2013-09-27

«Στα καφενεία, στις ταβέρνες, στις μπάρες, στα γραφεία, έχουμε μυηθεί, πια, στην αναρχία της υπάρξεως, και δεν χρειαζόμαστε καπεταναίους, το πλοίο είναι στα χέρια μας…»

Μεζέδες Για Μερακλήδες

Πλαταίνει το δειλινό, και σε προσκαλεί στα τραπεζάκια έξω (ή μέσα), στον Καπετάν Μιχάλη, ή στη Λέσβο, ή στην Κρήτη, για τσίπουρο καθαρό, και μεζέδες, και για λίστες μερακλίδικες, μέσα στην αναρχία του ρεφενέ, με ετερόκλητα υλικά, όπως τα φαγιά στο Ουζερί Βυζάντιο, στις Βρυξέλλες, που είχε ρεπό κάθε Δευτέρα και Τρίτη, όπως το άλλο Βυζάντιο (η χαμένη πατρίδα του Ανθρώπου), στο μυθιστόρημα του Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκη.

«Έφτασα να διακρίνω στην πράξη της γραφής έναν χορό της άκρας χειρός, έναν χορό που διαρκεί αιώνες αιώνων. […] η ίδια η γραφή αποτελεί μυθική διαδικασία. Γράφοντας αληθώς μυθεύομαι», λέει ο Πεντζίκης Υιός, και με διαολίζει πασχαλιάτικα, πέρσι, γιατί τέτοια βιβλία τα ζηλεύεις, άσε που τίθεται κι ένα θέμα γονιδίων, πώς στο καλό πάει σόι, κατά κυριολεξία, το Βασίλειο.

[Μιλώντας για βασιλιάδες, κεραστείτε άφοβα την Έρση, και την Αρχιτεκτονική, και τον Εκκλησιασμό, και όλα, τα Άπαντα του Πεντζίκη Πατρός, γιατί αυτός είναι ο αδιαφιλονίκητος Βασιλιάς της σύγχρονης πεζογραφίας μας, και μην σας τρομάζουν οι τρομαγμένοι που τον λένε δυσανάγνωστο, και άλλες μπούρδες]

Έτσι όπως είμαστε, λοιπόν, αραχτοί στο Βυζάντιο, και θέλουμε να μείνουμε παρόντες στο παρόν, χρειάζεται να σμιλέψουμε τον Χρόνο, τραγουδώντας προσευχές, γιατί, ό,τι κι αν λέει η καλπάζουσα εξυπνάδα: «Καλλιτέχνης χωρίς πίστη είναι σαν ζωγράφος τυφλός εκ γενετής», και ο Ταρκόφσκι μας το θυμίζει συνέχεια.

Μιλάμε, όμως, για Χρόνο, και μιλάμε για Πίστη, και, αναπόφευκτα, θα πέσουμε στην Ποίηση, και σε ένα εύρημα που εμένα μόλις πρόσφατα μου φανερώθηκε, δια χειρός Μπαμπασάκη, σημειωτέον, και που αστράφτει στη βραχυλογία του, και ξορκίζει τον μαγκούφη τον θάνατο.

«Από παιδιά κιόλας, ερωτευόμαστε, κάθε εκατό μέτρα, για να ξορκίσουμε το θάνατο», ή: «Πηδιόμαστε όλο το απόγευμα κάτω απ’ το φως του ήλιου, σε μια υπόκωφη σιωπή για να ξορκίσουμε το θάνατο”, ή: “Μια ωραία κηδεία, ξόρκι στο θάνατο».

TobyzantioexeirepoΚι έτσι ξορκίζοντας το ξόδι πορευόμαστε, και αγαπώντας ξορκίζουμε, και αγαπώντας υπάρχουμε, γιατί δεν γελιόμαστε, ότι cogito πάει να πει sum, αφού είναι φως φανάρι ότι amo, και μόνο αυτό, συνεπάγεται sum, γι’ αυτό παραπέμπω στον ανιψιό του γέροντα Σωφρόνιου, τον πατέρα Νικόλαο Σαχάρωφ, που κάποτε μας έδειξε τον τάφο του, στο Έσσεξ, δίχως να μιλήσει για το αριστούργημά του, που, μιλώντας για τον θείο του, μας ξαναδίνει το μέτρο μας: «Και ωθώντας, όντως, στα άκρα τα όρια της ανθρώπινης θέωσης, λέει ότι ο άνθρωπος γίνεται κατά χάριν άναρχος».

