Photo credit: Pedro Uhart

Ο Κοσερί χρησιμοποιούσε τη ρεαλιστική απεικόνιση του περιθωρίου στη “βάρβαρη” Ανατολή, ώστε να ιντριγκάρει τους αστούς στη Δύση για εκείνον το “χαμένο παράδεισο”, στον οποίο δεν γοητεύει η φολκλορική τοιχογραφία, αλλά η διαστολή του χρόνου και της επιθυμίας. Photo credit: Pedro Uhart

Σε ένα από τα πρωτόλεια διηγήματά του, ο Αλμπέρ Κοσερί περιέγραφε τον αγώνα των κατοίκων μιας πάμφτωχης γειτονιάς του Καϊρου να τους αφήσουν στη μακάρια ησυχία τους όλοι οι υπόλοιποι. Έφτασαν μάλιστα, στο σημείο να πάρουν τα όπλα, προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι κανείς δεν θα τους εμπόδιζε από το να κοιμούνται αδιατάρακτα ως το μεσημέρι.

Αν “ξύσει” ο αναγνώστης την προφανή σαρκαστική και σουρεαλιστική “επιδερμίδα” του κειμένου, θα διαπιστώσει ότι προσφέρεται άφθονος χώρος στο συναίσθημα και οι πρωταγωνιστές αντιμετωπίζονται όχι απλώς με συμπάθεια, αλλά ως φορείς μιας σπάνιας γενναιότητας και πείσματος απέναντι στα οδυνηρά αδιέξοδα της ανθρώπινης συνθήκης.

oi-tempelides-tis-euforis-koiladas

Στην Ελλάδα, ο Κοσερί έγινε γνωστός χάρη στην ομώνυμη ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου του 1978. Δυστυχώς, επρόκειτο για μια επιφανειακή ανάγνωση του έργου.

Ο ίδιος ο Αλμπέρ Κοσερί, γεννημένος κι αυτός στο Κάιρο το 1913, δεν δίσταζε να καμαρώνει για το γεγονός ότι δεν είχε δουλέψει ποτέ στη ζωή του και αν κάποιος εξαιρούσε τα σχολικά του χρόνια, δεν επέτρεψε ποτέ στον εαυτό του να σηκωθεί από το κρεβάτι πριν από τις δυόμισι το μεσημέρι. Ο πατέρας του, μέλος της ελληνορθόδοξης κοινότητας Σύρων χριστιανών της Αιγύπτου, αν και δεν ήταν πλούσιος, είχε αρκεστεί στο εισόδημα της γης που κληρονόμησε και είχε καταφέρει κι αυτός να αποφύγει τα βάσανα της εργασίας.

Προσέφερε, ωστόσο, στον γιο του την ευκαιρία για σπουδές στη Γαλλία, αλλά εκείνος θα τις εγκατέλειπε πολύ σύντομα. Στο Παρίσι, θα επέστρεφε λίγους μόνο μήνες μετά την απελευθέρωση, το 1945, έχοντας ήδη εκδόσει το πρώτο του μυθιστόρημα στα γαλλικά. Κατέλυσε στο ξενοδοχείο “La Louisiane”, στο Σεν Ζερμέν, στο δωμάτιο 58, το οποίο θα εγκατέλειπε μόλις το 2002, για το δωμάτιο 77, όπου τελικά, βρήκε ένα γαλήνιο θάνατο κατά τη διάρκεια μιας σιέστας, σαν σήμερα, τον Ιούνιο του 2008, σε ηλικία 94 ετών.

Παρά την απόσταση που διατήρησε και στα 8 συνολικά μυθιστορήματά του (έγραφε περίπου ένα κάθε δεκαετία), η δράση (ή ίσως αδράνεια) τοποθετείται πάντα στο Κάιρο ή σε πόλεις της Μέσης Ανατολής που δεν κατονομάζονται. Οι δε ήρωές του είναι χαμίνια, περήφανοι τεμπέληδες, μικροαπατεώνες ή κατ’ επιλογή ζητιάνοι.

