Λιτός, δωρικός, ατόφιος.

Θα μπορούσε να είχε ξεπηδήσει από κάποιο νατουραλιστικό μυθιστόρημα όπου ο ήρωας, κυρίως λαϊκός άνθρωπος, σε ένα άγριο γύρισμα της στιγμής άγεται από το ορμέμφυτό του και καταστρατηγεί μέσα του κάθε έννοια λογικής. Δεν είναι τόσο η ερωτική παραζάλη ή το απομυζητικό ένστικτο της πείνας που ωθεί το οπλισμένο χέρι, αλλά ένας απαράβατος κώδικας τιμής.

Ο Άκης Πάνου ήταν πάνω από όλα ένας λογοτιμήτης. Αδελφός με τους παντελονάτους, σιαμαίος με εκείνους που θέλουν το κούτελό τους καθαρό. Αυτός ο ισχυρός δεσμός με τον τρόπο που γαλουχήθηκε και τις αξίες που εδραίωσαν την ύπαρξή του, αποτέλεσαν τον οδηγό της ζωής του και της καλλιτεχνίας του. Και όπως συμβαίνει πάντα στη ζωή: το νόμισμα έχει δύο όψεις.

Τραχύς, παράφορος και τραγικός, ο Άκης Πάνου ήταν ένα γυμνό καλώδιο που αν το έπιανες σε τίναζε. Στο τέλος, όταν έφτασε στο σημείο να πιάσει τον ίδιο του τον εαυτό, τινάχθηκε από το ρεύμα του. Γεννήθηκε σαν σήμερα, 15 Δεκεμβρίου 1933 στην Καλλιθέα. Ήταν το τρίτο παιδί από τα έξι της οικογένειας του Στέφανου Πάνου.

Η ζωή του ήταν μια ακατεύναστη σύνοψη των προπολεμικών και των μεταπολεμικών χρόνων. Τουτέστιν: τίποτα το ξεχωριστό. Στερήσεις, σκληρότητα, πάλη για λίγα φράγκα που θα εξασφάλιζαν ένα πιάτο στο οικογενειακό τραπέζι. Από νωρίς μπαίνει στο μαγκανοπήγαδο, αλλά όπως προστάζει η μοίρα σε κάποιους ξεχωριστούς, η μουσική είναι αυτή που τον μαγεύει. Τον κόσμο των λαϊκών οργάνων τον γνωρίζει μέσα στην Κατοχή, τις λίγες ώρες που του έμεναν ελεύθερες, καθώς έκανε διάφορες δουλειές για τα προς το ζην.

Ο Άκης Πάνου μπήκε στην δισκογραφία το 1958 με τα τραγούδια: «Το παιδί μου απόψε πίνει».

Το 1947 μαζί με τον Σπόρο (Γιάννης Σταματίου) κάνει το ντεμπούτο του στο πάλκο στην ταβέρνα του Σιλιβάνη. Αμοιβή: ένα πιάτο φαγητό και τα γλίσχρα φιλοδωρήματα των πελατών. Το σαράκι της μουσικής, όμως, έχει μπει για τα καλά μέσα του. Κι αν η φωνή του δεν ήταν τίποτα το ιδιαίτερο, τα χέρια του μιλούσαν. Ήξερε να φτιάχνει μουσικά όργανα και να τα στολίζει με δικές του ζωγραφιές (τα μπουζούκια που έχουν γεννηθεί από τα χέρια του είναι πραγματικά έργα λαϊκής τέχνης). Πιο πολύ, όμως, το θολωμένο του μυαλό είναι που θα κεντρίσει.

Για τον Πάνου ο έρωτας είναι ένα κρυφό πάθος. Ο χωρισμός δεν χωράει καλλωπισμούς.

Ο Άκης Πάνου μπήκε στην δισκογραφία το 1958 με τα τραγούδια: «Το παιδί μου απόψε πίνει» τραγουδισμένο από την Καίτη Γκρέυ και «Μια βραδιά καταραμένη» με τη Δούκισσα, σε στίχους Χρήστου Κολοκοτρώνη. Θα ακολουθήσουν όλες οι επιτυχίες που γνωρίζουμε. Λαϊκοί συνθέτες έχουν υπάρξει πολλοί στην ελληνική δισκογραφία. Άνθρωποι που μπολιάστηκαν με τα πάθη της προνεωτερικής Ελλάδας και που ένωσαν την Ανατολή που πάντα θα έχουμε μέσα μας με τη Δύση που αποζητούσαμε να πιαστούμε. Κι όμως, ο Άκης Πάνου ήταν μια ξεχωριστή περίπτωση.

