Από το εξώφυλλο του δίσκου που κυκλοφόρησε στη συνέχεια.

Το καλοκαίρι του ’71, πήγαμε οικογενειακώς να παραθερίσουμε στη Γλυφάδα. Μέναμε τότε στο κέντρο και οι διακοπές στην «εξοχή» θα μας έδιναν την ευκαιρία όχι μόνο για καθημερινά μπάνια, αλλά και για παρέα με δύο φιλικές οικογένειες εκεί. Μείναμε στο Villa Sophie (δεν υπάρχει πια), κάτι μεταξύ ξενοδοχείου και ενοικιαζομένων διαμερισμάτων, με τους ενοίκους του να είναι ένα μείγμα από Έλληνες παραθεριστές και Αμερικανούς της βάσης του Ελληνικού.

Το καλοκαίρι εκείνο, ανάμεσα σε άλλες εμπειρίες, γνώρισα και κάποια πράγματα που θα καθόριζαν τη ζωή μου – αν και τότε δεν το είχα συνειδητοποιήσει. Ένα από αυτά ήταν η καθημερινή επαφή με αμερικανικές οικογένειες που με βοήθησε να βελτιώσω τον χειρισμό των αγγλικών πάνω που είχα ξεκινήσει να τα μαθαίνω.

Ενδέχεται να το ξεχνάμε αλλά ήταν απόντες οι Beatles, Byrds, Doors, Bob Dylan, Led Zeppelin, Arthur Lee & Love, Rolling Stones, Simon & Garfunkel και άλλοι.

Ηταν το καλοκαίρι του έρωτα και της ανεμελιάς (φωτογραφίες: GQ).

Ένα άλλο ήταν ο ραδιοφωνικός σταθμός της βάσης ο οποίος αποτέλεσε μια άλλη… βάση για μένα: αυτή της σχέσης μου με τη σύγχρονη δυτική μουσική – για την κλασική είχαν φροντίσει οι γονείς μου. Και ένα τρίτο, ήταν τα καλοκαιρινά σινεμά της περιοχής στα οποία καταβροχθίζαμε τις κυκλοφορίες του χειμώνα. Μία από αυτές ήταν και η ταινία του Woodstock.

Δεν παίρνω όρκο για το πότε ακριβώς είδα το φιλμ, έχω όμως ακόμα στο μυαλό μου την εικόνα για το πότε άκουσα τη μουσική του: μαζεμένοι στο σπίτι του Νίκου και του Γρηγόρη, ακούμε ευλαβικά στο μπομπινόφωνο τον δίσκο από την αρχή μέχρι το τέλος, πίνοντας αναψυκτικά που έχουμε προμηθευτεί από Αμερικανούς του ξενοδοχείου τα οποία δεν υπήρχαν ακόμα στην ελληνική αγορά.

Το Woodstock ήταν ένα κομβικό γεγονός για το οποίο έχουν γραφτεί πολλά. Με το πέρασμα δε των χρόνων έχει περάσει στη σφαίρα του μύθου. Στην επέτειο των 53 χρόνων του, θα προσπαθήσω να το αντιμετωπίσω πιο ψύχραιμα. Και επειδή δεν έχει νόημα να επαναλαμβάνω χιλιοειπωμένες πληροφορίες, θα προσπαθήσω να πάω ανάποδα και να το βάλω σε ένα πιο «αποστασιοποιημένο» πλαίσιο, τονίζοντας το τί δεν ήταν και επισημαίνοντας κάποιες λιγότερο γνωστές πτυχές του.

Κι όμως, αυτή η συνάθροιση δεν ήταν εξαρχής προγραμματισμένη να συμβεί (φωτογραφία: Shutterstock).

Δεν ξεκίνησε ως φεστιβάλ

Αρχικά, οι διοργανωτές είχαν στόχο την κατασκευή και εκμετάλλευση ενός στούντιο στην πόλη του Woodstock, μιας και η μικρή πόλη της Πολιτείας της Νέας Υόρκης ήταν καταφύγιο πολλών καλλιτεχνών από τη δεκαετία του ’60. Μετά από αρκετές συζητήσεις, το εγχείρημα κατέληξε σε φεστιβάλ. Συνεργάτες στο project ήταν οι Michael Lang, Artie Kornfeld, Joel Rosenman, και John P. Roberts. Οι δύο πρώτοι ήταν ήδη στο χώρο της μουσικής (ο ένας στη διοργάνωση συναυλιών, ο δεύτερος παραγωγός σε δισκογραφική εταιρεία) και οι άλλοι δύο ήταν επενδυτές.

