Ας προσπαθήσουμε, αν μπορούμε, να περάσουμε
στο θάνατο με τα μάτια ανοιχτά.
Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, Αδριανού Απομνημονεύματα
Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι το τηλεφώνημα που μου έκανε ο Χανς Βέμπερ, φίλος από το Βερολίνο, στα τέλη Μαΐου του 2000, θα είχε τόσες επιπτώσεις στη ζωή μου. Οι εκδόσεις Reclam, όπου εργαζόταν ως επιμελητής, είχαν αποφασίσει να εκδώσουν ένα πολυτελές, μεγάλου σχήματος λεύκωμα με τα εκατό ωραιότερα νεκροταφεία της Ευρώπης και ο Χανς είχε προτείνει εμένα για το νεκροταφείο που βρίσκεται στον Πύργο της Τήνου: «Πέντε σελίδες 24×29, με κείμενα, φωτογραφίες και σχέδια δικά σου», μου είπε στο τηλέφωνο. «Μια εβδομάδα στον Πύργο, όλα πληρωμένα, και η αμοιβή σου θα είναι 4.000 ευρώ. Τι λες;»
Στις 8 Ιουλίου βρισκόμουν στην Τήνο, που εξαιτίας της απωθητικής και θορυβώδους Χώρας της δεν είχα επισκεφθεί ποτέ. Η έκπληξή μου ήταν απερίγραπτη, όταν ακολουθώντας τον φιδωτό δρόμο που οδηγεί στον Πύργο είδα να ξεδιπλώνεται εμπρός μου ένα μοναδικό τοπίο, που με καλούσε να το αγαπήσω. Και πράγματι το αγάπησα με όλη τη δύναμη της ψυχής μου, αφού, ύστερα από εκείνη την πρώτη φορά, έχω μέχρι σήμερα επισκεφθεί την Τήνο πάμπολλες φορές, και έχω πάντοτε την αίσθηση ότι επιστρέφω στην πατρίδα.
Ο Πύργος με θάμπωσε με την εκκωφαντική λευκότητά του και όλες τις παραλλαγές του λευκού, του γκρίζου και του γαλάζιου, που συνθέτουν μια συμφωνία αρμονικών αναλογιών σχεδόν αβάσταχτη και οδυνηρή. Σαν μεθυσμένος, περιφερόμουν τις πρώτες μέρες ανάμεσα στα κάτασπρα κτίρια που σχηματίζουν αληθινό λαβύρινθο, τις μυρωδιές που κρέμονται ολόγυρα, τις ατέλειωτες σκάλες, τις εκκλησίες που ξεπροβάλλουν εκεί που δεν το περιμένεις, τους γελαστούς ανθρώπους που συναντάς στο δρόμο, τα ζωηρά παιδιά που καταλήγουν εξουθενωμένα στον Πλάτανο, μια πλατεία-σάλα έτοιμη να σε καλωσορίσει.
Από την επόμενη μέρα άρχισα να εργάζομαι οχτώ με δέκα ώρες στο νεκροταφείο, που βρίσκεται δίπλα στην επιβλητική εκκλησία του Αγίου Νικολάου, πίσω από τον Πλάτανο, σ’ ένα χώρο δυο στρεμμάτων με πολύ μεγάλη κλίση. Όταν ανοίξεις τη βαριά σιδερένια πόρτα, βρίσκεσαι μπροστά σε μια πολύ φαρδιά σκάλα, που οδηγεί στον ιερό ναό της Μεταμόρφωσης. Λόγω της μορφολογίας του εδάφους, το νεκροταφείο αναπτύσσεται σε τέσσερα επίπεδα, αριστερά και δεξιά της μαρμάρινης σκάλας. Στο χαμηλότερο επίπεδο βρίσκονται οι σύγχρονοι τάφοι, ενώ στα υπόλοιπα υπάρχουν μνήματα του δέκατου ένατου και του δέκατου όγδοου αιώνα.
Αποτύπωσα ολόκληρο το νεκροταφείο, την εκκλησία, το οστεοφυλάκιο, και κατόπιν σχεδίασα με μεγάλη λεπτομέρεια τις ανάγλυφες πλάκες που βρίσκονται στο τέταρτο επίπεδο, το πιο ενδιαφέρον απ’ όλα. Η παλαιότερη από αυτές χρονολογείται στο 1772. Όλοι οι τάφοι του δέκατου όγδοου αιώνα είναι εσωτερικά χτιστοί και έχουν δυο πλάκες, από τις οποίες η μικρότερη είναι κινητή.
