«Ο κινηματογράφος έχει μια βασική παράμετρο και ένα αδιάσειστο κριτήριο, την αφήγηση μιας ιστορίας», σημειώνει ο Αλέξανδρος Αβρανάς.

– Πιστεύετε ότι το κοινό του κινηματογράφου ανταποκρίνεται άμεσα στην ιστορία και αποκτά συναισθηματική σύνδεση σε σχέση με το εικαστικό έργο; Είναι η έβδομη  τέχνη πιο εκλαϊκευμένη σε σχέση με τις άλλες;

Πιστεύω πως ναι. Δυστυχώς οι εικαστικές τέχνες έχουν γίνει σε μεγάλο βαθμό «εγκεφαλικές», δημιουργώντας έτσι μια απόσταση από τον θεατή. Έχω νοιώσει πολλές φορές σε διάφορες εκθέσεις ότι το κείμενο του εκάστοτε επιμελητή κάνει το εικαστικό έργο πιο σημαντικό απ’ ότι πραγματικά είναι. Ο κινηματογράφος από την άλλη έχει μια βασική παράμετρο και ένα αδιάσειστο κριτήριο, την αφήγηση μιας ιστορίας. Όσο καλός και ταλαντούχος να είναι ένας σκηνοθέτης, η ταινία θα κριθεί στο τέλος από την ιστορία και φυσικά από τον τρόπο που ειπώθηκε αυτή.

– Προτιμάτε ξενόγλωσσους τίτλους στις ταινίες σας. Για ποιο λόγο;

Η ελληνική γλώσσα έχει  μια δυσκολία. Έχει αποκτήσει μια περιφραστικότητα που δεν βοηθάει πάντα. Όταν κανείς χρειάζεται να ακριβολογήσει πρέπει να καταφύγει σε αρκετά «βαρύγδουπες» λέξεις που είναι όμορφες αλλά δεν καθρεφτίζουν πάντα την λεκτική καθημερινότητα. Οι αγγλόφωνοι τίτλοι που χρησιμοποιώ προέκυψαν από μια ανάγκη για ένα λεκτικό παιχνίδι, το οποίο δεν ήταν εφικτό να γίνει χρησιμοποιώντας την ελληνική γλώσσα. Άλλωστε οι τίτλοι ούτως ή άλλως μεταφράζονται στα αγγλικά όταν η ταινία τυγχάνει διεθνής προβολής.

«Για μένα είναι πολύ σημαντικό ο ηθοποιός να φέρει έναν κόσμο, να τολμάει να εκτεθεί και να είναι έτοιμος να θυσιάσει ένα κομμάτι του εαυτού του σε κάθε δουλειά που κάνει».

– Αν οι ήρωες σας, αντί να ασφυκτιούν σε οικογενειακά σχήματα, άνοιγαν την πόρτα του σπιτιού και έφευγαν θα είχαμε σενάριο ή ταινία ;

Φυσικά και όχι. Τα θέματα που διαπραγματεύομαι στις ταινίες μου άπτονται πάντα κοινωνικών προβλημάτων. Συνεπώς δεν θα χρειάζονταν να κάνω αυτές τις ταινίες αν η κοινωνία που ζούμε δεν είχε αυτά τα προβλήματα.

– Υπάρχει κάποιο μυστικό για να αφουγκράζεστε σωστά  τις σιωπές των ηθοποιών σας;

Πρέπει να νοιώθεις κοντά στους ηθοποιούς σου, να τους έχεις αγαπήσει για να μπορέσεις να νοιώσεις τον κόσμο που σου προσφέρουν. Το μυστικό είναι ότι πρέπει να είσαι παρόν στη στιγμή και ταυτόχρονα απών. Να τους κοιτάζεις όπως θα τους δει ο θεατής να ζουν μπροστά του στην μεγάλη οθόνη.

«Η τέχνη να συμπορεύεται με μια κοινωνία που πονάει με απώτερο σκοπό την ανάλυσή της και ελπίζω την καλυτέρευσή της».

– Πώς από την εξωστρέφεια της προφανώς ανέμελης παιδικής σας ηλικίας με ενθάρρυνση για ότι επιλέγατε να κάνετε, μόνο με ματωμένα γόνατα και μερικά  ράμματα, φτιάσατε να  σκηνοθετείτε  σοβαρές τραυματικές εμπειρίες  αγνώστων  για εσάς προσώπων;

Η τέχνη έχει την μαγική ικανότητα να συναισθάνεται. Για μένα αυτός είναι ο ρόλος της. Η συμπόρευση της με μια κοινωνία που πονάει με απώτερο σκοπό την ανάλυσή της και ελπίζω την καλυτέρευσή της.

