Αριστερά: Ο Αλέξανδρος Ευκλείδης. Πάνω δεξιά: Η «Μικρή επίσημη λειτουργία» του Ροσσίνι, στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, στο ΚΠΙΣΝ, στο πλαίσιο των «Ημερών Λατρευτικής Μουσικής». Κάτω δεξιά: Ο «Ερωτόκριτος» που θα ανέβει στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής τον Μάιο.

Τον γνώρισα σε ένα λυρικά εναλλακτικό σκηνικό: τρώγοντας μπέργκερ. Είναι ένας πολύ άξιος σκηνοθέτης που ο μειλίχιος τρόπος του δεν προδίδει τις περγαμηνές που κουβαλάει στην πλάτη του. Αυτός είναι ο Αλέξανδρος Ευκλείδης. Σοβαρός, αλλά από την πρώτη στιγμή βλέπεις απρόσμενες ακτίδες να φωτίζουν τις λέξεις του.

Η απρόσμενη αυτή -αν μπορεί κανείς να την πει έτσι- πλευρά του έχει αναζωογονήσει πολλά κλασικά έργα. Γι’ αυτό τον λόγο, μεταξύ άλλων, ο Γιώργος Κουμεντάκης, καλλιτεχνικός διευθυντής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής του εμπιστεύθηκε τη διεύθυνση της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ. Όσα διαμείφθηκαν μεταξύ ημών, φτιάχνουν την ακόλουθη συνέντευξη που νομίζω ότι δεν θα ενδιαφέρει μόνο τους εναλλακτικούς τύπους λυρικών καταβολών, αλλά και αυτούς που δεν είχαν σκεφτεί ποτέ ότι μπορεί να τους αρέσει η Λυρική.

«Η αυτολογοκρισία είναι στενά συνδεδεμένη με την τέχνη. Πολύ συχνά είναι και μια εξαιρετικά χρήσιμη διαδικασία ωρίμανσης ενός έργου».

Τι διαφορετικό έχει η εναλλακτική σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής; Σε ποιον απευθύνεται;
Η Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ ανταποκρίνεται καλύτερα από οτιδήποτε στη νέα πραγματικότητα που αντιμετωπίζει η ΕΛΣ στις νέες της εγκαταστάσεις. Είναι μια νέα αίθουσα, δίπλα στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος, την Κεντρική Σκηνή της ΕΛΣ στο ΚΠΙΣΝ, αλλά και ένας νέος θεσμός, ο οποίος έρχεται να διερύνει το φάσμα στο οποίο εκτείνονται οι δραστηριότητες της ΕΛΣ. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως ειδικά η δημιουργία και ο προγραμματισμός της Εναλλακτικής Σκηνής έτυχαν της ισχυρής υποστήριξης του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, μέσω της δωρεάς του για τη μεταστέγαση της ΕΛΣ. Η μετάβαση στη νέα αυτή εποχή οφείλει να έχει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά μιας πραγματικής επανάστασης, κι αυτό προϋποθέτει, πέραν του εντυπωσιακού κτηρίου, και μια νέα αντίληψη προγραμματισμού, ένα διευρυμένο περιεχόμενο. Η Εναλλακτική Σκηνή γονιμοποιεί τη σχέση της ΕΛΣ με το κοινό της ανοιγόμενη, με επίκεντρο πάντα το μουσικό θέατρο, και σε νέα πεδία, σε σύγχρονες παραστασιακές πρακτικές, σε είδη που δεν έβρισκαν χώρο στο ρεπερτόριο της ΕΛΣ. Είναι μια νέα καλλιτεχνική, αλλά ταυτόχρονα και μια ιδεολογική και ηθική στάση και πρόταση.