Όπως έμαθα από ντόπιους που γνώρισα, τον νεκρό τον σκεπάζουν ακόμα και σήμερα με άνθη ή φύλλα λεμονιάς, τον τυλίγουν μ’ ένα λευκό σεντόνι και για προσκέφαλο τού βάζουν ένα μαξιλάρι χωρίς κόμπους, γεμισμένο με λεμονόφυλλα!
Τα θέματα που κυριαρχούν σ’ αυτές της μοναδικής ομορφιάς επιτύμβιες πλάκες είναι ο δικέφαλος αετός, ο ήλιος, η σελήνη, τα ψηλόλιγνα κυπαρίσσια, τα καράβια, καθώς και τα σύνεργα που σχετίζονται με το επάγγελμα του νεκρού: ψαλίδια, κουβαρίστρες, καλέμια, σφυριά, λαβίδες κ.λπ. Στο ωραιότερο ανάγλυφο, που μπήκε τελικά στο εξώφυλλο του βιβλίου, βλέπουμε δυο πουλιά καθισμένα στις κορυφές δυο κυπαρισσιών να πλαισιώνουν ένα ιστιοφόρο.
Μισοζαλισμένος από την πολύωρη δουλειά κάτω από τον ήλιο, έτρωγα βιαστικά στον πολύβουο Πλάτανο, ξεκουραζόμουν λίγη ώρα στο ευρύχωρο δωμάτιο που είχα νοικιάσει κοντά στην εκκλησία του Σταυρού, και ύστερα κατέβαινα στον Πάνορμο, στην Αγία Θάλασσα και από εκεί στον μυθικό κόλπο του Καβαλουρκού, όπου κολυμπούσα ως τη δύση του ήλιου βλέποντας να κατρακυλούν προς τη θάλασσα σαν ακίνητα τέρατα, χελώνες και δράκοντες οι βράχοι.
Την πέμπτη μέρα έφτασα στο πρώτο επίπεδο, όπου όλοι οι τάφοι κατασκευάστηκαν τον εικοστό αιώνα. Όταν έφτασα στους τελευταίους, είδα δυο άδειους λάκκους γεμάτους αγριόχορτα, τσουκνίδες και γαϊδουράγκαθα. Εκείνη τη στιγμή κάτι άστραψε στο μυαλό μου· μια σκέψη, που σε λίγο μετατράπηκε σε σφοδρή επιθυμία. Ήθελα να με θάψουν σ’ εκείνο το σημείο, στο ωραιότερο νεκροταφείο των Κυκλάδων, δίπλα στα περήφανα κυπαρίσσια, τυλιγμένο με άνθη λεμονιάς, μέσα σ’ ένα πάλλευκο σεντόνι! Είδα την ψυχή μου να φτερουγίζει πάνω από τη γη της Τήνου, να χαμηλώνει πάνω από τον Πλάτανο, να εκσφενδονίζεται ως τη θάλασσα και να κάθεται μεταμορφωμένη σε γλάρο πάνω στο φάρο του Πλανήτη· να αναβοσβήνει πεταρίζοντας κι ύστερα να διαχέεται πάνω από τα φαλακρά βουνά.
Με την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή, έτρεξα στο δημαρχείο και ρώτησα αν πουλιόντουσαν εκείνοι οι δυο τάφοι. Ένας ευγενέστατος υπάλληλος που με κοίταζε έντρομος, γιατί ήταν αδύνατον να κρύψω την ταραχή μου, μου είπε πως και βέβαια πουλιόντουσαν. Ήταν άλλωστε οι τελευταίοι διαθέσιμοι, γιατί το νεκροταφείο ήταν πλήρες, δεν χωρούσε άλλους! «Και πόσο στοιχίζει ο κάθε τάφος;» ρώτησα με αγωνία. «Τριακόσια ευρώ, κύριέ μου. Αλλά για όλ’ αυτά πρέπει να μιλήσετε με τον πατέρα Βελούδιο, που είναι υπεύθυνος για το νεκροταφείο». Και έγραψε το τηλέφωνό του σ’ ένα κίτρινο χαρτί.