Στο πιο σπουδαίο ίσως έργο του “Ζητιάνοι και περήφανοι”, ο πρωταγωνιστής είναι ο Γκόχαρ, ένας καθηγητής πανεπιστημίου που εγκαταλείπει τα πάντα για να περιφέρεται άσκοπα στους μαχαλάδες του Καϊρου και εξασφαλίζει το βιοπορισμό του αναλαμβάνοντας να γράφει γράμματα για λογαριασμό των αναλφάβητων κοριτσιών στους οίκους ανοχής. Μέσα από τα μάτια του Γκόχαρ, ο Κοσερί εστιάζει μεταξύ άλλων στους ηλικιωμένους Αιγύπτιους εμπόρους που κάθονται με τα κατάλευκα, περιποιημένα ρούχα τους να παρατηρούν με ύφος βασιλικό το πλήθος και την οχλοβοή, μπροστά από τα άδεια μαγαζιά τους, που ουσιαστικά δεν πουλάνε τίποτα.

Ο «Βολτέρος του Νείλου» δεν έκανε μια τετριμμένη καταγγελία απέναντι στους πλούσιους που τεμπελιάζουν σε βάρος της εργατικής τάξης, αλλά περιφρονούσε συνολικά το δόγμα της παραγωγικότητας που τροφοδοτεί την ανάπτυξη.

Ο Κοσερί δεν έκανε προφανώς μια ηθογραφικού χαρακτήρα λογοτεχνία, αλλά χρησιμοποιούσε τη ρεαλιστική απεικόνιση του περιθωρίου στη “βάρβαρη” Ανατολή, ώστε να ιντριγκάρει τους αστούς στη Δύση για εκείνον το “χαμένο παράδεισο”, στον οποίο δεν γοητεύει η φολκλορική τοιχογραφία, αλλά η διαστολή του χρόνου και της επιθυμίας. Ο Κοσερί αγαπήθηκε από τους πιο εμβληματικούς ομότεχνούς του, στην ακμή της πιο δημιουργικής περιόδου για τη λογοτεχνία και τη διανόηση: Χένρι Μίλερ, Αλμπέρ Καμί, Ζαν Ζενέ, Τζιακομέτι διαφήμισαν το έργο του, αλλά κυρίως τον ήθελαν για παρέα.

albertcossery

O Κοσερί υπήρξε ο τελευταίος επιζών της φοβερής μυθολογίας του Σεν Ζερμέν και της Δυτικής Όχθης του Παρισιού.

Εκ των πραγμάτων, ο Κοσερί υπήρξε ο τελευταίος επιζών της φοβερής μυθολογίας του Σεν Ζερμέν και της Δυτικής Όχθης του Παρισιού, αφού μέχρι και μερικές μέρες προτού πεθάνει, εξακολουθούσε να πραγματοποιεί τη ράθυμη ρουτίνα του: ύπνος μέχρι το μεσημέρι, ντύσιμο δανδή, έξοδος για φαγητό στη Brasserie Lipp και ακολούθως για καφέ στο Flore ή στο Les Deux Magots, ανάγνωση εφημερίδας και εξαντλητική παρατήρηση του πλήθους. Η μόνη περιουσία που απέκτησε ήταν τα κοστούμια, οι γραβάτες και οι pochettes του. Αλλά δεν χρειάστηκε να θυσιάσει ούτε ένα δευτερόλεπτο από την ύπαρξή του γι’ αυτά.