– Η πρόσφατη απόφαση της Ακαδημίας να θέσει και να δελεάσει τα Studios  και τους σκηνοθέτες να ακολουθήσουν μία ανθρωπιστικά ιδωμένη πορεία προς το μέλλον προσλαμβάνοντας μειονοτικούς ηθοποιούς στο καστ, σας βρίσκει σύμφωνο; 

Με βρίσκει απολύτως σύμφωνο αυτή τους η απόφαση. Νομίζω ότι άργησε κιόλας πολύ να συμβεί. Πάντως δεν πρέπει να μας κάνει να απομακρυνθούμε από τον κινηματογράφο. Άλλωστε πάντοτε υπήρχαν και πάντοτε θα υπάρχουν άνθρωποι σε διάφορους χώρους που δεν έχουν κανένα λόγο να είναι εκεί και κυρίως δεν ενδιαφέρονται πραγματικά για την τέχνη. Είναι εμφανές πως είναι κι αυτό ένα σημάδι μιας κοινωνίας που οδηγείται με ιλιγγιώδη ταχύτητα σε τέλμα.

– Λαμβάνετε υπόψιν  την προσωπική αύρα του εκάστοτε πρωταγωνιστή; Συνήθως τους περισσότερους ηθοποιούς δεν τους καταλαβαίνεις καν στο δρόμο, τι σας οδηγεί  να  τους επιλέγετε; Παραδείγματος χάρη, τι σας έκανε να διαλέξατε τη Γκενσμπούργκ.

Για μένα είναι πολύ σημαντικό ο ηθοποιός να φέρει έναν κόσμο, να τολμάει να εκτεθεί και να είναι έτοιμος να θυσιάσει ένα κομμάτι του εαυτού του σε κάθε δουλειά που κάνει. Δεν είναι εύκολο, το ξέρω αλλά δεν βλέπω πως μπορεί να γίνει αλλιώς. Η Σαρλότ έχει ακριβώς αυτά τα στοιχεία. Είναι ένα πλάσμα που στα γυρίσματα καθόταν σε μια γωνία ήσυχη και συγκεντρωμένη τόσο που έφτανες να μην την βλέπεις πια. Όταν όμως έμπαινε απέναντι από την κάμερα ένας ολόκληρος κόσμος ξετυλίγοντας μπροστά σου. Χωρίς περιστροφές, καλλωπισμούς και προσωπικές αντιστάσεις. Θυμάμαι το φινάλε του Dark Crimes, όπου το τραβήξαμε 46 φορές μέχρι να το καταφέρουμε, η Σαρλότ δεν σταμάτησε ποτέ, δεν παραδόθηκε ποτέ, πίεζε τον εαυτό της για το καλύτερο. Όταν στο τέλος της είπα πως το έχουμε, μόνο τότε δάκρυσε και είπε χαμογελώντας «σ’ ευχαριστώ, ελπίζω να πήρες αυτό που ήθελες».

«Ένας σκηνοθέτης έχει μόνο μια αγωνία. Να καταφέρει να μιλήσει μέσα από το έργο του».

«Κανένα live streaming και καμία οθόνη λάπτοπ δεν μπορεί να το αντικαταστήσει τη φυσική παρουσία του θεατή».

– Πόσο εύθραυστη γίνεται  η κινηματογραφική και η θεατρική παραγωγή μεσούσης της πανδημίας. Θα επιλέγατε  online προβολές;

Πολύ θα τολμούσα να πω. Όλη αυτή η αβεβαιότητα έχει οδηγήσει σε ακυρώσεις ή αναβολή παραστάσεων. Ακόμη και οι ταινίες που γυρίζονται δεν γνωρίζουν πότε ακριβώς θα μπορέσουν να προβληθούν. Δεν είμαι ενάντια στις online προβολές αλλά ούτε και υπέρ. Είναι αναγκαίο κακό. Δυστυχώς η φυσική παρουσία του θεατή σε μια κινηματογραφική αίθουσα προβολών ή στο θέατρο είναι τόσο σημαντική όσο ο πρωτογενής λόγος ύπαρξης αυτών των τεχνών. Κανένα live streaming και καμία οθόνη λάπτοπ δεν μπορεί να το αντικαταστήσει αυτό. Παρόλα αυτά μπορεί να μας συντροφεύσουν σε αυτές τις δύσκολες ημέρες.