Με τον Στέλιο Καζαντζίδη.

Δίχως να το κάνει εμπρόθετα και δίχως να έχει καμία ζέση να δηλώσει ποιητής, ο Πάνου έκανε πράξη αυτό που έλεγε ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης: κάρφωνε τις λέξεις σαν πρόκες, δεν μπορούσε να τις πάρει ο αέρας. Το ίδιο γινόταν και με τις νότες του. Τραχιές κι αυτές, δίχως κατευνασμούς. Έρχονται κατά πάνω σου και σε παρασέρνουν. Ένα αλισβερίσι με τον καημό. Μια πάλη με τα ακραία αισθήματα.

Για τον Πάνου ο έρωτας είναι ένα κρυφό πάθος. Ο χωρισμός δεν χωράει καλλωπισμούς. Ο άντρας πενθεί κάθε στιγμή. Η ζωή του δεν είναι μια χαρωπή εξάντληση, αλλά ένας στρόβιλος πίκρας. Ένα τσιγάρο που συνεχίζει να το καπνίζει κι ας ξέρει πως ποτέ δεν του άρεσε. Οι τραγουδιστές του (πρώτα ονόματα στο πάλκο) στέκονται κλαρίνο μπροστά του. Τέτοιο σεβασμό στα όρια της ιερότητας μόνο ο Μάνος Χατζιδάκις μπορούσε να επιβάλλει στους καλλιτέχνες που επέλεγε.

Ο Πάνου δεν φοβήθηκε τις φωτιές, αντιθέτως τις έβαζε μόνος του αρκεί να είχε μέσα του εδραιωμένο το λόγο.

Προφανώς γιατί ο Πάνου επέλεγε, δεν τον επέλεγαν. Δεν έγραφε κατά παραγγελία. Δεν υπήρξε μάρτυρας κανενός ξένου πόνου. Δίπλα του ο Καζαντζίδης θα πει τραγούδια που έχουν αποκτήσει ρίζες στο λαϊκό θυμικό. Η Βίκυ Μοσχολιού θα τραγουδήσει με τρόπο σπλαχνικό τα τραγούδια του. Αν είχε στόμα η ερωτική θλίψη, θα τραγουδούσε το «Δεν κλαίω για τώρα». Αν ο κραταιός ανδρισμός είχε παράστημα θα το μετρούσε με τις νότες του τραγουδιού «Του κόσμου το περίγελο» ή του «Ούτε αχ δεν θα πω». Αν είχε μάτια η πληγή της προδοσίας θα έλεγε «Ήταν ψεύτικα». Κι αν, τελικά, κάθε άντρας επιμένει στις ιδέες του κόντρα σε όλους και σε όλα, τότε, ναι, ας ψάλλει τον «Τρελλό».

Η σκληρή στιγμή της φυλακής.

Μαρινέλλα, Μενιδιάτης, Μπιθικώτσης, Νταλάρας, Μητσιάς, Μητροπάνος, Διονυσίου, Λύδια,  Πάνου, Βοσκόπουλος και αρίφνητοι άλλοι, όλοι τους συνεργάστηκαν με τον Πάνου. Σωστότερα: όλοι ήθελαν διακαώς να συνεργαστούν με τον Πάνου. Ήταν τίτλος τιμής, ήταν ένα σκαλοπάτι ο Πάνου. Δεν το προσπερνούσες εύκολα.

Ισως αν είχε μείνει στην Αθήνα, ίσως αν ήταν άλλος, ίσως η κακιά στιγμή. Στη ζωή δεν υπάρχει «ίσως» που να έχει δώσει απάντηση. Τίποτα δεν φτιάχνεται με τα ίσως. Ο Πάνου το 1986 αποφασίζει να αποσυρθεί από την τρέλα της Αθήνας και ανεβαίνει στην Ξάνθη, πόλη καταγωγής της δεύτερης συζύγου του Άννας (το 1954 είχε παντρευτεί τη Δήμητρα και το 1993 την Άννα). Αποτραβηγμένος από τα φώτα, ένας αναρχικός κοσμοκαλόγερος, ένας άνθρωπος που ζει μέσα στο δικό του περίκλειστο κουκούλι, θα φτάσει στο σημείο ζέσεως.

