1. Στο ατελιέ του Γιώργου Σταθόπουλου μια φορά κι έναν καιρό, διπλοτυπία. Διακρίνονται από δεξιά: Αλέκος Φασιανός, Τζίμης Πανούσης, Λίλη Πανούση, Κύριλλος Σαρρής, Γιώργος Μανιώτης και (καθιστός) ο Γιώργος Πανουσόπουλος.

Στο ατελιέ του Γιώργου Σταθόπουλου μια φορά κι έναν καιρό, διπλοτυπία. Διακρίνονται από δεξιά: Αλέκος Φασιανός, Τζίμης Πανούσης, Λίλη Πανούση, Κύριλλος Σαρρής, Γιώργος Μανιώτης και (καθιστός) ο Γιώργος Πανουσόπουλος.

Ναι. Σαράντα. Σαράντα χρόνια πια. Που μου φαίνονται, που μας φαίνονται από ’δω πια στο μέλλον ελάχιστα, αλλά και πολλά, πολύ παραπάνω. Ζωές, όχι μια ζωή μόνο, ζωές αλλεπάλληλες, κι η μια δίπλα αλλά και μες στην άλλη, και φιλίες παμπάλαιες πια, γέλιο, χαρά, αλλά και απώλειες, παρελθόν όλο και πιο επιθετικό, όλο και πιο σκληρό, ώρα με την ώρα όλο και πιο επικίνδυνο.

Γιατί, εκεί μέσα, στης Γούβας την ανύψωση, οι φίλοι του όλοι εναλλάξ, συχνά συνυπάρχοντες όλοι με όλους απλά κι ωραία, με χρώματα υποχρεωτικά δικά του, ευχάριστα σαν το πιο ευχάριστο πρωινό, γεύμα ή δείπνο, καθόλου μαυρόασπρα πράγματα, καθόλου σκιερά, κι ας τύχαινε, κι ας έπρεπε.

Κι ο Ρούσσος μια φορά κι έναν καιρό, κι ο Χρήστος πάντα, κι ο Μπίλι ο για μένα πιο συμπαθής, ο πατριώτης μου. Κι ο Ηλίας, βέβαια, κι ο Ζωρζ κάποιες φορές εκτάκτως. Κι εμείς. Κι ο Χατζιδάκις, εννοείται, που μια μέρα σταμάτησε μ’ ένα ταξί απέξω, βγήκε, μπήκε, πήρε έναν πίνακα του Σταθόπουλου και κίνησε προς την έξοδο. «Πού τον πας τον πίνακα;», τον ρώτησε ο Γιώργος. «Ο πίνακας αυτός μου ανήκει!», είπε ο Χατζιδάκις. «Γιατί; Πώς; Από πότε;». «Μου ανήκει γιατί μου αρέσει εμένα πιο πολύ από όσο σ’ οποιονδήποτε άλλον!» Κι έφυγε με το ταξί, όπως ήρθε. Το ίδιο ιδανικά, το ίδιο υπέροχα. Σαν και τη δική του τέχνη μαζί, σαν και τη δική του ζωή, ο Χατζιδάκις ο εκλεκτός πάλι.

Διαβάστε ακόμα: «Τότε που ο Μάνος Χατζιδάκις σαν να με αποχαιρέτησε με τη φράση ‘’Να προσέχεις τώρα’’»…

2. Ο ζωγράφος Γιώργος Σταθόπουλος στο ατελιέ του. «Των δικών μας ανθρώπων θυμάμαι στου ταπεινόφρονα αυτού τόπου την υπέροχη ανεξιθρησκεία, σε στιγμιαίων πάντα εγκλημάτων τον παράδεισο...», γράφει ο Κακίσης (Φωτογραφία Σωτήρης Κακίσης)

Ο ζωγράφος Γιώργος Σταθόπουλος στο ατελιέ του. «Των δικών μας ανθρώπων θυμάμαι στου ταπεινόφρονα αυτού τόπου την υπέροχη ανεξιθρησκεία, σε στιγμιαίων πάντα εγκλημάτων τον παράδεισο…», γράφει ο Κακίσης. (Φωτο: Σωτήρης Κακίσης)