Λίγο πριν το Πάσχα παρουσιάσατε τις Ημέρες Λατρευτικής Μουσικής που πήραν πολύ καλές κριτικές. Τι πειραματισμούς δοκιμάσατε εκεί; Θα το επαναλάβετε;
Ο προγραμματισμός της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ βασίζεται σε κάποιες σταθερές, οι οποίες σκοπεύουμε να παραμείνουν αναλλοίωτες τα επόμενα χρόνια, ώστε να μπορέσουν να αναπτυχθούν σε βάθος χρόνου και όχι ευκαιριακά. Οι Ημέρες Λατρευτικής Μουσικής, το φεστιβάλ με το οποίο εγκαινιάστηκε η λειτουργία του νέου χώρου, είναι μία από αυτές τις σταθερές. Στη φετινή του εκδοχή παρουσίασε 8 παραγωγές σε 13 συνολικά παραστάσεις και συνάντησε την εξαιρετική ανταπόκριση του κοινού. Η ιδέα του Γιώργου Κουμεντάκη, του οποίου επιθυμία είναι το φεστιβάλ αυτό, ήταν να δώσουμε στη λατρευτική μουσική χώρο για μια μη δογματική προσέγγιση. Διότι, αν και η λατρεία υπήρξε για τη μουσική ένα ιδιαίτερα γόνιμο και δημιουργικό έδαφος, η σχέση τους κατήντησε με τους αιώνες κενό γράμμα. Στο φετινό φεστιβάλ, που επιμελήθηκαν ο Μάρκελλος Χρυσικόπουλος και ο Γιώργος Κουμεντάκης, δώσαμε χώρο σε δύσκολους και ριψοκίνδυνους συνδιασμούς, χωρίς να είμαστε σίγουροι για το αποτέλεσμα (καθώς η προϋπόθεση κάθε πειράματος είναι το να ανοίγεσαι στο άγνωστο). Χωρίς να είναι μεγαλεπήβολες και υπερβολικά «ψαγμένες», οι εκδηλώσεις του φεστιβάλ συνέβαλαν με έναν πρωτότυπο και αυθεντικό τρόπο στη διερεύνηση της σχέσης τέχνης και λατρείας.

«Ζούμε σε μια εποχή που ακούμε περισσότερη μουσική από ποτέ, έχουμε διαρκή και αδιάλειπτη πρόσβαση σ’ αυτήν. Κι έτσι χάνουμε τη λαχτάρα για τη μουσική».

Έχετε κάποιες φορές δεύτερες σκέψεις για το αν αυτό που «στήνετε» σπάει πολύ τις καθιερωμένες νόρμες; Αυτολογοκρίνεστε δηλαδή;
Η αυτολογοκρισία είναι μια διαδικασία στενά συνδεδεμένη με την τέχνη. Πολύ συχνά είναι και μια εξαιρετικά χρήσιμη διαδικασία ωρίμανσης ενός έργου. Επίσης, όταν διαχειρίζεσαι δημόσιο χρήμα, οφείλεις να θέτεις κάποια ερωτήματα για τα όρια του κοινού σου, το οποίο αντιπροσωπεύει την κοινωνία που υποστηρίζει το έργο σου (αυτή είναι, βεβαίως, μία πολυσύνθετη συζήτηση, η οποία επιδέχεται πολλών απαντήσεων). Στο πλαίσιο των παραπάνω παραγόντων, ναι, έχω αυτολογοκριθεί. Βεβαίως, έχω επίσης λογοκριθεί από τρίτους. Ωστόσο, ας μη γελιόμαστε, ζούμε, είτε μας αρέσει είτε όχι, σε ένα καθεστώς μεγάλης ανεκτικότητας στην ελευθερία του λόγου και της τέχνης. Η λογοκρισία ή αυτολογοκρισία δεν είναι το βασικό πρόβλημά μας, όσο κι αν θέλουμε συχνά να πιστεύουμε το αντίθετο.


