Το βλέμμα της αγωνίας.

Δέκα χρόνια δεν είναι μικρός χρόνος. Μπορεί, όμως, να είναι πυκνός όταν μιλάμε για την περιπλάνηση ενός σκηνοθέτη που κάποια στιγμή άγγιξε τη ρίζα του οράματός του, είδε εν συνεχεία να ξεφτίζει η χαρά της δημιουργίας μέσα του, και, αίφνης, βρέθηκε πάλι μπροστά σε μια νέα αποκάλυψη.

Το 1983 ο Μπράιαν Ντε Πάλμα δεν θα λαθέψει μπρος στα εσωτερικά κελεύσματα της έμπνευσή του. Ο Σημαδεμένος ήταν γι’ αυτόν η σπάνια πρόνοια της τέχνης που παραδίδει σε λίγους αρεστούς τα κλέη της Γνωρίζοντας πως το αποτέλεσμα δεν θα πάει αδικαίωτο. Εν προκειμένω, δεν πήγε.

Η ζωή μετά τον Σημαδεμένο ήταν τρυφηλή για τον Ντε Πάλμα. Άνοιξαν πολλοί δρόμοι, αλλά ήταν πραγματικά ορθάνοιχτοι στο βαθμό που ήθελε πραγματικά μέσα του; Τι από εκείνη τη φλόγα του ’83 είχε παραμείνει άσβεστη μέσα του; Έκανε επιτυχίες, δεν χωράει αμφιβολία. Το Διχασμένο Κορμί και οι Αδιάφθοροι δεν ήταν ταινίες που γυρίστηκαν για να περιπέσουν στην ανυποληψία ή να στοιβαχτούν κάτω από τη σκόνη του χρόνου.

Ο Καρλίτο θέλει να επιστρέψει στον ίσιο δρόμο, αλλά η μοίρα του δεν τον αφήνει.

Η Υπόθεση Καρλίτο υπήρξε για χρόνια μια υποτιμημένη ταινία για τον γκανγκστερικό κόσμο που βγήκε από τα σπλάχνα των χολιγουντιανών στούντιο.

Ωστόσο, ήταν οι στουντιακές συνθήκες εκείνης της εποχής που όριζαν τα δεδομένα μιας καλλιτεχνικής φύσης που φαινόταν, αν δεν κραύγαζε, πως για άλλα διψούσε η ψυχή της. Έπρεπε να περάσουν δέκα συναπτά χρόνια παραζάλης και δουλειάς δίχως αύριο για να συναντηθεί ξανά ο Ντε Πάλμα με τον Αλ Πατσίνο και να φτιάξουν μέσα από τις θράκες του Σημαδεμένου, το αντεστραμμένο του είδωλο, τον Καρλίτο και την υπόθεσή του (Carlito’s Way, όπως ήταν ο αγγλικός τίτλος).

Για κάποια χρόνια, όχι λίγα, αυτές οι δύο ταινίες έμπαιναν στην άσκοπη βάσανο της σύγκρισης με αποτέλεσμα ο ηφαιστειώδης Μοντάνα να κατατρώει τις σάρκες του μελαγχολικού Καρλίτο. Πόσο λάθος. Ναι, η Υπόθεση Καρλίτο υπήρξε για χρόνια μια υποτιμημένη ταινία στον γκανγκστερικό κόσμο που βγήκε από τα σπλάχνα των χολιγουντιανών στούντιο.

Το παράξενο είναι ότι εκείνη την περίοδο, αρχές του ’90, ο Ντε Πάλμα φαινόταν ο λιγότερο πιθανός σκηνοθέτης να ασχοληθεί μ’ αυτή τη σκοτεινή πανίδα του υποκόσμου. Έρχεται, όμως, στα χέρια του το σενάριο του Ντέιβιντ Κεπ και καταρρίπτει μέσα του κάθε ενδοιασμό.

Ο Καρλίτο είναι παιδί της Νέας Υόρκης με ρίζες από το Πουέρτο Ρίκο που λύνει και δένει στα γρανάζια της κόκας. Δεν μιλάμε για έναν τυχαίο dealer, αλλά για μέλος της αφρόκρεμας. Καταλήγει στη φυλακή, μένει εκεί μέσα πέντε χρόνια και όταν τελικά αποφυλακίζεται, αντί να επιστρέψει στον γνώριμο λειμώνα του, σκορπώντας δεξιά και αριστερά σκόνες ως αντάλλαγμα για δέσμες δολαρίων, εκείνος οραματίζεται το φευγιό του, την άμεση απομάκρυνσή του από το «πεδίο των μαχών».