Δεν έγινε στο Woodstock

Αρχική επιθυμία των διοργανωτών ήταν να κάνουν το φεστιβάλ στην ομώνυμη πόλη, αλλά δεν τα κατάφεραν λόγω αντιδράσεων τοπικών παραγόντων. Μετά από άλλες δύο αποτυχημένες προσπάθειες, στο Saugerties και το Wallkill, τελικά το φεστιβάλ φιλοξενήθηκε, μεταξύ 15-18 Αυγούστου του 1969, στο Bethel, νοικιάζοντας ένα μέρος της φάρμας του γαλακτοπαραγωγού Max Yasgur ο οποίος εξέτρεφε 650 αγελάδες.

Ο Τζίμι Χέντριξ ήταν από τις εκρηκτικές μορφές του φεστιβάλ (φωτογραφία: ultimateclassicrock.com).

Δεν τράβηξε τα κορυφαία ονόματα

Το Woodstock είχε αναμφισβήτητα καλό ρόστερ, αλλά δεν συγκέντρωσε τα κορυφαία ονόματα της εποχής, είτε γιατί δεν προσκλήθηκαν, είτε γιατί προσκλήθηκαν και αρνήθηκαν. Για τους παραπάνω λόγους, ήταν απόντες οι Beatles, Byrds, Doors, Bob Dylan, Led Zeppelin, Arthur Lee & Love, Rolling Stones, Simon & Garfunkel και άλλοι.

Ο πιο ακριβοπληρωμένος ήταν ο Jimi Hendrix, ο οποίος εισέπραξε –οι πηγές διαφωνούν– από $18.000 έως $30.000 (περίπου $125.000-210.000 σημερινά).

Δεν πλήρωσε ακριβά τους καλλιτέχνες

Οι διοργανωτές πλήρωσαν καλά κάποιους καλλιτέχνες για «κράχτες», θεατών και άλλων καλλιτεχνών, αλλά οι περισσότεροι είχαν σχετικά χαμηλές αμοιβές. Κι αυτό γιατί το ροκ και οι συναυλίες δεν ήταν τότε η μπίζνα που έγινε μετά. Ο πιο ακριβοπληρωμένος ήταν ο Jimi Hendrix, ο οποίος εισέπραξε –οι πηγές διαφωνούν– από $18.000 έως $30.000 (περίπου $125.000-210.000 σημερινά). Δεν είμαι ορκωτός λογιστής συναυλιών, αλλά είμαι σίγουρος ότι τα κορυφαία ονόματα σήμερα τα καταφέρνουν πολύ καλύτερα.

Η τιμή πόρτας ($24) δεν εισπράχθηκε ποτέ, ενώ η τιμή προπώλησης ήταν $18 (φωτογραφία: Shutterstock).

Δεν ήταν φτηνό για τους θεατές

Η τιμή πόρτας ($24) δεν εισπράχθηκε ποτέ, ενώ η τιμή προπώλησης ήταν $18. Για τρεις μέρες μουσικής αυτά φαίνονται λίγα, αλλά σε σημερινές τιμές (περίπου $125) δεν είναι. Κάνοντας σύγκριση με ένα αντίστοιχο σημερινό φεστιβάλ, π.χ. το Glastonbury, με εισιτήριο £280 ($330), το Woodstock φαίνεται να «συμφέρει». Μέχρι βέβαια να συνυπολογίσουμε ότι το αγγλικό φεστιβάλ διαρκεί πέντε μέρες, έχει πολλαπλάσιες μπάντες και καλύτερες συνθήκες σε όλα τα επίπεδα (π.χ. οργανωμένο camping). Όλα είναι σχετικά· ό,τι πληρώσεις παίρνεις.

