«Κάθε χώρα, κατά τη γνώμη μου, κάθε δέκα χρόνια αλλάζει κάπως φυσιογνωμικά, αλλά μένει το αυθεντικό» (πίνακας: «Κίρκη και Οδυσσέας»).

    Γεννήθηκα Έλληνας, μέσα σ’ ένα χώρο όπου τα νησιά ήταν γεμάτα βράχια, οι γειτονιές με χώματα και ωραία σπιτάκια με ώχρα, αυτά όλα τα νεοκλασικά που λέμε. Πιο ωραία μου φαίνονταν τα χαμόσπιτα, με τις αυλές μέσα. Οι μονοκατοικίες αυτές ήταν τα πραγματικά ελληνικά κτίρια που έκαναν οι μαστόροι της Αθήνας, που οι περισσότεροι ήταν Μυκονιάτες. Τα άλλα στη Βασιλίσσης Σοφίας, με τις προσόψεις τις διακοσμημένες, που έτσι και τις βγάλεις είναι ένας σκέτος τοίχος, μ’ ένα μπαλκόνι να κρέμεται, παραείναι σκηνογραφικά.

    Ενώ τα πραγματικά είχαν χώρους μέσα, είχαν δωματιάκια που μπορούσες να τα νοικιάζεις και να μένουν φτωχοί άνθρωποι. Είχαν και αυλές να μπορείς να παίζεις και να θάλλεις εκεί πέρα. Κι αυτό μπορούμε να πούμε ότι ήταν μια συνέχεια της ελληνικότητας με άλλη όψη, γιατί υπήρξαν πολλές μορφές.

    «”Τι ρούχα πρέπει να φοράμε; Χιτώνες; Φουστανέλες; Βράκες;” Αν, βέβαια, εξαρτάται από τα ρούχα η ελληνικότητα».

    Κάθε χώρα, κατά τη γνώμη μου, κάθε δέκα χρόνια αλλάζει κάπως φυσιογνωμικά, αλλά μένει το αυθεντικό. Η ελληνικότητα μένει μέσα σου. Και αναρωτιέμαι: «Τι ρούχα πρέπει να φοράμε; Χιτώνες; Φουστανέλες; Βράκες;» Αν, βέβαια, εξαρτάται από τα ρούχα η ελληνικότητα. Είχαν και παντελόνια οι αρχαίοι, που δουλευάνε στα χωράφια, εκεί δεν μπορείς να δουλέψεις με τους χιτώνες. Αλλά τώρα φοράμε ρούχα, που, κατά κάποιον τρόπο, έρχονται από τη Δύση.

    Γι’ αυτό έγραφαν στα ραφεία «ελληνοράπτης» ή «φραγκοράπτης». Αλλά ο τρόπος που τα φοράμε είναι διαφορετικός. Κάπως πιο ανέμελα. Δεν είμαστε με κολάρα και τέτοια. Επειδή κάνει πολλή ζέστη, τα φοράμε πιο φαρδιά και τα ‘χουμε και ανοικτά. Τα παντελόνια που έχουμε δεν μοιάζουν με τα παντελόνια του εξωτερικού. Είναι και ο τρόπος που τα φοράς. Μπορεί να’ ναι και κάπως ίδια. Αλλά η ελληνικότητα είναι ο τρόπος, δεν είναι η όψη. Η ελληνικότητα δεν είναι να αντιγράψεις τους Βυζαντινούς ούτε τους Αρχαίους. Είναι για να παίρνεις μαθήματα απ’ αυτούς.

    «Σπουδάσανε πολλοί στο εξωτερικό. Και μεταφέρανε τις τζαμαρίες που είδαν εκεί, στη Γερμανία, ας πούμε, εδώ. Ενώ δεν πρέπει να βάλεις τζαμαρίες στην Ελλάδα» (πίνακας: «Οι νομικοί του κόσμου»).

    Και έχουμε πολλές ελληνικότητες. Γιατί, στην Κρήτη που φοράνε βράκες δεν είναι Έλληνες; Ή δεν είναι Έλληνες αυτοί της Ηπείρου, που έχουν μιαν άλλη μουσική;

    «Δεν είναι σωστό ότι χάλασε η Αθήνα λόγω της πολυκατοικίας. Χάλασε από τον τρόπο που χτίζουνε τις πολυκατοικίες».

