Η απόφασή του να αποχωρήσει από την υποκριτική δεν θα πρέπει να μας προκαλεί εντύπωση. Ο Ντάνιελ πάντα ήταν ιδιαίτερος (rte.ie).

Σε ηλικία μόλις 14 ετών, σχολιαρόπαιδο κανονικό, θα μπει στο καστ της δραματικής ταινίας «Sunday Bloody Sunday» του  Τζον Σλέσινγκερ υποδυόμενος έναν πιτσιρικά βάνδαλο. Ποιος θα μπορούσε, εν έτει 1971, να δώσει περισσότερη προσοχή σε έναν μικρό κομπάρσο με το όνομα Ντάνιελ-Ντέι Λιούις; Προφανώς ελάχιστοι. Ίσως οι συγγενείς του.

Μικρός ήθελε να γίνει μαραγκός. Ένας χειρώνακτας με άποψη.

Ο ίδιος θυμάται, πάντως, ότι πληρωνόταν δύο λίρες για να σπάει ακριβά αυτοκίνητα για τις ανάγκες του ρόλου του. «Ήταν ένας παράδεισος», θα πει έπειτα από δύο χρόνια.

Θα χρειαστεί να περάσουν ακριβώς 11 χρόνια και ως νιόβγαλτο ταλέντο να παίξει έναν μικρό ρόλο στην ταινία «Gandhi» του Ρίτσαρντ Ατένμπορο. Μικρός ρόλος, αλλά ευδιάκριτος πιά. Το νερό έχει μπει στο αυλάκι. Ο Λιούις αποφασίζει ότι αυτός είναι ο δρόμος που θα ακολουθήσει στη ζωή του.

Και να σκεφτεί κανείς πως μικρός ήθελε να γίνει μαραγκός. Ένας χειρώνακτας με άποψη. Καμία σχέση με τον πατέρα του που ήταν ποιητής ή την μητέρα του που ήταν ηθοποιός. Όχι, σε εκείνα τα άγουρα χρόνια της επαγγελματικής αναζήτησης, ο Ντάνιελ-Ντέι αποφασίζει να ακολουθήσει έναν δρόμο μακριά από τις θωπείες των τεχνών.

Ως Αβραάμ Λίνκολν (marketwatch.com).

Ήταν, δε, τόσο αποφασισμένος που έκανε τα χαρτιά του σε μια σχολή ξυλουργικής, αλλά τον απέρριψαν λόγω έλλειψης εμπειρίας. Στο σχολείο που τον είχαν εσώκλειστο ανακάλυψε ότι μπορούσε να δημιουργήσει δυο πράγματα. Αντικείμενα από ξύλο και φανταστικούς χαρακτήρες που του άρεσε να υποδύεται μαζί με τους φίλους του.

Αν φημιζόταν για κάτι ήταν το πείσμα και η αγριάδα του. Για τις ανάγκες του «ρόλου» του είχε υιοθετήσει μια έντονη, βαριά προφορά που πίστευε ότι τον έκανε τον σκληρό της παρέας! Οι τσακωμοί ήταν στην ημερήσια διάταξη. Οι γονείς του είδαν κι απόειδαν με τη συμπεριφορά του και τον έστειλαν τον έστειλαν εσώκλειστο στο ιδιωτικό σχολείο του «Sevenoaks», στο Κεντ. Αν και δεν του άρεσε το σχολείο, εκεί ήρθε σε επαφή με τα δυο βασικά του ενδιαφέροντα την ξυλουργική και την ηθοποιία. Μετά από δυο χρόνια στο Σεβενόουκς, ο Ντάνιελ μεταγράφηκε στο επίσης ιδιωτικό σχολείο «Bedales» στην κομητεία του Χαμσάιρ.

Είναι ξεχωριστός ο τρόπος που μελετάει τους ρόλους του.

Στο μεταξύ, η καριέρα του ως μαραγκός έληξε άδοξα κι έτσι στράφηκε στην πλευρά της υποκριτικής. Γράφτηκε στη χολή θεάτρου  «Bristol Old Vic», όπου φοίτησε για τρία χρόνια, ενώ παράλληλα έπαιζε στην ίδια σκηνή.