Το εγχείρημα ξέφυγε, η συναυλία μετατράπηκε σε τριήμερη δωρεάν παροχή για μισό εκατομμύριο ανθρώπους και οι διοργανωτές έχασαν $1.3 εκατ. ($9 εκατ. σημερινά).

Δεν έβγαλε λεφτά

Κέρδη δεν επιτεύχθηκαν παρά το γεγονός ότι το πράγμα ξεκίνησε καλά. Χάρη στη δουλειά μιας εταιρείας δημοσίων σχέσεων που προσέγγισε κολεγιακά και εναλλακτικά μέσα, οι διοργανωτές είχαν προπωλήσεις 50.000 εισιτηρίων. Όλα όμως ανατράπηκαν από την πρωτοφανή συρροή του κόσμου, σε συνδυασμό με παραβλέψεις στην υλοποίηση.

Ο έλεγχος εισιτηρίων αποδείχτηκε ανέφικτος, ενώ τα έξοδα (αναμενόμενα ή όχι) πολλαπλασιάστηκαν. Το εγχείρημα ξέφυγε, η συναυλία μετατράπηκε σε τριήμερη δωρεάν παροχή για μισό εκατομμύριο ανθρώπους και οι διοργανωτές έχασαν $1.3 εκατ. ($9 εκατ. σημερινά)! Τις επόμενες δεκαετίες, θα κατάφερναν να κάνουν σταδιακά break-even, μέσω των πωλήσεων των δίσκων και της ταινίας του Mike Wadleigh.

Δεν είχε πολιτικό χαρακτήρα

Έχει επιχειρηθεί κατά καιρούς να συνδεθεί το Woodstock με τις αξίες, τις ιδέες και τα κινήματα της εποχής επειδή συντελεί στον μύθο. Στην πραγματικότητα, ήταν μια φυγή από αυτά. Όπως γράφτηκε εύστοχα στην εικοστή του επέτειο, «ήταν μια απολιτική συγκέντρωση μισού εκατομμυρίου ανθρώπων που ήθελαν να ξεφύγουν για ένα τριήμερο από το Βιετνάμ, τις φυλετικές εντάσεις, τη φτώχεια και ό,τι άλλο τους απασχολούσε»(*).

Οι καλλιτέχνες δεν εκφράστηκαν πολιτικά: κάποιες δηλώσεις της Joan Baez, κάποια τραγούδια με πολιτική απόχρωση και αυτό ήταν.

Οι διοργανωτές, από τη μεριά τους, επίσης δεν είχαν πολιτική στην ατζέντα τους: παρά τα μηνύματα της εποχής, τις κοινωνικές αλλαγές και τους «καιρούς που άλλαζαν», προσκάλεσαν κυρίως λευκούς rockers. Μαύροι καλλιτέχνες ήταν τρεις στους 27: Richie Havens, Sly & The Family Stone και Jimi Hendrix.

Αλλά ούτε και οι καλλιτέχνες εκφράστηκαν πολιτικά: κάποιες δηλώσεις της Joan Baez, κάποια τραγούδια με πολιτική απόχρωση και αυτό ήταν. Μια απόπειρα του Abbie Hoffman (των “Chicago Seven”) να κάνει κατάληψη της σκηνής με δηλώσεις υπέρ του φυλακισμένου John Sinclair την ώρα που έπαιζαν οι Who, τον βρήκε αντιμέτωπο (στην κυριολεξία) με την κιθάρα του Pete Townshend.

Η Τζόαν Μπαέζ ήταν από τις εμβληματικές μορφές του Γούντστοκ (φωτογραφία: wolfgangs.com).

Δεν έφτιαξε και δεν χάλασε καριέρες

Έχει συζητηθεί αρκετά το ποιοι κέρδισαν με την παρουσία τους και ποιοι έχασαν με την απουσία τους εκεί, αλλά η ιστορία έχει δείξει ότι τελικά όλα κρίνονται σε διάρκεια χρόνου. Η μη εμφάνιση στο φεστιβάλ δεν έβλαψε τον Dylan, τους Stones, τους Jethro Tull ή τους Zeppelin.