Ο Καρλίτο δεν θα καταφέρει να ξεφύγει.

Ο Αλ Πατσίνο φέρει στο πρόσωπό του την εγκαρτέρηση και τον πόθο μιας άλλης ζωής. Το βλέμμα του δεν έχει την οξύτητα του τυχοδιώκτη, αλλά τη μελαγχολία του αναχωρητή.

Από το σκοτάδι στο φως; Ακόμη και κάποιος που είναι βουτηγμένος στα σκατά έχει κάθε δικαίωμα να βλέπει τα άστρα. Ανεξάρτητα αν θα καταφέρει ποτέ να τα πιάσει. Ο Αλ Πατσίνο φέρει στο πρόσωπό του την εγκαρτέρηση και τον πόθο μιας άλλης ζωής. Το βλέμμα του δεν έχει την οξύτητα του τυχοδιώκτη, αλλά τη μελαγχολία του αναχωρητή.

O Λούις Γκούζμαν διαπρέπει στο ρόλο του Pachanga.

Ποιος, όμως, μπορεί να ξεφύγει από τη μοίρα του; Σε ένα καθοριστικό κλείσιμο του ματιού προς το καθαρόαιμο νουάρ, ο Ντε Πάλμα μας παραδίδει έναν ήρωα βασανισμένο από την ειμαρμένη του. Θέλει να ξεφύγει από το εμπόριο ναρκωτικών, αλλά διαπιστώνει σύντομα πως δεν ορίζει ούτε τη τύχη του ούτε τη ζωή του.

Μεταξύ παρανομίας, αποφυλάκισης και συντριβής, ο Καρλίτο θα προσπαθήσει να δουλέψει τίμια και καθαρά. Το El Paraiso, μια εταιρεία ενοικίασης αυτοκινήτων στις Μπαχάμες, είναι ένα όνειρο που δεν ολοκληρώνεται, καθώς ο Καρλίτο έχει ανάγκη από χρήματα για να ανοίξει τη δουλειά. Μπαχάμες; Δεν σας έρχεται στο νου το τροπικό σκηνικό που υπάρχει σαν ταπετσαρία στην πλάτη του Τόνι Μοντάνα την ώρα που ξεκαθαρίζει τους λογαριασμούς του με το παλαιό του αφεντικό; Ω, ναι!

Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων: ο Αλ Πατσίνο ακούει τον Μπράιαν Ντε Πάλμα.

Μη έχοντας άλλη διέξοδο, μπαίνει συνεταίρος σε ένα νυχτερινό μαγαζί, με μοναδικό στόχο του να μαζέψει τα χρήματα που του χρειάζονται. Είναι σαν να εισέρχεται εκουσίως (ξανά) στο λαβύρινθο της παρανομίας. Συναντάει τον μεγαλέμπορο ναρκωτικών, ο Μπένι Μπλάνκο (Τζον Λεγκούιζαμο), ο οποίος προτείνει στον Καρλίτο να συνεργαστούν μαζί για την διακίνηση μεγάλων ποσοτήτων ηρωίνης, αξιοποιώντας τις παλιές διασυνδέσεις του Καρλίτο. Ο Καρλίτο αρνείται πεισματικά, ζητώντας από τους μπράβους του μαγαζιού να τον πετάξουν έξω από το μαγαζί.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως ο Καρλίτο θα μπορούσε να είναι ένας μακρινός «συγγενής» του Μοντάνα.

Μόλις έχει ανοίξει το κουτί της Πανδώρας κι από εκεί μέσα ξεχύνονται όλες οι ατυχίες του. Το χτύπημα που θα του καταφέρει η παλιά του αγάπη, η Γκέιλ (Πενέλοπε Αν Μίλερ), θα είναι συναισθηματικά οδυνηρό. Την παρακαλάει να κάνουν ένα νέο ξεκίνημα, αλλά εκείνη αρνείται καθώς θεωρεί πως δεν έχει πραγματικά μεταμεληθεί. Εχει ή μήπως το ριζικό του είναι στιγματισμένο εξαρχής;

Τα πάντα βαίνουν προς το οριστικό δράμα, το οποίο θα επισπεύσει ο σατανικός δικηγόρος του, Κλάιφιλντ (ο Σον Πεν δίνει τα ρέστα του), που ζητάει από τον Καρλίτο να τον βοηθήσει σε μια απόδραση ένος πελάτη του μαφιόζου, λέγοντάς του ότι θα του δώσει τα χρήματα που χρειάζεται.