Την 1η Αυγούστου 1997 ο Άκης Πάνου μετά από καυγά που έλαβε χώρα στο σπίτι του στην Ξάνθη σκοτώνει τον 30χρονο Σωτήρη Γιαλαμά, φίλο της 19χρονης κόρης του Ελευθερίας. Για αυτή του τη πράξη καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη χωρίς να του αναγνωριστεί ο πρότερος έντιμος βίος. Μάρτυρες υπεράσπισης όπως ο στιχουργός Μανώλης Ρασούλης και ο Στέλιος Ελληνιάδης είχαν προτείνει να του αναγνωριστεί η αναμφισβήτητη πολιτισμική του προσφορά.

Στο δικαστήριο θα μιλήσει ανοιχτά για τη ζωή του. Θα τα πει όλα, δεν θα κρυφτεί πίσω από προφάσεις.

Δεν έχει νόημα να εξετάσουμε αν πίσω από το έγκλημα κρύβεται μια σχέση λατρείας με την κόρη του, Ελευθερία, κι αν το σύνδρομο της Ηλέκτρας είναι αυτό που επενέργησε δραστικά στα γεγονότα. Στη ζωή δεν πρέπει να σκάβεις παλιές στάχτες. Αν ανάψουν, κάηκες. Ο Πάνου δεν φοβήθηκε τις φωτιές, αντιθέτως τις έβαζε μόνος του αρκεί να είχε μέσα του εδραιωμένο το λόγο. Σαν να λέμε: τον λόγο της τιμής του.

Στο δικαστήριο θα μιλήσει ανοιχτά για τη ζωή του. Θα τα πει όλα, δεν θα κρυφτεί πίσω από προφάσεις. Στάθηκε όρθιος, ατόφιος, ολότελα τραγικός. Αυτό που μάλλον τον πλήγωσε δεν ήταν η καταδίκη του (αν και ο ίδιος επέμενε πως δεν είχε σκοπό τον φόνο), αλλά ότι το δικαστήριο δεν του αναγνώρισε την προσφορά του στο τραγούδι. Η Δικαιοσύνη, καμιά φορά, δεν είναι μόνο τυφλή, αλλά και κουφή.

Αν ζούσε στην Αμερική, η ζωή του θα είχε ήδη γίνει ταινία.

Από τις φυλακές της Κομοτηνής θα μεταφερθεί στις φυλακές Κορυδαλλού και αμέσως μετά στο Τζάνειο νοσοκομείο όπου θα διαγνωστεί ότι πάσχει από καρκίνο. Το χειμώνα του 1999 θα υποβληθεί σε χειρουργική επέμβασή και θα αποφυλακιστεί λόγω της ανήκεστου βλάβης της υγείας του. Έφυγε από τη ζωή στις 7 Απριλίου του 2000 στο Ευγενίδειο Θεραπευτήριο αφήνοντας πίσω του βαριά κληρονομιά. Στις 10 Απριλίου του 2000 κηδεύτηκε στο Κοιμητήριο Καλλιθέας.

Το λαϊκό τραγούδι, στο πρόσωπό του απέκτησε έναν λαϊκό αριστοκράτη. Μια μορφή που ξεπέρασε την πρωτοεπίπεδη θυμοσοφία και έγινε φιλοσοφία και στάση ζωής. Ένας αναρχικός που έφτιαξε δικό του κόσμο να ζει. Αυτός εδώ, ο δικός μας, τον στένευε. Ένας άνθρωπος που άρπαξε το πεπρωμένο του από το λαιμό. Και ο λαιμός μάτωσε βγάζοντας την πιο πηγαία κραυγή του.

 

Διαβάστε ακόμα: 30 χρόνια χωρίς τον Στράτο Διονυσίου – ένας παντελονάτος πρίγκιπας από τις Σέρρες.

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top