Την επομένη ήπιαμε μαζί καφέ στον Πάνορμο, δίπλα στη θάλασσα. Ὁ πατήρ Βελούδιος, ένας συμπαθέστατος ιερέας με γελαστά, φωτεινά μάτια, μου έφερε τα απαραίτητα χαρτιά κι εγώ του έδωσα τα τριακόσια ευρώ. Εκείνη τη στιγμή ήταν ο πιο αξιαγάπητος παπάς της Ορθόδοξης Εκκλησίας! Σφίξαμε τα χέρια και σε λίγες μέρες επέστρεψα με οκτώ μποφόρ στον Πειραιά, ευτυχής που ήμουν επιτέλους ιδιοκτήτης ενός ακινήτου, στο λευκότερο σημείο του Αιγαίου!
Το βιβλίο, που κυκλοφόρησε στις 10 Δεκεμβρίου, είχε μεγάλη επιτυχία. Έκανε ως τώρα δέκα εκδόσεις και έχει προκαλέσει μεγάλο ενδιαφέρον για την Τήνο και τα νεκροταφεία της. Εγώ, στο μεταξύ, συνέχισα να επισκέπτομαι συχνά το νησί, που έχει γίνει δεύτερη πατρίδα μου. Όποτε κάνω ωτο-στοπ από τον Πάνορμο (όπου μένω πάντα στο ίδιο δωμάτιο) προς τον Πύργο, οι ντόπιοι συνήθως με ρωτούν όλο περιέργεια: «Εσείς δεν είστε που αγοράσατε έναν τάφο στον Πύργο;». Έμαθα από τον δήμαρχο ότι η μικρή κοινωνία του χωριού έχει αναστατωθεί από το γεγονός πως ένας ξένος αποφάσισε να ριζώσει στα δικά τους χώματα. Κάτι ανάλογο δεν έχει συμβεί ποτέ!
Πολλά απογεύματα του καλοκαιριού τα περνάω τριγυρνώντας στο νεκροταφείο του Πύργου, όπου θα εγκατασταθώ για τα καλά κάποτε στο μέλλον. Προς το βράδυ οι σκιές σφίγγονται γύρω από τα δέντρα που θροΐζουν τρυφερά και η ατμόσφαιρα γεμίζει ψιθύρους. Καθισμένος σε κάποιο πεζούλι, συλλογίζομαι τη ζωή που πέρασε. Τους ανθρώπους και τις θάλασσες που γνώρισα. Τις πληγές και τις ανθοφορίες που εναλλάσσονταν στο σώμα της ιστορίας μου. Τα νοσοκομεία που επισκέφθηκα. Τους έρωτες, τους χωρισμούς, τις ναυαγισμένες φιλίες. Τους κήπους των παιδικών μου χρόνων. Τις συναρπαστικές περιπέτειες στα στενά δωμάτια της Τέχνης. Τα ποιήματα, τα σχήματα, τα χρώματα, τις μουσικές. Τη μοναξιά μου σε μικρές και μεγάλες πολιτείες. Τη μοναξιά μου στην άκρη ενός βράχου, στην αίθουσα αναμονής κάποιου σταθμού, στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου. Τους φόβους που στοίχειωναν το κρεβάτι μου τις νύχτες. Τα καράβια που με πήγαιναν σε καινούργιες ερημιές. Τους βαρείς χειμώνες και τα καυτά καλοκαίρια…
Κατηφορίζοντας προς την πλατεία του Πύργου, με τυλίγουν πάλι οι ήχοι της ζωής. Παιδικές τσιρίδες, τσουγκρίσματα ποτηριών, τραγούδια, γέλια, προσφωνήσεις, άγνωστες γλώσσες, καβγάδες, πειράγματα, συνομιλίες από τα κινητά.
Παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής, σκέφτομαι διαρκώς πως όλα αυτά τα θαυμαστά, τα πολύχρωμα και μυρωδάτα, θα εξακολουθούν να υπάρχουν και μετά από μένα. Το κελάηδισμα του σπίνου, οι πρώτες ομιλίες το πρωί, το μουρμουρητό της λεύκας κοντά στο παράθυρο. «Τι υπέροχο αίνιγμα που είναι η ζωή!» αναλογίζομαι.
// Το αφήγημα «Προσκέφαλο με φύλλα λεμονιάς» του Αλέξανδρου Ίσαρη κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2012 από τις εκδόσεις Κίχλη.