Διαβάστε ακόμα: Γιώργος Κουμεντάκης – «Καλύτερα να αποδεχτούμε την κρίση παρά να κάνουμε πως δεν υπάρχει»


Γιατί έχει συνδυαστεί η Λυρική Σκηνή με ένα πολύ ειδικό ή μεγαλύτερο σε ηλικία κοινό; Μπορεί κάπως να γίνει πιο θελκτική για τους νέους;
Αυτή είναι η διεθνής πραγματικότητα της όπερας, όχι της Εθνικής Λυρικής Σκηνής μόνο. Μπορώ μάλιστα να σας πω ότι η ΕΛΣ έχει πολύ χαμηλότερου μέσου όρου ηλικίας κοινό από τις περισσότερες όπερες του εξωτερικού. Ωστόσο, αν και έχει δαπανηθεί φαιά ουσία και χρήμα στην επίλυση του προβλήματος αυτού, δεν έχει υπάρξει μία αυτονόητη και παντού εφαρμόσιμη λύση. Ιστορικές μορφές τέχνης όπως η όπερα απαιτούν υπομονή, προηγούμενη εκπαίδευση και ένα πνεύμα που δεν καθορίζεται αποκλειστικά από τα τρέχοντα πολιτιστικά στερεότυπα. Από την άλλη, πολύ συχνά τα λυρικά θέατρα “κουρδίζονται” στις προσδοκίες του συντηρητικού μέρους του κοινού τους, προτιμούν την ευκολία του ακαδημαϊσμού, για να ευχαριστήσουν το σταθερό τους κοινό, δυσαρεστώντας, ωστόσο, το κοινό που δεν έχουν ακόμη, και ιδιαίτερα τους νέους. Η λύση, σε ένα θέατρο όπως η ΕΛΣ που έχει το θλιβερό προνόμιο να είναι το μοναδικό λυρικό θέατρο της χώρας μας, είναι ένας προγραμματισμός μεγάλου εύρους, όπου να μπορούν διαφορετικές κατηγορίες κοινού να βρουν εκείνα τα συστατικά που θα ανταποκριθούν στις αναζητήσεις τους. Σε κάθε περίπτωση, για μια δημόσια όπερα πληρώνουν όλοι οι φορολογούμενοι, όχι μόνο οι παραδοσιακές κατηγορίες κοινού της. Το να την καταστήσουμε ελκυστική σε όλους είναι μέρος της αποστολής κάθε διοίκησης.

«Το να καταστήσουμε ελκυστική την όπερα σε όλους είναι μέρος της αποστολής κάθε διοίκησης».

Εσάς ποια ήταν η πρώτη σας επαφή με αυτό το είδος ως παιδί; Το θυμάστε; Ήταν έρωτας με το «πρώτο άκουσμα»;
Στο σπίτι μου υπήρχε πρόσβαση στην κλασική μουσική, καθώς οι γονείς μου ήταν και είναι μουσικόφιλοι. Επομένως, δεν μπορώ να σας πω ποιο ακριβώς ήταν το πρώτο άκουσμα. Ο δίσκος, ωστόσο, ο οποίος μου προκάλεσε τις πρώτες μεγάλες συναισθηματικές αντιδράσεις ήταν η περίφημη ζωντανή ηχογράφηση της Τραβιάτα με την Κάλλας από τη Σκάλα του Μιλάνου. Ήξερα τον δίσκο απέξω (ήταν ένα μονό βινύλιο με επιλογές από το έργο). Εκ των υστέρων, αντιλαμβάνομαι ότι εκείνο που με συντάρασσε στην ζωντανή εκείνη ηχογράφηση ήταν οι ήχοι του κοινού. Η ενθουσιώδης ανταπόκριση του κόσμου, τον οποίον τον άκουγες να αναπνέει μαζί με τους τραγουδιστές. Η στουντιακή Τραβιάτα που απέκτησα λίγα χρόνια αργότερα (τη θρυλική ηχογράφηση του Κάρλος Κλάιμπερ με την Ιλεάνα Κοτρουμπάς), παρότι με συγκίνησε μουσικά περισσότερο, με την τελειότητα του ήχου της, δεν είχε εκείνο το στοιχείο, που είναι άλλωστε κι αυτό που κρατάει ακόμη την όπερα ανάμεσα στα ζωντανά είδη παραστατικών τεχνών, παρ’ όλες τις ζωντανές μεταδόσεις από τη ΜΕΤ, τα DVD, τα Blue Ray και την απεριόριστη οπερατική βιβλιοθήκη του You Tube: το κοινό.

