Ο άνθρωπος γνωρίζει το καλό και το κακό και αυτό το γεγονός αναδεικνύει την ανωτερότητα της σκέψης τους σε σχέση με τα άλλα ζωντανά της Γης. Όμως το γεγονός ότι ενώ γνωρίζει τη διαφορά και τα αποτελέσματα, οργανώνει με καταπληκτική μεθοδικότητα πολέμους, με μαθηματική ακρίβεια την καταστροφή του πλανήτη και με τρομερή αποτελεσματικότητα τη βλάβη του συνανθρώπου, αποδεικνύει την ηθική του κατωτερότητα ακόμα και από τα ασπόνδυλα αυτού του πλανήτη.
Στην ταινία η «Κρυφή Ταυτότητα» στο Netflix, ο Βίκτορ Παστόρε (Έρικ Καντονά) και το συνδικάτο του εγκλήματος του οποίου ηγείται, ετοιμάζουν μεγάλα κόλπα, τα οποία θέτουν σε κίνδυνο την ζωή πολλών ανθρώπων και της ησυχία της χώρας, υπό αμφισβήτηση.
Ο Άνταμ Φράνκο (Αλμπάν Λενουάρ) είναι ένας ειδικός ντετέκτιβ, με ιδιαίτερη δραστικότητα, ξεχωριστές δεξιότητες και ιδιάζουσες ικανότητες, ο οποίος αναλαμβάνει να εισχωρήσει στο περίκλειστο περιβάλλον του αρχιμαφιόζου, να διασχίσει το δύσκολο πεδίο του εγκληματικού υποκόσμου και να καταφέρει καίριο χτύπημα στον επικίνδυνο και ανελέητο κακοποιό.
Όσο δύσκολα και να φαντάζουν όλα τα παραπάνω για τον Άνταμ Φράνκο (Αλμπάν Λενουάρ), συνσεναριογράφος είναι ο πρωταγωνιστής ό,τι θέλει γράφει, θα μπορούσε σχετικά εύκολα να τα βγάλει πέρα, τα πράγματα περιπλέκονται όμως άγρια όταν ο μυστικός αστυνομικός μας αναπτύσσει συναισθήματα για τον μικρό γιο του Παστόρε και μάλιστα θα πρέπει να προστατέψει το παιδί από θανάσιμο κίνδυνο και παράλληλα θα πρέπει να καταφέρει ολοκληρωτικό χτύπημα κατά του αρχιεγκληματία πατέρα του.
Η σχέση του πατέρα – γιου δεν είναι καθόλου στοργική, όπως φροντίζει να μας ενημερώσει το σενάριο και άρα αφήνει μπόλικο χώρο ο ήρωας μας εκτός από το ρόλο του αρχάγγελου της κάθαρσης να εμφανίζεται και ο δυνητικός στοργικός πατέρας. Ο Άνταμ Φράνκο στην προσπάθεια του να αποτρέψει το κακό, να διασώσει τον μικρό και να αποτελειώσει τον αρχικακοποιό, δοκιμάζονται εντός του, η πίστη στον σκοπό και του αίσθημα ηθικής του.
Η “Κρυφή ταυτότητα”, η οποία απολαμβάνει, εδώ και λίγες μέρες, την πρώτη θέση στο Netflix, είναι μια γαλλόφωνη ταινία δράσης που στηρίζεται σε μεγάλο ποσοστό στις ικανότητες του Αλμπάν Λενουάρ ως συν-σεναριογράφου και πρωταγωνιστή πράκτορα ειδικών επιχειρήσεων. Ο Λενουάρ αποδίδει με επάρκεια τον Άνταμ Φράνκο, πράκτορα ειδικών επιχειρήσεων, προσδίδοντας μια μελαγχολική ένταση στον χαρακτήρα του.