Γιατί στα καφενεία, στις ταβέρνες, στις μπάρες, στα γραφεία, έχουμε μυηθεί, πια, στην αναρχία της υπάρξεως, και δεν χρειαζόμαστε καπεταναίους, το πλοίο είναι στα χέρια μας, και στα χέρια των μαρτύρων μας, που απαντούν με υψηλή ευγένεια, στις μωρολογίες των καταρτισμένων εξυπνάκηδων, και επίδοξων καπεταναίων της καθ’ ημάς Αρμάδας.

«Θυμάμαι ένα μεγάλο οργισμένο γράμμα που είχα λάβει κάποτε από έναν τύπο που έλεγε πως δεν είχα δικαίωμα να λέω πως δεν μου άρεσε ο Σαίξπηρ. Πολλοί νέοι θα με πίστευαν και δεν θα ενδιαφέρονταν να διαβάσουν τον Σαίξπηρ. Δεν ήταν σωστό να κρατήσω τέτοια στάση. Όλο το γράμμα πήγαινε έτσι. Δεν του απάντησα. Αλλά θα του απαντήσω τώρα.

«Άντε γαμήσου, φιλαράκο. Και δεν μου αρέσει ούτε ο Τολστόι!»

Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, κεραστείτε ελεύθερα, και γλεντήστε, γιατί είναι αμάρτημα η απουσία, και η μιζέρια κακούργημα.

 

Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης, Το Βυζάντιο Έχει Ρεπό, Αρμός / Αντρέι Ταρκόφσκι, Σμιλεύοντας Τον Χρόνο, μτφρ. Σεραφείμ Βελέντζας, Νεφέλη / Patrick Dubost, Ξόρκι Στο Θάνατο, μτφρ. Μαρία Κουμπούρα, Τυπωθήτω / π. Νικόλαος Σαχάρωφ, Αγαπώ Άρα Υπάρχω, μτφρ. Χρήστος Μακρόπουλος, Εν Πλώ / Charles Bukowski, Ο Καπετάνιος Έχει Κόψει Αλυσίδα Και Το Πλοίο Είναι Στα Χέρια Των Ναυτών, μτφρ. Γιάννης Λειβαδάς, Ηριδανός

KM

* * *

Με τα λουστρίνια μου στου ονείρου τη λεωφόρο

Φυσικά: η Λογοτεχνία είναι σύντροφος της πραγματικότητας, κι αν καμώνεται ότι φεύγει μακριά της το κάνει για να δείξει πώς έχει και ποια είναι η όντως πραγματικότητα, η πραγματική πραγματικότητα, και τι δυνατότητες κρύβονται πίσω από την όποια φριχτή της μάσκα. Καταφεύγω, τις δύσκολες μέρες, πιο συστηματικά στη Λογοτεχνία για να ξαναβρώ χαμένα νήματα της Πραγματικότητας. Και ταξιδεύω μαζί με φίλους που κι αυτοί ξέρουν να απολαμβάνουν και να τιμούν τη Λογοτεχνία.

The Zone: Το βρίσκουμε στο www.thezone.gr. Είμαστε στο Πέμπτο Τεύχος. Μια απόλυτα ανιδιοτελής προσφορά. Διδάκτορες και ωκεανολόγοι, μανιακοί των στατιστικών και μαραθωνοδρόμοι, φιλόλογοι και αυτοσχέδιοι σοφοί, απόγονοι των beatniks και των situationnistes, αρχηγοί της ήπιας παράνοιας και λάτρεις της εκτροχιασμένης σύνεσης, όλοι μανιακοί με το διάβασμα, με την περιπέτεια της Λογοτεχνίας, και όλοι λάτρεις του Thomas Ruggles Pynchon, του συγγραφέα των συγγραφέων, όπως άλλωστε ήταν και ο Henry James, του δημιουργού που μας δώρισε το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας, το Mason & Dixon, το Ενάντια στη Μέρα, και τώρα το Bleeding Edge. Στα πέντε τεύχη του The Zone, θα βρείτε εμβριθέστατα πονήματα, και θεσπέσιες θελκτικές ωθήσεις προς την όντως Λογοτεχνία. Στο πέμπτο τεύχος γράφουν οι: Βασίλειος Δρόλιας (ο οποίος είναι και η ψίχα της ψυχής του The Zone), Ηλίας Βουίτσης, Θανάσης Μήνας, και οι τρεις Γιώργηδες (Μαραγκός, Κυριαζής, Λαμπράκος). Ένας κι ένας!