Αντίστοιχα, η εμφάνιση των Quill και των Sweetwater δεν τους έστρωσε με ροδοπέταλα τον δρόμο προς την επιτυχία. Οι εντυπωσιακές εμφανίσεις των Ten Years After και Joe Cocker δεν είχαν την ίδια συνέχεια: οι πρώτοι χάθηκαν σε μια πενταετία, ενώ ο δεύτερος πουλούσε δίσκους και γέμιζε συναυλίες μέχρι τη δεκαετία του 2010. Αυτό που σίγουρα έκανε το Woodstock, ήταν να αναδείξει (Santana) ή να επιβεβαιώσει πόσο καλοί ήταν κάποιοι (The Who).

Ήταν επίσης ένα κομβικό σημείο, καθώς αποτέλεσε προπομπό της μεταστροφής στη βιομηχανία των συναυλιών (φωτογραφία: Shutterstock).

Τελικά, τι ήταν το Woodstock;

Το Woodstock ήταν μοναδικό γιατί ήταν ένα εγχείρημα που παρά τις αποτυχίες του, πέτυχε και έμεινε στην ιστορία. Ίσως γι αυτό πέρασε στη σφαίρα του μύθου, με αποτέλεσμα να λατρεύεται τόσο από κάποιους που ήταν εκεί, ακόμα περισσότερο από πολλούς περισσότερους που δεν ήταν εκεί και βέβαια από όσους ζουν από αυτό. (Βλέπε επανεκδόσεις της μουσικής και της ταινίας, επετειακές συναυλίες ανά δεκαετία, μουσείο Woodstock κ.λπ.).

Μετά από το Woodstock, οι συναυλίες πήγαν από τα θέατρα και τα club στις αρένες και τα στάδια.

Ήταν επίσης ένα κομβικό σημείο, καθώς αποτέλεσε προπομπό της μεταστροφής στη βιομηχανία των συναυλιών: μετά από το Woodstock, οι συναυλίες πήγαν από τα θέατρα και τα club στις αρένες και τα στάδια. Πάνω από όλα όμως, ήταν αναμφισβήτητα μια γιορτή της μουσικής, όπως εκφράστηκε από τον Max Yasgur επί σκηνής: «Αποδείξατε στον κόσμο ότι 500.000 παιδιά μπορούν να περάσουν τρεις μέρες με κέφι και μουσική, τρεις μέρες μόνο με κέφι και μουσική».

Αυτός ο μπόμπιρας (σήμερα μεσήλικας) θα έχει να λέει πως ήταν εκεί (φωτογραφία: GQ).

Προσωπικά, η μουσική του Woodstock με μύησε στο ροκ και σε ό,τι αυτό αντιπροσώπευε. Γιατί η μουσική τότε ήταν κάτι παραπάνω από μουσική: ήταν μέρος της ταυτότητας μιας ολόκληρης γενιάς (και όχι μόνο μίας).

Κάποιους από τους καλλιτέχνες που έπαιξαν εκεί τους ακούω ακόμα και σήμερα, όχι γιατί νοσταλγώ την εφηβεία μου, αλλά γιατί η μουσική τους είναι εξαιρετική και τα τραγούδια τους επίκαιρα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι Crosby, Stills, Nash & Young, που είχα την ευκαιρία να τους δω να παίζουν σχεδόν τέσσερις δεκαετίες μετά. Και ειλικρινά, δεν μπορώ να περιγράψω τι αισθάνθηκα όταν έπαιξαν το “Woodstock” στο encore…

Ο Max Yasgur θα πει επί σκηνής: «Αποδείξατε στον κόσμο ότι 500.000 παιδιά μπορούν να περάσουν τρεις μέρες με κέφι και μουσική, τρεις μέρες μόνο με κέφι και μουσική».

Μάλλον δεν ξέρατε ότι…

– Η Joan Baez τραγούδησε ενώ ήταν έγκυος έξι μηνών.

– Το Jeff Beck Group φαίνεται στη διαφημιστική αφίσα του φεστιβάλ, αλλά δεν έπαιξε γιατί ο Beck αποφάσισε την τελευταία στιγμή να διαλύσει το συγκρότημα. Ο πιανίστας τους Nicky Hopkins όμως, έπαιξε με τους Jefferson Airplane.