Από την ταινία «Γκάντι» και μετά, ο ένας ρόλος θα φέρει τον άλλο και η φήμη του θα αρχίσει να εδραιώνεται στην Ευρώπη και σύντομα να περνάει και στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. Οι ταινίες που θα παίξει τη δεκαετία του ’80 είναι βγαλμένες από το όνειρο κάθε νέου ηθοποιού: «Η ανταρσία του Μπάουντι», «Ωραίο μου πλυντήριο», «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι», «Το αριστερό μου πόδι». Σκηνοθέτες πρώτης γραμμής όπως ο Κάουφμαν, ο Φρίαρς ή ο Άιβορι όχι μόνο τον εμπιστεύονται, αλλά χτίζουν πάνω στο πρόσωπό του. Ο ίδιος, σιγά σιγά αρχίζει να διαμορφώνει ένα δικό του στιλ «ανάγνωσης» των ρόλων.

Κρατώντας τα τρία Όσκαρ (Independent.co.uk).

Έχει δηλώσει πως ποτέ δεν βασανίστηκε από κάποιο απωθημένο με ρόλους. Δεν τον ενδιέφερε να παίξει κάτι ή κάποιον συγκεκριμένο ρόλο, αλλά μπορεί να εισχωρήσει στα έγκατα του προσώπου που υποδυόταν κάθε φορά, έτσι ώστε να μένει στο τέλος στον θεατή αυτή η περίεργη αίσθηση της πρωτόγνωρης εμπειρίας.

Παίζοντας Άμλετ κατέρρευσε στη μέση της σκηνής. Σαν να είδε το φάντασμα του πατέρα του.

Η υποκριτική του ικανότητα φτάνει στο απόγειό της στην ταινία «Το αριστερό μου πόδι, οπότε και παίρνει -δικαίως- το Όσκαρ Α’ Αντρικού ρόλου το 1989. Δίχως να τρελαθεί με τα φώτα της δημοσιότητας, αποφασίζει να επιστρέψει στο θέατρο για να συνεργαστεί με τον Ρίτσαρντ Έιρ, παίζοντας τον Άμλετ στο Royal National Theatre του Λονδίνου.

Ωστόσο, του συνέβη ένα περιστατικό που τον σημάδεψε. Κάποια στιγμή κατέρρευσε στη μέση της σκηνής όπου το φάντασμα του πατέρα του Άμλετ πρωτοεμφανίζεται στο γιο του. Άρχισε να κλαίει ανεξέλεγκτα και αρνήθηκε να επιστρέψει στη σκηνή, οπότε ο αντικαταστάτης του αναγκάστηκε να ολοκληρώσει το έργο.

Διαδόθηκε η φήμη ότι ο Ντέι Λιούις είχε δει το φάντασμα του πατέρα του (τον έχασε όταν ήταν 15 ετών), αν και επίσημα το περιστατικό αποδόθηκε σε υπερκόπωση. Σε βρετανική τηλεοπτική εκπομπή στο ITV ο ίδιος επιβεβαίωσε τη φήμη. Δεν εμφανίστηκε ξανά στη σκηνή έκτοτε. Θα είναι μια από τις πολλές αποφάσεις που θα πάρει και δεν θα γίνουν κατανοητές από τον πολύ κόσμο, αλλά θα καταδείξουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του.

Στην ταινία «Θα χυθεί αίμα» (Alamy Stock).

Το 1992, τρία χρόνια μετά το Όσκαρ, πρωταγωνίστησε στην ταινία «Ο τελευταίος των Μοϊκανών» (The Last of the Mohicans), ενώ συνεργάστηκε και πάλι με τον Τζιμ Σέρινταν στην ταινία «Εις το Όνομα του Πατρός». Έχασε πολλά κιλά για το ρόλο, διατήρησε τη βορειοϊρλανδική του προφορά σε όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων και πέρασε μεγάλα χρονικά διαστήματα σε ένα κελί. Επίσης επέβαλε στο προσωπικό της ταινίας να του πετάει κρύο νερό και να τον βρίζει.