– Είναι πονοκέφαλος για ένα σκηνοθέτη κάθε καρέ να μπορεί να μεταφέρει ένα μεγάλο αριθμό πληροφοριών και όχι μόνο αυτό, αλλά να είναι και επιτυχημένο και να αποσπάει και βραβεία;

Ένας σκηνοθέτης έχει μόνο μια αγωνία. Να καταφέρει να μιλήσει μέσα από το έργο του, να επικοινωνήσει κάνοντας μια καλή ταινία. Φυσικά τα βραβεία και οι διακρίσεις συμβάλλουν σημαντικά στο να μπορέσει να συνεχίσει να δημιουργεί ταινίες.

– Δείχνετε να  σας ενδιαφέρει κατά δευτερεύοντα λόγο η παραστατικότητα, η στρωτή αφήγηση, η γραμμικότητα και να ακολουθείτε άλλα αφηγηματικά μοντέλα. Ποιους θεωρείτε ιδανικούς σκηνοθέτες πρότυπα σας; Από πού παραδειγματίζεστε για το δομικό σας υλικό;

Δεν μπορώ να συμφωνήσω απόλυτα με αυτό. Κάθε ταινία χρειάζεται διαφορετική προσέγγιση. Σημαντικό για μένα είναι να βρεθεί αυτός ακριβώς ο τρόπος που ταιριάζει στη συγκεκριμένη ταινία. Αλήθεια είναι όμως πως με γοητεύουν σκηνοθέτες όπως ο Μικαέλ Χάνεκε ή ακόμη καλύτερα ο Πιερ Πάολο Παζολίνι. Και οι δύο έχουν την ανάγκη να μιλήσουν για την κοινωνία με «ακραίο» τρόπο, προσπαθώντας έτσι να την ωθήσουν στα όριά της και μαζί και τα όρια του θεατή. Νοιώθω πως ο σημερινός θεατής έχει περισσότερη ανάγκη για ψυχαγωγία και λιγότερο για προβληματισμό. Αυτό φυσικά έχει οδηγήσει και την κινηματογραφική αφήγηση σε μοντέλα περισσότερο βατά, στερεοτυπικά και ίσως και περισσότερο άτολμα.

«Η ελλειπτική αφήγηση έχει μεγαλύτερη απαίτηση στην εμπλοκή του θεατή».

– Φέρνοντας σημαντικά βραβεία αισθανθήκατε ότι η χώρα μας σας υποστήριξε οικονομικά και ηθικά ή τελικά είναι προσωπική υπόθεση η δημιουργία; Είναι αλήθεια ότι ο κινηματογράφος ή ο πολιτισμός είναι οι φτωχοί συγγενείς του κρατικού προϋπολογισμού;

Δυστυχώς ναι. Η Ελλάδα δεν έχει σαν σημαντικό μέλημα της την υποστήριξη κι εξέλιξη της τέχνης. Μου κάνει πάντα εντύπωση πόσο επιφανειακά στέκεται απέναντι σε αυτές τις τέχνες. Κάποιες φορές η αδιαφορία τους είναι αβάσταχτη. Δεν είναι τυχαία η ανάγκη πολλών σκηνοθετών να φύγουν από την Ελλάδα και να διαπρέψουν στο εξωτερικό. Ο προϋπολογισμός που έχει ένας σκηνοθέτης για να κάνει μια ταινία είναι αστείος. Είναι θέμα προσωπικής μάχης να κάνεις μια καλή ταινία στην Ελλάδα. Το σινεμά σημαίνει χρήματα για γυρίσματα. Δεν μπορείς να βασίζεσαι συνέχεια σε προσωπικές χάρες, καταντάει από ένα σημείο και μετά εκμετάλλευση.

«Το πιο σημαντικό είναι το βίωμα που προσφέρει μια ταινία στον θεατή, όποιο κι αν είναι αυτό».