– Οι Crosby, Stills, Nash & Young έπαιξαν ένα ακουστικό και ένα ηλεκτρικό σετ. Ο τελευταίος έπαιξε κυρίως στο δεύτερο, αλλά αρνήθηκε να εμφανιστούν πλάνα του στην ταινία, γι αυτό και δεν φαίνεται πουθενά.

– Οι Santana οφείλουν τη συμμετοχή τους στον μάνατζέρ τους Bill Graham, ο οποίος σχεδόν τους επέβαλε στους διοργανωτές, απειλώντας να αποσύρει τους Grateful Dead. Πληρώθηκαν λίγο, αλλά δεν τους πείραξε: δύο εβδομάδες μετά, κυκλοφόρησε το 1ο τους άλμπουμ και πήγε στο #4 του Billboard.

– Το δελτίο υγείας του φεστιβάλ κατέγραψε δύο θανάτους, δύο γέννες, τέσσερις αποβολές, αρκετά θύματα τραυματισμών (κυρίως από ξυπόλυτο περπάτημα σε σπασμένα γυαλιά) και 742 περιπτώσεις κατάχρησης ουσιών. Επίσης, παρουσιάστηκαν και αρκετά κρούσματα από «καμένα μάτια» (είμαι σε trip και είναι ωραίο να χαζεύω τον ήλιο κατάματα).

– Λόγω μεγέθους της έκτασης και ιδιομορφίας του χώρου, στο Woodstock το ηχητικό σύστημα έπρεπε να «χτιστεί» από την αρχή γιατί δεν υπήρχαν συστήματα προς ενοικίαση στην αγορά να καλύψουν τις απαιτήσεις. Η ιδιοκατασκευή που σχεδίασε ο υπεύθυνος ήχου Bill Hanley περιλάμβανε ηχεία της Altec και της JBL, με κάποια από αυτά να ζυγίζουν μέχρι και 500 κιλά. Το σύστημα αυτό αποτέλεσε οδηγό για υπαίθριες συναυλίες τα επόμενα χρόνια, με το όνομα “the Woodstock bins”.

– Ο φωτισμός ήταν ακόμα πιο δύσκολη υπόθεση. Είχε σχεδιαστεί για άλλη τοποθεσία και όταν αυτή άλλαξε δεν μπορούσε ούτε να χρησιμοποιηθεί, ούτε να ξενοικιαστεί. Ο υπεύθυνος φωτισμού Chip Monck έσωσε την κατάσταση εγκαθιστώντας 12 προβολείς των 1,300W σε τέσσερις πύργους γύρω από τη σκηνή. Κάθε προβολέας ζύγιζε 270 κιλά και οι χειριστές τους δούλευαν σε ύψος 18 μέτρων.

Η Τζάνις Τζόπλιν έχτισε τον δικό της μύθο (lifetime.com).

Για πολλά χρόνια μετά, θα έκανε καριέρα ως lighting designer σε πολλές συναυλίες, μεταξύ των οποίων στις περιοδείες των Rolling Stones, αλλά και σε μεγάλα αθλητικά γεγονότα όπως οι Ολυμπιακοί του Λος Άντζελες. Ο Monck όμως έκανε και άλλη δουλειά: όταν ο Lang ανακάλυψε ότι είχε ξεχάσει να προσλάβει εκφωνητή (MC) για το Φεστιβάλ, επιστράτευσε αυτόν. Είναι η δική του φωνή στις περισσότερες ανακοινώσεις.

* David Fricke, Rolling Stone Magazine, 08/1989

 

// Ο Μωρίς Σιακκής σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες «εδώ» και «έξω» και έχει μόνιμη αδυναμία στη μουσική, την ιστορική έρευνα και τα ταξίδια. Έχει κάνει τη σειρά ραδιοφωνικών εκπομπών «Ροκ Ιστορίες» στο ΒΗΜΑ FM, έχει γράψει άρθρα και έχει δημοσιεύσει δύο βιβλία για την ιστορική εξέλιξη του ροκ: “Let the rock stories roll” (Εκδόσεις Ποταμός) και “448 μίλια, εκατομμύρια νότες” (Εκδόσεις Μαριλού).

 

Διαβάστε ακόμα: Τι κάνει μια συναυλία αλησμόνητη;

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top