«Σε μια επιτυχημένη σχέση δεν χρειάζεται να σχεδιάζεις. Να μην υπάρχουν δεύτερες σκέψεις».

Ένας βαθιά ευγενικός άνθρωπος, ειλικρινής και τολμηρός, που δεν φοβάται την αυτοκριτική και παραδέχεται με ηρεμία και τις πιο σκοτεινές φάσεις της ζωής του, πλάθει συνεχώς ιστορίες και τις γράφει. Ο Αλέξης Σταμάτης, ένας χαρακτηριστικός τύπος της πόλης μας, με μια εικόνα που τον καθιστά «περσόνα», δεν μοιράζει απλόχερα χαμόγελα. Χρόνια τον παρακολουθώ, τον διαβάζω, τον έχω ξανασυναντήσει για συνέντευξη και πάντα είχα την αίσθηση ότι κάτι υπάρχει πίσω από τα έντονα σοβαρά του μάτια.

Τώρα, τα μάτια εξακολουθούν να μην είναι διόλου περιπαιχτικά όταν μιλά για τη δουλειά του, όμως πια μελώνουν, μαλακώνουν και φωτίζουν στο άκουσμα της γυναίκας του Εύας και του γιου του Ερμή. Νιώθω πως η ζωή του τραντάχτηκε συθέμελα από αυτόν τον έρωτα και ασφαλώς ορίζεται από τη συνεχή ανάταση που προκαλεί ο γιος του. Ο Αλέξης, συγγραφέας είναι εκεί με την ίδια ένταση και δημιουργικότητα, ενώ ο Αλέξης άνδρας έχει δοθεί ολόψυχα και απόλυτα στην οικογένειά του. Τόσο απλά και κοινά παρά τις ιδιάζουσες πτυχές του.

– Εδώ και ένα χρόνο, έχει έρθει ένα μωρό στην οικογένειά σας. Πόσο σας αλλάξε και κατ’ αρχάς έχει κάποια σημασία το ότι είναι αγόρι;
Εγώ μάλλον κορίτσι ήθελα, αν και η κορεκτίλα λέει γενικά ότι το φύλο του παιδιού δεν έχει καμιά σημασία -και σίγουρα έτσι είναι. Βέβαια, να πω ότι το γεγονός πως είναι αγόρι με κάνει να σκέφτομαι πιο πολύ τα δικά μου με την έννοια ότι ταυτίζομαι περισσότερο, επειδή έχω περάσει περίεργη παιδική ηλικία. Και καθώς τα τρία πρώτα χρόνια της ζωής μας δεν τα θυμόμαστε, αυτό με κάνει να έχω και περιέργεια και έντονο ενδιαφέρον.

Με την σύζυγό του, Εύα Σιμάτου.

– Είναι γενικά μια περιέργεια ή υπάρχει και μια πιο έντονη αίσθηση ευθύνης προτύπου;
Πάλι θα απαντήσω ότι επειδή έχω περάσει περίεργα παιδικά χρόνια, με διαζύγιο των γονιών μου, με «θολό» πατρικό πρότυπο κ.λπ., είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι εάν παντρευτώ και κάνω παιδί, δεν θα χωρίσω ποτέ. Είχα πάντα μια εξαιρετική ευαισθησία πάνω στο θέμα «παιδί». Όλα αυτά βέβαια, η ζωή έρχεται και τα κάνει σκουπίδια… Επίσης, υπάρχει μια τρομακτική μυθοποίηση για το πλάσμα που θα ‘ρθει, δεν ξέρω κι εγώ από πού, που θα ‘ναι ένα αποτέλεσμα εκρηκτικών συμπτώσεων και καταστάσεων που θα συμβούν την κατάλληλη στιγμή και τότε θα γίνει το θαύμα. Σε μένα μάλιστα, ως συγγραφέα, είχε πάρει τεράστια διάσταση μέσα μου.