Ο Καρλίτο δέχεται να συμμετάσχει στο σχέδιο απόδρασης, πιστεύοντας ότι θα είναι και η τελευταία παράνομη δουλειά του. Ο Κλάιφιλντ όμως αποδεικνύεται αναξιόπιστος, καθώς κατά την διάρκεια της απόδρασης δολοφονεί τον μαφιόζο, βάζοντας σε μεγάλους μπελάδες τον Καρλίτο.

Ο Σον Πεν υποδύεται έναν δικηγόρο συνώνυμο της σατανικότητας.

Εκείνος φεύγει βιαστικά για το μαγαζί και παίρνει όσα χρήματα μπορεί προκειμένου να φύγει άμεσα από τη Νέα Υόρκη. Ειδοποιεί την Γκέιλ να τον περιμένει στο σιδηροδρομικό σταθμό για να πάνε μαζί στις Μπαχάμες. Ωστόσο, στην αποβάθρα του σταθμού τον περιμένει ο Μπένι Μπλάνκο και τον πυροβολεί θανάσιμα, στερώντας του την ευκαιρία να πραγματοποιήσει την επιθυμία του να φύγει μακριά από το σκοτεινό παρελθόν του.

Τι κάνει ο Ντε Πάλμα; Δεν αφήνει σε ησυχία τον ήρωά του, κανένας κατευνασμός. Η πόλη τον ακολουθεί κατά πόδας.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως ο Καρλίτο θα μπορούσε να είναι ένας μακρινός «συγγενής» του Μοντάνα, αλλά, όχι, ούτε ίδιοι είναι ούτε κουβαλούν παρόμοια σκιά. Ο Μοντάνα είναι μεγαλαυχικός, κραυγαλέος, ρήτορας της βίας, λευκοντυμένος. Ο Καρλίτο είναι ένας κρότος που θέλει να σιγήσει. Μια δύναμη κρούσης που αναζητεί το σημείο της ηρεμίας. Φοράει μαύρα θέλοντας να απορροφηθεί από το περιβάλλον, να εξαφανιστεί.

Τι κάνει ο Ντε Πάλμα; Δεν αφήνει σε ησυχία τον ήρωά του – κανένας κατευνασμός. Η πόλη τον ακολουθεί κατά πόδας. Η παραζάλη της τον καθηλώνει, τα έντονα χρώματά της (πόσο έκτυπα φαίνονται στην ταινία) τον φανερώνουν, τη στιγμή που αυτός θέλει να κρυφτεί. Νουάρ; Πιο νουάρ δεν γίνεται.

Kαταδίωξη μέχρι τελικής πτώσης.

Πίσω από την κάμερα, ο Ντε Πάλμα σκηνοθετεί με ευαισθησία την πάλη του ήρωά του. Μπροστά από την κάμερα ο Πατσίνο δημιουργεί με πλαστικότητα τη μορφή ενός ανθρώπου κουρασμένου, καταποντισμένου που αναζητεί επί ματαίω το φως.

Θα μπορούσε όλο αυτό να είναι ένα εσωτερικό παιχνίδι πάλης, αλλά ο Ντε Πάλμα δεν ξεχνάει τους όρους του παιχνιδιού και μας παραδίδει κάμποσες σκηνές αλλόφρονης καταδίωξης στους σκονισμένους δρόμους της πόλης. Παντού υπάρχει κυνηγητό, τρεχαλητό και ασθματική αίσθηση.

Τελικός προορισμός ο σταθμός του μετρό Grand Central Station κι ύστερα το τίποτα. Το εντεινόμενο σασπένς παραδίδει τη σκυτάλη στη σιγή, στο μη περαιτέρω, στην κατάπνιξη κάθε προοπτικής. Ορισμένοι άνθρωποι είναι καταδικασμένοι στο χαμό τους. Τους ρουφάει πριν το καταλάβουν.

 

Διαβάστε ακόμα: 40 χρόνια «Scarface». Η ιστορία ενός… αρχαιοελληνικού γκάνγκστερ.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top