Η εσωτερική του σύγκρουση και ο αγώνας του να διατηρήσει την κρυφή του ταυτότητα είναι αισθητός και ο Λενουάρ μεταφέρει αποτελεσματικά το βάρος των επιλογών του. Ο Ερίκ Καντονά, χωρίς να σκοράρει, πείθει με την ερμηνεία του ως χαρισματικός αλλά και επικίνδυνος άρχοντας του εγκλήματος. Η παρουσία του στην οθόνη προσδίδει βάθος στην ιστορία και ο απρόβλεπτος χαρακτήρας του γεμίζει την οθόνη, όπως παλαιότερα η παρουσία του γέμιζε τις αντίπαλες άμυνες.
Ένα από τα δυνατά σημεία της ταινίας έγκειται στην ικανότητά της να δημιουργεί μια τεταμένη και αγωνιώδη ατμόσφαιρα. Η περίπλοκη κατάσταση κρατάει τους θεατές σε αμηχανία, με απροσδόκητες ανατροπές που ενισχύουν την ίντριγκα. Το σενάριο προσπαθεί να είναι σφιχτό και με ρυθμό, αποκαλύπτοντας σταδιακά τα στρώματα της αφήγησης, διατηρώντας παράλληλα την αίσθηση του επείγοντος, όμως χάνεται πολλές φορές σε απλουστεύσεις και κοινοτοπίες.
Η κινηματογράφηση αποτυπώνει τον σκληρό υπόκοσμο του συνδικάτου του εγκλήματος, αντιπαραβάλλοντάς τον με τον αντίθετο κόσμο της επιβολής του νόμου. Η χρήση του χαμηλού φωτισμού ενισχύει τη νουάρ αισθητική της ταινίας, αυξάνοντας την ένταση και δημιουργώντας μια οπτικά ενδιαφέρουσα κατάσταση .
Ωστόσο, η ταινία είναι σφιχταγκαλιασμένη με αρκετά από τα ελαττώματά της. Ορισμένες εξελίξεις της πλοκής μοιάζουν επιτηδευμένες και κάποιοι χαρακτήρες θα μπορούσαν να είχαν αναπτυχθεί περαιτέρω για να δημιουργηθούν ισχυρότεροι συναισθηματικοί δεσμοί. Επιπλέον, ο ρυθμός της ταινίας περιστασιακά παραπαίει, με μερικές σκηνές να μοιάζουν ελαφρώς παρατραβηγμένες και να επιβραδύνουν τη συνολική δυναμική αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα υπάρχει στην πυκνότητα του σεναρίου.
Η “Κρυφή ταυτότητα” εν κατακλείδι βυθίζει με επιτυχία τους θεατές στον ηθικά διφορούμενο κόσμο ενός πράκτορα ειδικών επιχειρήσεων και παράλληλα αγωνίζεται να διερευνήσει τα πολύπλοκα θέματα πίστης, ταυτότητας και των θολών γραμμών μεταξύ καλού και κακού. Καθώς ο Άνταμ συνδέεται συναισθηματικά με τον γιο του αφεντικού, η πίστη του διχάζεται, αναγκάζοντάς τον να αμφισβητήσει τις δικές του αξίες και ευθύνες. Αυτή η εσωτερική πάλη προσπαθεί να προσδώσει βάθος στον χαρακτήρα και να αναβαθμίσει την ταινία πέρα από ένα απλό θρίλερ δράσης, όμως επί ματαίω.
Όμορφη είναι η πίστη όταν ξεκινά κανείς ένα δρόμο ο οποίος χάνεται στα σύννεφα, γοητευτικό είναι όταν κανείς κατεβαίνει μια σκάλα που φθάνει στην άβυσσο χωρίς να βλέπει πού καταλήγει και τι θα βρει, γιατί η πίστη είναι απαραίτητη στον άνθρωπο. Αλίμονο σ’ αυτόν που δεν πιστεύει σε τίποτα. Αλλά αλίμονο και σε όποιον πιστεύει χωρίς να ανησυχεί, να αναιρεί, να αμφισβητεί, να αναθεωρεί.
Διαβάστε ακόμα: «The Diplomat» στο Netflix. Για τα μάτια -και το κορμί- της Κέρι Ράσελ.