Αν δεν υπήρχε η όπερα, η οπερέτα, η μουσική στη ζωή σας, πώς φαντάζεστε ότι θα ήταν;
Με τα χρόνια γίνομαι ολοένα και λιγότερο μουσικόφιλος και μελομανής. Παλιότερα παρακολουθούσα την επικαιρότητα, ήξερα τους σημαντικούς μαέστρους, τραγουδιστές, τις νέες εκδόσεις δίσκων, παθιαζόμουν με τη μία ή την άλλη ηχογράφηση. Σήμερα ακούω μουσική από επιλογή κι επειδή την έχω αρκετά στη ζωή μου λόγω δουλειάς, διαφυλάσσω τις στιγμές ησυχίας. Ζούμε σε μια εποχή που ακούμε περισσότερη μουσική από ποτέ, έχουμε διαρκή και αδιάλειπτη πρόσβαση σ’ αυτήν. Κι έτσι χάνουμε τη λαχτάρα για τη μουσική, που είναι εξίσου σημαντική με την ικανοποίησή της. Όλα αυτά για να πω ότι έχω ακούσει αρκετή μουσική, ώστε αν αύριο έχανα την ακοή μου να έχω ένα αρκετό απόθεμα στη μνήμη μου. Η μουσική είναι αναπόσπαστο πια μέρος μου, δεν μπορώ να την αποχωριστώ και να το ήθελα.

Τι σχεδιάζετε για το άμεσο μέλλον στο ΚΠΙΣΝ;
Το μεγάλο εγχείρημα που προετοιμάζουμε εδώ και σχεδόν δύο χρόνια με τους μακροχρόνιους συνεργάτες μου, Χαράλαμπο Γωγιό, Δημήτρη Δημόπουλο και Κωνσταντίνο Ζαμάνη, είναι η παράφραση της τελευταίας όπερας από την περίφημη Τετραλογία του Ρίχαρντ Βάγκνερ, υπό τον τίτλο Το λυκόφως των χρεών. Είναι μια ριζική διασκευή του έργου του Βάγκνερ η οποία το μεταμορφώνει σε ένα έργο για την τελεολογία του ελληνικού κράτους. Θα ανέβει τον Οκτώβριο στην Εναλλακτική Σκηνή και ελπίζω να αποτελέσει ένα καλό δείγμα του πώς μπορεί το κλασικό ρεπερτόριο της όπερας να αφορά το εδώ και τώρα, με το οποίο η όπερα δεν έχει παραδοσιακά ιδιαίτερα στενές σχέσεις.


Who is who
Ο Αλέξανδρος Ευκλείδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στο Τμήμα Θεάτρου του ΑΠΘ, όπου εκπόνησε και τη διδακτορική του διατριβή, ενώ πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές θεατρολογίας στο Πανεπιστήμιο Paris III. Έχει διδάξει στο Τμήμα Θεάτρου (ΑΠΘ) και Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης (Πανεπιστήμιο Μακεδονίας), καθώς και στις Δραματικές Σχολές του Εθνικού Θεάτρου και του ΚΘΒΕ, όπου και εργάστηκε ως σύμβουλος δραματολογίου. Ως σκηνοθέτης μουσικού θεάτρου και όπερας έχει συνεργαστεί με την ΕΛΣ (με την οποία συνεργάζεται ως σταθερός σκηνοθέτης από το 2013), το Φεστιβάλ Αθηνών, τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, την Όπερα Νόυκαιλν Βερολίνου, το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, την Όπερα Θεσσαλονίκης, τις «Όπερες των Ζητιάνων», το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας κ.ά. Έχει σκηνοθετήσει έργα κλασικού ρεπερτορίου, αλλά και σύγχρονων συνθετών, ενώ ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την σκηνική αναβίωση της ελληνικής οπερέτας. Από τον Φεβρουάριο του 2017 είναι Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ.

//nationalopera.gr | facebook.com/nationalopera


 

Διαβάστε ακόμα: Τελετή παράδοσης του ΚΠΙΣΝ. Μια ακουστική αποτίμηση

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top