– Η παγκόσμια κρίση φέρνει δραματουργικό υλικό; Περνάμε από μία χωροχρονική πύλη σε  μία νέα εποχή πολύ ενδιαφέρουσα για έναν δημιουργό; Είναι όπως το 1940  που ο Ροσελίνι έφτιαχνε το  Ρώμη ανοχύρωτη πόλη πάνω σε ερείπια; Το Apathy είναι επηρεασμένο από  τις καταστάσεις σήμερα;

Η τέχνη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την εποχή της. Το Apathy βασίζεται ακριβώς πάνω σε μια τέτοια ιστoρία, σε ένα σύνδρομο. Το σύνδρομο των παραιτημένων παιδιών που πρωτοεμφανίστηκε στη Σουηδία το 1998 και συμβαίνει μέχρι και σήμερα. Τα παιδιά των προσφύγων, κυρίως από πρώην Σοβιετικές και Βαλκανικές χώρες, που αναζητούν πολιτικό άσυλο, στη Σουηδία και όχι μόνο, πέφτουν σε κώμα όταν η απάντηση στο άσυλο είναι αρνητική. Τα παιδιά αυτά είναι ηλικίας 5 έως 15 ετών και το κώμα μπορεί να διαρκέσει μέχρι και 4 χρόνια. Το συγκλονιστικό είναι ότι το μόνο πράγμα που “ξυπνάει” τα παιδιά είναι η ελπίδα. Η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον, μια καλύτερη κοινωνία.

«Η τέχνη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την εποχή της».

– Πώς μπορεί  ο σκηνοθέτης να χειριστεί  επιτυχώς την  ελλειπτική αφήγηση και την  ανατροπή του χρόνου και να γίνει κατανοητός; 

Ελλειπτική αφήγηση δεν σημαίνει αυτόματα και μη κατανοητή. Είναι σημαντικό σε κάθε είδος αφήγησης να διατηρείται το πρώτο επίπεδο ευδιάκριτο. Η ελλειπτική αφήγηση έχει μεγαλύτερη απαίτηση στην εμπλοκή του θεατή. Ζητάει την συμβολή του στο ξετύλιγμα της ιστορίας και τον οδηγεί σε σκέψεις και συναισθήματα πέρα των κοινωνικών συμβάσεων. Φυσικά είναι πιο δύσκολη και για τον δημιουργό για να την καταφέρει και όπως είπα και πιο πάνω δεν ταιριάζει σε όλες τις ταινίες. Άλλωστε το πιο σημαντικό είναι το βίωμα που προσφέρει μια ταινία στον θεατή, όποιο κι αν είναι αυτό.

– Η Ελένη Ρουσσινού  σίγουρα διαθέτει φωτογένεια αλλά μπορεί να αλλάζει εντελώς ύφος και να γίνεται μία Μέριλ Στριπ;

Η Ελένη Ρουσσινού είναι για μένα μια σπουδαία ηθοποιός. Στο Miss Violence δεν ήταν φωτογενής αλλά ουσιαστική και βαθιά ανθρώπινη. Έπρεπε να κινείται σε γκρίζες ζώνες και ταυτόχρονα να λάμπει μέσα σε αυτές. Η Ελένη έχει έναν μαγικό κόσμο που δεν μπορείς να μην τον εισπράξεις στην μεγάλη οθόνη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η επόμενη ταινία μου το Love Me Not, όπου η Ελένη έπαιζε τον ρόλο μιας δολοφόνου. Κατάφερε να μεταφέρει όλη αυτή την γενιά της ηλικίας των 40 που νοιώθουν πως η κοινωνία τους χρωστάει. Κανείς θα μπορούσε να την χαρακτηρίσει ως μια εσωστρεφή ηθοποιό, μέχρι να την δει στην παράσταση του “Σ’ εσάς που με ακούτε” στο Εθνικό Θέατρο. Εκεί παίζει τον ρόλο της Μαρίας, μιας γυναίκας στο μεταίχμιο της ζωής της. Εκεί όπου τα ανεκπλήρωτα όνειρα γίνονται πια πραγματικότητα. Μια ερμηνεία μοναδική που ακροβατεί στα όρια του μελοδραματισμού και της τραγικότητας. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι συναγωνίστηκε με την Τζούντι Ντενς για το βραβείο του Α’ γυναικείου ρόλου στο φεστιβάλ της Βενετίας.

 

//Φωτογραφίες: Πηνελόπη Μασούρη

 

Διαβάστε ακόμα: Γιάννης Οικονομίδης – «Στις ταινίες μου μιλάω για την βλακεία του Έλληνα που είναι μια επιδημία».

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top