσμος λίγος, το μόνο που τον ησύχαζε ήταν η θάλασσα.

Ο Καζαντζίδης δεν έμεινε στην ιστορία για την παρουσία του σε δεξιώσεις ή σε γκαλά. Δεν ψωμίστηκε από τα μεγάλα φώτα. Για την προσωπική του ζωή ξέρουμε όσα ξέρουμε. Παντρεύτηκε την Μαρινέλλα (γάμος που κράτησε δύο χρόνια), τακίμιασε με την Καίτη Γκρέη και έζησε τα περισσότερα χρόνια του με την Βάσω Καζαντζίδη.

Με την μητέρα του, Γεσθημανή.

Πιο πολύ ξέρουμε για την παθολογική αγάπη που έτρεφε για τη μητέρα του Γεσθημανή (Χατζίδαινα), μια γυναίκα που καταγόταν από την Αλάγια της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας. Πρόσφυγας και από την πλευρά του πατέρα του, Χαράλαμπου Καζαντζίδη (καταγόταν από τα Κοτύωρα του Πόντου), ο Στέλιος, μπορεί να γεννήθηκε στη Νέα Ιωνία Αττικής στις 29 Αυγούστου 1931, εντούτοις το ποντιακό στοιχείο το κουβαλούσε αξεδιάλυτα μέσα του. Άλλωστε, τραγούδησε και στα ποντιακά θέλοντας να διατηρήσει ζωντανή αυτή τη ρίζα.

Τον πατέρα του τον έχασε νωρίς. Χτίστης στο επάγγελμα, οργανώθηκε στις γραμμές του ΕΛΑΣ στην Κατοχή, αλλά στα χρόνια του Εμφυλίου δολοφονήθηκε  από παρακρατικούς. Αυτό τον έδεσε ακόμη περισσότερο με τη μητέρα του.

Αναγκάζεται νωρίς να βγει στη βιοπάλη κάνοντας διάφορες δουλειές και περνάει του λιναριού τα πάθη στο στρατό ως χαρακτηρισμένος. Τα κομμουνιστικά του φρονήματα θα σταθούν αιτία για έναν άγριο ξυλοδαρμό από βαθμοφόρους που θα έχει ως αποτέλεσμα να μείνει ανίκανος. Ενα μαράζι που κουβαλούσε πάντα.

Εχει τραγουδήσει από Μίκη Θεοδωράκη και Απόστολο Καλδάρα έως Μανώλη Χιώτη, Άκη Πάνου, Βασίλη Τσιτσάνη και Σταύρο Ξαρχάκο. Εχουν γράψει γι’ αυτόν στίχους μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα του λαϊκού τραγουδιού  (Κώστας Βίρβος, Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, Τάσος Λειβαδίτης, Δημήτρης Χριστοδούλου, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Πυθαγόρας, Σώτια Τσώτου, Χρήστος Κολοκοτρώνης και κάμποσοι άλλοι).

Κι όμως, στις μεγάλες του μοναξιές, τότε που ο ουρανός του έπεφτε μικρός και ο κόσμος λίγος, το μόνο που τον ησύχαζε ήταν η θάλασσα. Επαιρνε το καΐκι του και ανοιγόταν στο πέλαγος. Σαν ναυαγός που το μόνο νησί που προσδοκούσε ήταν η φωνή του.

 

Διαβάστε ακόμα: Άκης Πάνου. Ο άνθρωπος που άρπαξε το πεπρωμένο του από το λαιμό.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top