»Με μεγάλη χαρά, όταν γεννήθηκε, κατάλαβα ότι είναι πάρα πολύ σημαντικό το να βλέπεις την πραγματικότητα ζωντανή. Με το που γεννήθηκε το μωρό και το είδα, όλο αυτό το παραμύθι έσβησε αλλά ταυτόχρονα έγινε ακόμη μεγαλύτερο, με την έννοια ότι υπάρχει. Δηλαδή όταν κάτι που έχεις μυθοποιήσει, γίνεται πραγματικότητα, η πραγματικότητα του μυθοποιημένου είναι πολύ πιο ερεθιστική από την ίδια τη μυθοποίηση -κι αυτό ισχύει για πολλά άλλα πράγματα. Έτσι αυτό το γεγονός όντως με έχει αλλάξει και με έχει επηρεάσει, για αυτό και έκανα σε μεγάλη ηλικία το παιδί, γιατί ήθελα να εκβάλει. Όμως δεν έχω κανένα άγχος προτύπου, δεν το σκέφτομαι έτσι. Αφήνω τον εαυτό μου, είμαι απόλυτα ελεύθερος πάνω σε ένα απόλυτα ελεύθερο πλάσμα, το οποίο σέβομαι και ιδιαίτερα. Αισθάνομαι ότι έχει τον δικό του χαρακτήρα, τη δική του ύπαρξη – δεν ταυτίζομαι με το παιδί.

«Τη μάνα μου δεν την είχα μυθοποιήσει ποτέ. Είχαμε μια πάρα πολύ καλή σχέση, η οποία, νομίζω, οφειλόταν στην πολύ μικρή διαφορά ηλικίας».

– Η Εύα (σ.σ. Σιμάτου, σύζυγός του) «φταίει» για όλο αυτό; Μεγάλος έρωτας, έχω μάθει…
Ναι, πολύ. Έρωτας όμως με την έννοια τού σαν να γνωριζόμαστε από πολύ παλιά. Συναντηθήκαμε στην Αθήνα, τελείως τυχαία, κι αυτό ήταν. Ήταν βέβαιο για μένα ότι θα κατέληγε κάπου και δεν θα ήταν μια απλή σχέση.

– Άρα το θέμα του παιδιού «ξεκλείδωσε» με αυτή την αγάπη…
Εξέβαλε το παιδί, δεν το συζητήσαμε, προέκυψε. Εξάλλου αυτό πιστεύω ότι είναι μια επιτυχημένη σχέση, να μην σχεδιάζεις, να μην υπάρχουν δεύτερες σκέψεις, να είσαι τελείως ανοιχτός απέναντι στον άλλον -κάτι που ποτέ δεν είχα καταφέρει, γιατί έφταιγα κι εγώ. Επίσης να μη μυθοποιείς, και ξαναλέω αυτό το ρήμα, γιατί για μένα ήταν καίριο στη ζωή μου για να μπορέσω να τα βγάλω πέρα. Είχα ανάγκη μυθοποίησης διαφόρων πραγμάτων και επινόησης – εξού και συγγραφέας.

– Τη μητέρα σας (σ.σ. Μπέττυ Αρβανίτη) πότε την απομυθοποιήσατε;
Τη μάνα μου δεν την είχα μυθοποιήσει ποτέ. Είχαμε μια πάρα πολύ καλή σχέση, η οποία, νομίζω, οφειλόταν στην πολύ μικρή διαφορά ηλικίας, αφού με έκανε στα δεκαννιά της, και δεύτερον, στα οικογενειακά προβλήματα που υπήρχαν, τα οποία μας έδεσαν ακόμη περισσότερο. Στα δεκάξι μου, κάναμε κοινές παρέες, θυμάμαι, πηγαίναμε στο «Χάραμα» του Τσιτσάνη με την παρέα του Ελεύθερου Θεάτρου.

Αριστερά: με την μητέρα του, Μπέττυ Αρβανίτη. Δεξιά: σε ηλικία 16 ετών.