Έν’ απόγευμα, είχα κι εγώ κάποτε τη φαεινή ιδέα να συνυπάρξουν εκεί μέσα ο Νίκος ο Χουλιαράς κι ο Αλέκος ο Φασιανός, οι ως τότε κάπως απόμακροι μεταξύ τους. Κι έλεγε ο Νίκος το ένα, κι ο Αλέκος το άλλο. Κι ανάμεσά τους ο αιώνιος αυτός προβοκάτορας, ο οικοδεσπότης, πότε να φουντώνει τον έναν, πότε τον άλλον, για τη ζωγραφική, για τις απόψεις τους. Για να γλιστράει συνέχεια από κάτω μας η όποια κοινή τους εμφανώς ελληνική πλατφόρμα, και οι εντάσεις να μένουν όπως τους αξίζει μετέωρες, αιώνια χρήσιμες, κι αυτές υπερβατικά κι αόρατα, στιγμιαία στον αέρα πάνω πίνακες, έργα.

Των δικών μας ανθρώπων θυμάμαι στου ταπεινόφρονα αυτού τόπου την υπέροχη ανεξιθρησκεία, σε στιγμιαίων πάντα εγκλημάτων τον παράδεισο, σε πάντοτε αναζωογονητική και πρόθυμη, επίμονη ευτυχία.

Θυμάμαι με τον Πανουσόπουλο και την Μπέττυ Λιβανού του Σταθόπουλου πάλι μαγειρική ακριβής και κρασί στα ποτήρια μας ακριβό, με Τζιμάκο κι Αθηνά η παρέα μας πια, βράδια. Θυμάμαι με Μάνο Βουλαρίνο και Γιώργο Γαλίτη και Βαγγελίτσα νεώτερους, μεσημέρια με ομελέτες όλο νόημα, χωρίς νόημα προς κάθε συζήτησης το πρόσκαιρο φως, προς κάθε, και της πιο καθημερινής μας κουβέντας, την αέναη προσπάθεια γι’ αποκαλύψεις, για τη δική μας, ταπεινή και εύχαρι –πάντα λόγω Σταθόπουλου– φιλοσοφία.

3. Ο Αλέκος Φασιανός κι ο Γιώργος Σταθόπουλος ζωγραφίζοντας τον Τζίμη Πανούση. (Φωτογραφία Σωτήρης Κακίσης)

Ο Αλέκος Φασιανός κι ο Γιώργος Σταθόπουλος ζωγραφίζοντας τον Τζίμη Πανούση. (Φωτο: Σωτήρης Κακίσης)

Θυμάμαι ακόμα και τον Κουμανούδη, με τον Βάσο μου τον Πτωχόπουλλο και τον Κύρριλο τον Σαρρή μου, εκεί μέσα για τελευταία φορά χαρούμενο, χαμογελαστό, ήρεμο. Των δικών μας ανθρώπων θυμάμαι στου ταπεινόφρονα αυτού τόπου την υπέροχη ανεξιθρησκεία, σε στιγμιαίων πάντα εγκλημάτων τον παράδεισο, σε πάντοτε αναζωογονητική και πρόθυμη, επίμονη ευτυχία.

Διαβάστε ακόμα: Η μποτιτσελική ομορφιά της Μαρίας Ζαμπάκου.

Άλλωστε, και η μαγεία λίγο θέλει για να μας παρηγορήσει. Όπως έγραφα, πριν καμιά τριανταριά χρόνια κι αυτό, για του ατελιέ του Γιώργου μια μυστική εκεί μέσα, μεταφυσική, ολονύκτια τελείως, αλλά το ίδιο σαν παραβολή των χρόνων μας, παράξενη ιστορία:

Έν’ απόγευμα, είχα κι εγώ κάποτε τη φαεινή ιδέα να συνυπάρξουν εκεί μέσα ο Νίκος ο Χουλιαράς κι ο Αλέκος ο Φασιανός, οι ως τότε κάπως απόμακροι μεταξύ τους…