Όταν τον είχαν ρωτήσει κάποτε «γιατί γράφει», είχε δώσει μια εξόχως προβοκατόρικη, αλλά αφοπλιστικά έντιμη απάντηση: «γράφω με σκοπό ο αναγνώστης των βιβλίων μου να μη θέλει να πάει στη δουλειά του την επόμενη μέρα». Ο «Βολτέρος του Νείλου», όπως τον ονόμασαν οι Γάλλοι κριτικοί, δεν έκανε ποτέ, λοιπόν, μια τετριμμένη καταγγελία απέναντι στους πλούσιους που τεμπελιάζουν σε βάρος της εργατικής τάξης, αλλά περιφρονούσε συνολικά το δόγμα της παραγωγικότητας που τροφοδοτεί την ανάπτυξη, κυρίως μέσα από την ακόρεστη κατανάλωση. Στο μυθιστόρημα «La violence et la dérision», η φωνή του Κοσερί ακούγεται μέσα από τον χαρακτήρα ενός ιδιόρρυθμου δασκάλου που προσπαθεί να μάθει στα παιδιά να αγνοήσουν οτιδήποτε τους λένε οι μεγάλοι.

Ο Αλμπέρ Κοσερί υπήρξε ένας sui generis «αναρχικός» και, γι’ αυτό, λιγότερο δημοφιλής από όσο θα του άξιζε. Αυτό δεν εμπόδισε βέβαια τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες, κατά τη διάρκεια της δεκατίας του εξήντα, να τον εντάξουν σε λίστα με πρόσωπα που πιθανώς έχουν σχέση με κομμουνιστικά καθεστώτα. Η σύντομη παρακολούθησή τους αποκάλυψε ότι ο Κοσερί, όταν δεν έγραφε τα μυθιστορήματά του, απλώς σκορπούσε τον χρόνο του, συνοδεία γυναικών, με το μύθο των consierges του Louisiane να λέει ότι περισσότερες από 3.000(!) είχαν φιλοξενηθεί έστω για μια βραδιά, στο δωμάτιο 58.

ΤΕΜΠΕΛΗΔΕΣ-921_5_5

Οι ιδέες της «μικρής κλίμακας» και της αποανάπτυξης κερδίζουν έδαφος σήμερα, γιατί ο κορεσμός της επιθυμίας δεν μας αφήνει χρόνο να στοχαστούμε την επιθυμία.

Στην Ελλάδα, ο Κοσερί είχε την τύχη να γίνει λίγο πιο γνωστός χάρη στην ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου «Οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας» του 1978, η οποία βασίστηκε στο ομώνυμο βιβλίο του. Δυστυχώς, η «ερμηνεία» της υπήρξε επιφανειακή και αδικήθηκε με την άγαρμπη ενσωμάτωσή της στα πολιτικά συμφραζόμενα της εποχής. Μια οικογένεια που αποφασίζει ότι για έναν ολόκληρο χρόνο θα μείνει στο κρεβάτι δίχως να κάνει τίποτα έχει μια διαφορετική ανάγνωση σήμερα που το υπερδραστήριο lifestyle, ο μαξιμαλισμός των επιλογών και το «κυνήγι» της ζωής έχουν περιορίσει ασφυκτικά ή και αλλοιώσει την ιδέα της ανάπαυσης.

Ακόμα και η απόφαση του θείου της οικογένειας να μην παντρευτεί με το φόβο ότι η γυναίκα του θα τον «εμποδίζει από το να κοιμάται», δεν μπορούμε να το δούμε πια ως γκροτέσκα αποθέωση του εγωτισμού, αλλά ως έναν αληθινό φόβο ότι οι φορτωμένες συμβάσεις και στερεότυπα σχέσεις ακυρώνουν ακόμα και την ανάγκη για ξεκούραση.

Οι ιδέες της «μικρής κλίμακας», του εξατομικευμένου προτύπου, ακόμα και της αποανάπτυξης κερδίζουν έδαφος σήμερα, περισσότερο από ποτέ, γιατί ο κορεσμός της επιθυμίας δεν μας αφήνει χρόνο να στοχαστούμε την επιθυμία. Και αυτό, όπως καταλαβαίνει εύκολα ένας αναγνώστης του Αλμπέρ Κοσερί, απαιτεί μακρά παραμονή στο κρεβάτι.

 

Διαβάστε ακόμα: Γιατί δεν άκουσε κανείς έως σήμερα για τον Νίκο Δραγούμη;

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top