Πώς «αποφύγατε» την υποκριτική;
Έχω μια εξήγηση. Πέρα από το ότι εγώ τότε είχα πρόβλημα να εκτίθεμαι -τώρα πια δεν έχω-, από πολύ μικρός έχω μια θύμηση: κάποια στιγμή η μητέρα μου με πήρε μαζί στη δουλειά της. Εγώ δεν ήξερα τότε ακριβώς τι κάνει, το είναι ο ηθοποιός, και είχε γυρίσματα στη Ρόδο για την ταινία «Κάτι κουρασμένα παλικάρια» με τον Κωνσταντάρα. Η εμπειρία για μένα ήταν αποκαλυπτική. Πέρα από το ότι απομυθοποίησα όλο αυτό που βλέπαμε τότε στο πανί και ενθουσιαζόμαστε, είδα την «κουζίνα» της τέχνης. Δηλαδή, είδα ότι υπάρχει ένας σκηνοθέτης, ένας άνθρωπος με μια μεγάλη μηχανή και δύο ηθοποιοί οι οποίοι ψιθυρίζουν, πάλι και πάλι τα ίδια λόγια. Αυτό λοιπόν φταίει μαζί με την υπερευαισθησία μου στην έκθεση, συν και το ότι μεγάλωσα μέσα στα βιβλία. Από μικρός θεωρούσα ότι οι μεγάλοι έχουν άδικο, οπότε ήθελα να μεγαλώσω με τους δικούς μου όρους, τους οποίους βρήκα στα βιβλία.

– Πότε καταλάβατε ότι μπορείτε να γράψετε κιόλας;
Μικρός έλεγα ότι τώρα εγώ θα γράψω ένα βιβλίο, που θα ‘ναι ο Σεφέρης μαζί με τον Καβάφη, τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα και θα μιλάνε. Τους έβαζα όλους μαζί. Ήμουν ψωνάρα. Μας έβαλαν στο σχολείο μια έκθεση για την αποταμίευση κι εγώ, αφού έγραψα τι είναι η αποταμίευση, συνέχισα με μία τρελή ιστορία για ανθρώπους που μιλάνε ανάποδα, σε ένα εναλλακτικό σύμπαν και τέτοια. Συνέχεια είχα ονειροφαντασιώσεις στις οποίες βοήθησε πολύ και το «Θέατρο της Δευτέρας», που άκουγα κρυφά και δημιουργούσα μια εικόνα έντονη στο μυαλό μου. Επίσης στο σπίτι μπαινόβγαιναν και πάρα πολλοί φίλοι της μάνας μου, από διάφορους χώρους.

»Ήταν προδιαγεγραμμένο ότι θα κάνω κάτι καλλιτεχνικό και για μένα, εκείνη την εποχή, ως πιο εσωστρεφές άτομο, το πιο ελκυστικό ήταν η γραφή. Στην πορεία, βλέπω ότι έχω ασχοληθεί με όλα τα είδη γραφής, δηλαδή δοκίμιο, ποίηση, πεζογράφημα, νουβέλα… Και παιδικό. Εχω πάρει μάλιστα βραβείο για το παιδικό μου «Ο Άλκης κι ο λαβύρινθος» και ετοιμάζω καινούργιο. Η τωρινή μου έκδοση πάντως, με τίτλο «Αθώα πλάσματα», αν μπορώ να κάνω μια ιδεολογική κατάταξη, θα έλεγα ότι είναι νουάρ. Δηλαδή ένα υπαρξιακό θρίλερ, με αστυνομική επίφαση.

«Δεν το θεωρώ καθόλου τυχαίο ότι όταν τελείωσε η ιστορία με το ποτό άρχισα να γράφω πεζογραφία».

– Έχει αλλάξει κάτι στο γράψιμό σας από τότε που γεννήθηκε ο μικρός;
Είχε αλλάξει από πριν κιόλας. Είχα περάσει μια φάση που έγραφα ποίηση κατά την οποία έπινα ακόμα. Δεν το θεωρώ καθόλου τυχαίο ότι όταν τελείωσε η ιστορία με το ποτό άρχισα να γράφω πεζογραφία και εκεί παρεισφρέει η αρχιτεκτονική και με την εγγενή δομή – η προίκα των σπουδών μου. Τα πρώτα μου βιβλία είναι εξαιρετικά δομημένα, σε βαθμό που αποτελούσαν έτοιμες «σκαλέτες» για την εκτέλεση ενός βιβλίου. Αργότερα, επειδή βέβαια λειτουργεί ο αυθορμητισμός και ο ρομαντισμός και έχεις αποκτήσεις πείρα, δεν θέλεις να ξέρεις το τι θα γίνει στο βιβλίο. Έτσι άρχιζα βιβλία με μια ιδέα, μια σκέψη, μια εικόνα. Ειδικά αυτό το τελευταίο, τα «Αθώα πλάσματα», άρχισε από μία και μόνο φράση που μου ήρθε: «Παρακολούθησέ με…».