b189725Λουστρίνια: Όταν όλοι λασπωμένα άρβυλα, σταλινικά στιβάλια, φασιστικές μπότες, φοράνε, εμείς, σαν τα Αγόρια του Σουίνγκ, φοράμε τα λατρεμένα μας λουστρίνια. Αφήνουμε στο έλεος ανθρώπων και Θεού της τηλεόρασης τη χυδαιότητα και τη βρομιά, και ευθυτενείς, αγέρωχοι, ωραίοι, περπατούμε στου ονείρου τη λεωφόρο. Εκεί μας γνέφει ο Βασίλης Τσιτσάνης. Έχει τον Ντίνο Χριστιανόπουλο στο πλάι του. Ο Ιανός ο Μελωδός φιλεύει τους. Πιάνουμε μουρμούρη μπαγλαμά. Πιάνουμε μονόχορδο μπάντζο (όπως κάποτε είχε πει ο Pynchon στη Laurie Anderson να κάνει – ξέρεις εσύ!). «Μπορεί να ζεις στο Κολωνάκι/ μα λαχταράς το μπουζουκάκι./ Είσαι το φρούτο του καιρού/ ο μάγκας του γλυκού νερού// Τις κοσμικές δεν τις γουστάρεις/ και ντερμπεντέρισα θα πάρεις/ να ’ναι μαγκιόρα κι αλεπού/ και να σε δέρνει πού και πού// Απ’ το σουίνγκ και το φοξάκι/ το γύρισες στο ζεμπεκάκι/ και κάνεις στάχτη το ντουνιά/ για μια μαγκίτικη πενιά».

Γεννημένοι Αναγνώστες: Τέχνη είναι η ανάγνωση. Και η λίαν εκλεκτή Edith Wharton (1862-1937) μ’ ένα μεστό, έμπλεο γνώσεων και ειρωνείας, δοκίμιο, μας θυμίζει ότι τα μόνα βλαβερά βιβλία είναι τα ασήμαντα βιβλία, ότι ο μηχανικός αναγνώστης είναι σκλάβος του σελιδοδείκτη του, άνευ δυνατότητος εξελίξεως, τζάμπα και βερεσέ διαβάζει, καλύτερα να το κόψει, δεν έχει νόημα. Για να ακούσουμε τα λόγια της Wharton και να κάνουμε κάποιες συγκρίσεις με το σήμερα και με την τόση εξάπλωση των Λεσχών Ανάγνωσης, τρομάρα μας: «Ο μηχανικός αναγνώστης θεωρεί καθήκον του να διαβάσει κάθε βιβλίο που συζητιέται. Ένα καθήκον που γίνεται πιο ανάλαφρο χάρη στο γεγονός ότι μπορεί να κρίνει εν των προτέρων, από τις υλικές διαστάσεις του κάθε βιβλίου, πόσο χώρο θα πιάσει μέσα στο κεφάλι του: Δεν χρειάζεται να του αφήσει αέρα να επεκταθεί. Για τον μηχανικό αναγνώστη τα βιβλία που μόλις διάβασε δεν μοιάζουν με αναπτυσσόμενα όντα που πιάνουν ρίζες και πλέκουν κλαριά, αλλά με απολιθώματα που ο γεωλόγος τούς κολλάει ταμπελίτσα και τα αποθηκεύει στα συρτάρια του γραφείου του. Ή μάλλον με φυλακισμένους που καταδικάστηκαν σε ισόβια απομόνωση. Μέσα σ’ ένα τέτοιο μυαλό τα βιβλία δεν συνομιλούν ποτέ το ένα με το άλλο».

 

The Zone, www.thezone.gr / Ντίνος Χριστιανόπουλος, Ανθολογία Τραγουδιών του Βασίλη Τσιτσάνη, Ιανός / Edith Wharton, Η Διαστροφή της Ανάγνωσης, μτφρ. Ευαγγελία Ανδριτσάνου, Άγρα

ΓΙΜ

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top