«Γεγονός είναι ότι ένα κουνουπάκι μια σταλιά μπορεί να αντιστρέψει τελείως έναν πίνακα. Θα σας πω πώς: Ανοίγουμε πρώτα το φύλλο του πίνακα. Τον ετοιμάζουμε σχετικά. Δηλαδή, βάζουμε το φόντο και γεμίζουμε το τελάρο χρώμα, να μην είναι άσπρο. Υπολογίζουμε πού περίπου θα μπουν οι φυσιογνωμίες, πώς θα κοιτάνε, πού θα είναι από πάνω το φεγγάρι, πού θα είναι από κάτω το φεγγάρι. Για να στεγνώσει ο πίνακας και το πρωί να μας υποδεχτεί φρέσκος-φρέσκος και στεγνός-στεγνός, ακουμπάμε το τελάρο στο πάτωμα, σβήνουμε τα φώτα του ατελιέ (της ψυχής μα, πάλι), κλειδώνουμε καλά την πόρτα του ατελιέ (της ψυχής μα, πάλι), και πάμε για ύπνο ήσυχοι.

Γιώργος Σταθόπουλος: πορτρέτο του Τζιμάκου.

Γιώργος Σταθόπουλος: πορτρέτο του Τζιμάκου.

Όμως, τη νύχτα, που εμείς κοιμόμαστε ήσυχοι, χαλάει ο κόσμος. Πάνω στον πίνακα έχει καθίσει ένα κουνούπι, και κόλλησε το δυστυχισμένο στη φρέσκια μπογιά, στο φόντο. Όλη τη νύχτα που εμείς κοιμόμαστε ήσυχοι, το κουνούπι αυτό το δυστυχισμένο προσπαθεί απεγνωσμένα να ξεκολλήσει από το φόντο, η κοπελίτσα αυτή από τη σκηνοθεσία μας. Κάνει ατέλειωτες, για κουνούπι, διαδρομές πάνω στον πίνακα, σέρνεται σαν τάμα και αλλάζει τα σχέδια, το φεγγάρι εδώ το πάει από κάτω, το φεγγάρι εκεί το αφήνει εκεί. Γυρνάει μερικά σχήματα το μέσα έξω προτού ξεψυχήσει πάνω στο φόντο το σκοτεινό, μια ψυχούλα προτού την ψυχούλα της παραδώσει.

Κι έρχομαι ο ζωγράφος ήσυχα το πρωί, κι όλα έχουν πια αλλάξει μέσα στο ατελιέ, μέσα μου. Ο πίνακάς μου, επίσημος και σιωπηλός, κουβαλάει ένα σωματάκι πριν από λίγες ώρες ζεστό, σαν εκείνα που παίζουνε βόλεϊ ή πετάνε.

Γιώργος Σταθόπουλος, Σωτήρης Κακίσης, Blues Brothers. (Φωτογραφία Τζίμης Πανούσης)

Γιώργος Σταθόπουλος, Σωτήρης Κακίσης, Blues Brothers. (Φωτο: Τζίμης Πανούσης)

Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να ακολουθήσω με μαύρα τις νέες γραμμές τις δραματικές, να το τιμήσω. Να ξανακάνω τον πίνακα πάνω στις τελευταίες της διαδρομές, να σκεφτώ μια βλακεία, για να κρατηθώ. Να πω, π.χ., φωναχτά: -Αν δεν στεριώσεις κουνούπι, πίνακας δεν στεριώνει! Κι ύστερα, να προσέχω»…*

* Σωτήρης Κακίσης, «Οι Καλές Γυναίκες» , «Διάλειμμα για να Πιούμε Ταμ-Ταμ». Ίκαρος 1986.

ΥΓ: Της Λένας αυτό το κείμενό μου σήμερα, που τόσο της είχαν αρέσει τα λίγο καιρό πριν, πάλι εδώ λόγια μου για τον Μάνο Χατζιδάκι.

«Ολίγα περί του ζωγράφου Σταθόπουλου και περί των μοναχικών ασχολιών του». 

 

Διαβάστε ακόμα: To Νόμπελ Λογοτεχνίας έπρεπε να πάει στον Χαρούκι Μουρακάμι

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top