»Τώρα, όσον αφορά το παιδί, υπάρχει η εξής διαφορά: λιγότερος χρόνος. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι δημιουργεί άγχος. Κι όμως, ο περιορισμένος χρόνος που έχεις, δεν σου αφήνει περιθώρια να περιπλανιέσαι κι έτσι αυτά που γράφεις είναι κατευθείαν η πράξη. Είναι δηλαδή ένα εντατικό γράψιμο, που με βρίσκει και σε μια ηλικία που έχω την πείρα να το εκτελέσω κι έχω πολύ πιο καλό και πιο αληθινό αποτέλεσμα για μένα.

«Μικρός έλεγα ότι τώρα εγώ θα γράψω ένα βιβλίο, που θα ‘ναι ο Σεφέρης μαζί με τον Καβάφη, τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα και θα μιλάνε».

– Πόσο πολύ μπορεί να επηρεάσουν έναν συγγραφέα οι ήρωες του βιβλίου του; Πόσο αληθινά ζουν στη ζωή του;
Πολύ. Μάλιστα στην «Αμερικάνικη φούγκα» είχα αγαπήσει τόσο πολύ τον ήρωα του βιβλίου, που στο τέλος τον τοποθετούσα στην Ελλάδα, με την οικογένεια και το παιδί του και να περνάνε όλοι καλά. Μου είπαν όμως ότι αυτό δεν θα έστεκε καθόλου και ότι θα έπρεπε οπωσδήποτε να πεθάνει. Με βαριά καρδιά, άλλαξα το τέλος.

– Θεωρώ ότι στα βιβλία σας, πέρα από την επινόηση, υπάρχει και ένας ρεαλισμός που σε κάνει να σκέφτεσαι πως εσείς έχετε ζήσει ιστορίες σας.
Αν ήμουν κριτικός του εαυτού μου, θα χαρακτήριζα τη γραφή μου ως “heightened reality” (υπερυψωμένος ρεαλισμός). Δηλαδή πράγματα που δεν είναι μεταφυσικά, ούτε παράλογα, ούτε επιστημονική φαντασία. Θα μπορούσαν να συμβούν κι έχουν συμβεί χειρότερα στη ζωή. Εξάλλου, εγώ είμαι υπέρ της άποψης του Μπόρχες, ότι όλα τα βιβλία είναι αυτοβιογραφικά. Δεν υπάρχουν ήρωες άσχετοι, τυχαίοι, ό,τι να ΄ναι –  ακόμα και ο πιο παράξενος, είμαι εγώ. Γενικά πάντως πρόκειται για ένα ρέον υλικό, το οποίο κάποια στιγμή φεύγει από σένα, δεν ξέρεις πού τελειώνει, τελειώνει μόνο του, εγκαταλείπεται -αυτή είναι η μαγεία του. Αν ήμουν θεατρικός σκηνοθέτης, περίπου έτσι θα ήθελα να είναι και η θεατρική παράσταση. Να κάνουμε πρόβες, πρόβες, πρόβες και κάποια στιγμή να αρχίσουν να έρχονται και οι θεατές, να είναι κάτι που ρέει.

«Όταν άρχισε η κρίση το 2010 και δούλευα σε μια εφημερίδα και με απέλυσαν, έπρεπε να σκεφτώ τι θα κάνω».

– Είστε ένας επιτυχημένος συγγραφέας, χωρίς αμφιβολία. Ζείτε από τη δουλειά σας;
Όχι, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, πλέον. Ζούσα κάποτε από τη δουλειά μου και καλά μάλιστα. Αλλά τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ στον χώρο κι αυτό είναι μια τεράστια συζήτηση. Ας πούμε όσο πιο απλά γίνεται ότι υπάρχει σήμερα μια μεγάλη εμπορευματοποίηση, μια πτώση της ποιότητας και ένα τρελό μπέρδεμα για τους ανθρώπους που ψάχνουν τα βιβλία, γιατί έχει κατακλυστεί η αγορά από χιλιάδες τίτλους, και δεν μπορεί να ξεχωρίσει η μύγα από το γάλα. Από την άλλη, καλά κάνει και υπάρχει όλο αυτό το φάσμα -και δεν συμβαίνει μόνο στη λογοτεχνία, τα ίδια στο θέατρο και στη μουσική και παντού. Αν μάλιστα δεν ήμουν «υποψιασμένος», θα είχα χάσει τον μπούσουλα, δεν θα ήξερα τι να δω, τι να διαβάσω, τι να ακούσω. Σήμερα λοιπόν νομίζω ότι ένας-δύο άνθρωποι μπορούν να ζουν από τα βιβλία τους, όπως ζούσα κι εγώ πριν από δέκα χρόνια.