    Βλέπουμε ότι υπάρχουν διαφοροποιήσεις, αλλά η ελληνικότητα είναι αυτή ακριβώς, όταν ζεις σ’ έναν χώρο, στον ίδιο χώρο, όταν πλένεσαι με τα ίδια νερά που πλένονταν και οι παλιοί, στις ίδιες θάλασσες, βλέπεις τα ίδια βουναλάκια, βλέπεις με τον ίδιο τρόπο να βγαίνει ο ήλιος στον Κάβο-Ντόρο (το ‘χαν δει οι Βενετοί και τον είχαν πει «ο χρυσός κάβος»).

    Εχω δει το πρωί να ανατέλλει ο ήλιος, με το καράβι καθώς έρχομαι από την Κέα, είναι πορτοκαλής, ροζ και χρυσίζει και βγαίνει ακριβώς μέσα από το βυθό της θάλασσας. Οταν ζεις σε μια πολυκατοικία, δεν βλέπεις την ανατολή. Και στην Καρχηδόνα υπήρχαν πολυκατοικίες, και στη Βαβυλώνα. Δεν είναι σωστό ότι χάλασε η Αθήνα λόγω της πολυκατοικίας. Χάλασε από τον τρόπο που χτίζουνε τις πολυκατοικίες, που δεν έχει χώρο να βγαίνεις έξω και να παίζεις. Αλλά τέλος πάντων, η ζωή προσπαθεί…

    «Η ελληνικότητα είναι αυτή ακριβώς, όταν ζεις σ’ έναν χώρο, στον ίδιο χώρο» (Πίνακας αριστερά: «Τα ρόδα της φιλίας». Πίνακας δεξιά: Ποδηλάτης).

    Στις πιλοτές κάτω ψήνουν αρνιά. Τις χρησιμοποιούν σαν αυλή. Δηλαδή ο τρόπος ζωής μένει ο ίδιος. Θα πρέπει να τα διορθώσουμε σιγά-σιγά, γιατί γίνανε πολλά λάθη. Απομιμήσεις που ήρθαν από το εξωτερικό. Σπουδάσανε πολλοί στο εξωτερικό. Και μεταφέρανε τις τζαμαρίες που είδαν εκεί, στη Γερμανία, ας πούμε, εδώ. Ενώ δεν πρέπει να βάλεις τζαμαρίες στην Ελλάδα. Μπαίνει πολύ φως μέσα και προκαλεί φοβερή ζέστη.

    «Με το αιρκοντίσιον χαλάει η σχέση με την πραγματικότητα που έχεις, με το ελληνικό φως».

    Οπότε λες «δεν πειράζει, θα χρησιμοποιήσω αιρκοντίσιον». Και χαλάει η σχέση με την πραγματικότητα που έχεις, με το ελληνικό φως. Δηλαδή δεν σε χαϊδεύει πια ο ζεστός αέρας και το μελτέμι. Είσαι σε μια ακροθαλασσιά, σ΄ ένα βουναλάκι κοντά στη θάλασσα, αισθάνεσαι τον αέρα να σου χαϊδεύει το πρόσωπο. Αλλά όταν είσαι στο σπίτι, πρέπει να κλείσεις τα παράθυρα για να μην χάσεις το αιρκοντίσιον.

    Χάνεις όμως τον αέρα της Ελλάδας και του καλοκαιριού.

     

    //Το απόσπασμα προέρχεται από το τρίτομο βιβλίο του Αλέκου Φασιανού με τον τίτλο «Αλέκος Φασιανός» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτης. Συγκεκριμένα, το απόσπασμα για την ελληνικότητα ανήκει στον τόμο που έχει τίτλο «Μετά το μύθο της γειτονιάς» (Δεκέμβριος 2002). 

     

    Διαβάστε ακόμα: Η Αθήνα απέκτησε το δικό της «φιλί» ύψους 22 μέτρων.

     

     

     

    x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

    Button to top