Τη δεκαετία του ’90 μετακόμισε στη Φλωρεντία, στην Ιταλία, όπου γοητεύτηκε από την τέχνη των τσαγκάρηδων.

Το 1996, πρωταγωνίστησε δίπλα Γουϊνόνα Ράιντερ στην ταινία «Οι μάγισσες του Σάλεμ» βασισμένη ομώνυμο στο θεατρικό έργο Άρθουρ Μίλλερ. Ακολούθησε η ταινία του Τζιμ Σέρινταν και πάλι, «Ο μποξέρ», μετά την οποία ο Ντέι Λιούις ημι-αποσύρθηκε από την υποκριτική και επέστρεψε στην παλιά του αγάπη, την ξυλουργική. Μετακόμισε στη Φλωρεντία, στην Ιταλία, όπου γοητεύτηκε από την τέχνη των τσαγκάρηδων. Ιδού πόσο ιδιαίτερος είναι.

Χρειάστηκε να περάσουν πέντε χρόνια μετά την τελευταία του ταινία, όταν ο Λιούις επέστρεψε με τις «Συμμορίες της Νέας Υόρκης» μια έξοχη ταινία εποχής του Μάρτιν Σκορτσέζε (με τον οποίο είχε συνεργαστεί και στην ταινία «Τα χρόνια της αθωότητας». Στη συνέχεια, η σύζυγός του, σκηνοθέτιδα Ρεμπέκα Μίλλερ (κόρη του θεατρικού συγγραφέα Άρθουρ Μίλλερ), του έδωσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία «Μπαλάντα για δύο: Τζακ και Ρόουζ» (The Ballad of Jack and Rose, 2005).

Αν μη τι άλλο έχει το δικό του στιλ (wmagazine.com).

Το 2007, ο Ντέι Λιούις εμφανίστηκε στην ταινία του Πολ Τόμας Άντερσον «Θα χυθεί αίμα» και θα καταπλήξει. Κέρδισε το βραβείο BAFTA, Χρυσή Σφαίρα και Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου για το ρόλο του στην ταινία.

Το 2012, υποδύθηκε τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Αβραάμ Λίνκολν, στην ομώνυμη ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ, όπου εμφανίστηκε στο πλευρό του Τόμι Λι Τζόουνς και της Σάλι Φιλντ σε μια ερμηνεία που του χάρισε για άλλη μια φορά την εύνοια των κριτικών καθώς και το τρίτο του Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου, Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ανδρικής Ερμηνείας σε Δράμα, Βραβείο BAFTA και Βραβείο SAG. Με την τρίτη του νίκη στα Όσκαρ έγινε ο μοναδικός άνδρας ηθοποιός με τρία Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου.

Κι ενώ βρίσκεται στην κορυφή του Έβερεστ, πριν από ελάχιστα χρόνια ανακοίνωσε πως εγκαταλείπει την ηθοποιία. Η τελευταία του ταινία ήταν το 2017. Τότε έπαιξε στην «Αόρατη Κλωστή», το ερωτικό δράμα του Πολ Τόμας Άντερσον, με τον οποίο είχε συνεργαστεί ξανά στο «Θα Χυθεί Αίμα».

Οι τιμές; Δεν του είπαν ποτέ τίποτα. Καίτοι, το 2014 ο πρίγκιπας Γουίλιαμ τον χρίζει Ιππότη. Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να ζει σε μικρό χωριό της Ιρλανδίας μαζί με την δεύτερη γυναίκα του (η πρώτη ήταν η ηθοποιός Ιζαμπέλ Ατζανί) και να περνάει τον χρόνο του δημιουργικά. Οπως εκείνος εννοεί την έννοια της δημιουργίας. Να σκεφτεί κανείς πως είναι μόλις 63 ετών. Αλλοι στην ηλικία του ψάχνουν ακόμη τον μεγάλο ρόλο.

 

Διαβάστε ακόμα: Κιάνου Ριβς, ο ορισμός της περιπτωσάρας.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top