»Όσον αφορά εμένα, όταν άρχισε η κρίση το 2010 και δούλευα σε μια εφημερίδα και με απέλυσαν, έπρεπε να σκεφτώ τι θα κάνω. Στράφηκα λοιπόν στο θέατρο και παράλληλα έκανα μαθήματα δημιουργικής γραφής – με πολύ καλά αποτελέσματα για τους μαθητές μου και τρομερή ικανοποίηση για μένα. Πιστεύω ότι ο στόχος της διδασκαλίας της δημιουργικής γραφής είναι να καταφέρει να βγάλει τη «φωνή» του μαθητή. Εξάλλου η μόνη μας διαφορά είναι ότι εγώ διαθέτω την πείρα, για να πω δυο πράγματα παραπάνω στους μαθητές μου, να τους εξηγήσω το πώς θα δραματοποιήσουν αυτά που έχουν να πουν. Το μυθιστόρημα είναι η ανθρώπινη φύση σε σύγκρουση -αν είναι σε ηρεμία, δεν υπάρχει καμιά εξέλιξη.

«Το καλύτερό μου ήταν όταν κάναμε κάποιο ταξίδι κι εγώ κοίταγα έξω από το παράθυρο και ζούσα σε άλλο κόσμο».

– Μετά από τριάντα χρόνια συγγραφής, ποιο πιστεύετε ότι είναι στοιχείο που σας ξεχωρίζει; Ποια πιστεύετε ότι είναι η δύναμή σας;
Δεν νιώθω κάτι τέτοιο, γιατί αν το ένιωθα, μπορεί και να καταστρεφόταν αυτό που λέτε. Δεν ξέρω, δεν μπορώ να πω – είμαι πολύ υπέρ της μη ταύτισης του δημιουργού με το έργο του, έτσι έχω ζήσει σε όλη μου τη ζωή.  Ίσως ότι υπάρχει μια αλήθεια; Δεν ξέρω…

– Η έμπνευση για να ξεκινήσετε ένα βιβλίο μπορεί να σας έρθει οποιαδήποτε στιγμή;
Ναι, έχω αυτή την ευκολία και μάλιστα μπορώ να πω ότι ποτέ δεν έχω πάθει μπλοκάρισμα σ’ αυτό τον τομέα. Αυτό όμως ίσως συμβαίνει επειδή η διαδικασία αυτή έχει αρχίσει παιδιόθεν, όπου σε κάθε ευκαιρία απομόνωσης του μυαλού μου, εγώ έπλαθα ιστορίες. Το καλύτερό μου ήταν όταν κάναμε κάποιο ταξίδι κι εγώ κοίταγα έξω από το παράθυρο και ζούσα σε άλλο κόσμο. Υπάρχουν επίσης και κάποιες στιγμές-βόμβες, τις οποίες τις ονομάζω δοξαστικές, όπου κάτι σε βαράει στο κεφάλι και σου λέει, «αυτό είναι». Δεν είμαι από τους συγγραφείς που βάζουν κάτω πέντε ιδέες και επιλέγουν τη μία. Σε μένα έρχεται η ιδέα, με παίρνει και μου λέει, «γράψε με».

«Το καινούργιο μου βιβλίο έχει λοιπόν την πατέντα του νουάρ, αλλά από κει και πέρα έχει ψυχογραφικά στοιχεία».

– Έχει τύχει να αρχίσετε να γράφετε ένα βιβλίο και στην εκατοστή σελίδα του να πείτε ότι δεν προχωράει παρακάτω;
Όχι, ποτέ. Αυτό δεν το κάνω ούτε στη ζωή, δηλαδή όταν αρχίσω κάτι, για να έχω μπει εκεί σημαίνει ότι καλώς έχω μπει. Δεν υπάρχει περίπτωση να γυρίσω πίσω, αν κάτι δεν έχει τελειώσει. Δεν το έχω κάνει σε κανένα θέμα, ποτέ. Είναι σαν να κολυμπάς πρόσθιο και ρίχνεις τα απόνερα δεξιά κι αριστερά και πας παρακάτω, χωρίς να τα βλέπεις αυτά τα απόνερα, γιατί εσύ πας μπροστά.

– Η σύντροφός σας σας επηρεάζει καθόλου όσον αφορά τη δημιουργία ενός βιβλίου ή είναι ένα εντελώς δικό σας θέμα;
Το γεγονός ότι είναι καλλιτέχνιδα και μάλιστα διδάσκει περίπου αυτά που διδάσκω κι εγώ -εκείνη από την πλευρά της υποκριτικής- σημαίνει ότι έχουμε κοινά θέματα προς συζήτηση. Τώρα όσον αφορά ένα βιβλίο, μπορεί απλώς να το συζητήσω μαζί της στο σύνολό του – δεν θα της πω, «διάβασε αυτή την παράγραφο», φερ’ ειπείν.

Το καινούργιο βιβλίο του Αλέξη Σταμάτη «Αθώα πλάσματα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

– Κάνετε ταξίδια;
Έχω γυρίσει όλο τον κόσμο, γιατί το «Μπαρ Φλωμπέρ» και «Ο έβδομος ελέφαντας», το 2000, μεταφράστηκαν στα αγγλικά. Νέος συγγραφέας, που ακούστηκε πολύ τότε κι έτσι επί δέκα χρόνια με καλούσαν παντού -από το Σίδνεϊ μέχρι το Μόντρεαλ… Αυτό όμως -δυστυχώς για μας τους Έλληνες συγγραφείς- δεν γίνεται πλέον, γιατί έχουν σταματήσει τα επιδοτούμενα προγράμματα που υπήρχαν, όσον αφορά τη μετάφραση ενός βιβλίου. Και λέω δυστυχώς, γιατί αυτό θα έδινε μια πνοή στην ελληνική λογοτεχνία.

»Για να γυρίσουμε όμως στα ταξίδια, που είναι κάτι που μου αρέσει πολύ, εννοείται ότι δεν έχω θέμα οπουδήποτε κι αν πάω, αλλά είμαι ερωτευμένος με το Λονδίνο, όπου έχω ζήσει και τέσσερα χρόνια, και με το Παρίσι. Παλιά ήμουν συνεχώς με μια βαλίτσα στο χέρι. Την «Αμερικάνικη φούγκα», μέσα από ένα πρόγραμμα, την παρουσίασα μέσα σε σαράντα πέντε μέρες, σε είκοσι μέρη στην Αμερική, που είχαν πανεπιστήμια με έδρες για νεοελληνικές σπουδές. Ένα απίστευτο τουρ από τη Νέα Υόρκη στο Λος Άντζελες, μια τρομερή εμπειρία ζωής.

– Τι είναι η Αμερική;
Η Αμερική δεν είναι ένα πράγμα, είναι κάτι ξεχωριστό ανάλογα σε ποια πολιτεία θα βρεθείς, είναι όλα μαζί, το “melting pot” που λένε. Με εξαίρεση τη Νέα Υόρκη, που είναι η πόλη των πόλεων και ίσως τη Βοστόνη, που είναι πιο ευρωπαϊκή. Το ίδιο έχω να πω και για τους ανθρώπους της. Έχω γνωρίσει απίθανους Αμερικάνους και Αμερικάνους που ζουν χωρίς καν ηλεκτρικό. Γίνονται ακραία πράγματα εκεί -ακραία ελεύθερα και ακραία μη ελεύθερα.

– Τι σας άρεσε πιο πολύ απ’ όλα στην Αμερική;
Η ταχύτητα σε συνδυασμό με τη βραδύτητα. Δηλαδή φανταστείτε ότι οργάνωσα ένα ταξίδι τόσων χιλιομέτρων και δεν πήγε τίποτα λάθος. Βλέπεις την ταχύτητα της κατακόρυφης ανάτασης αλλά και την ύπαρξη του οριζόντιου στοιχείου, με όλα αυτά τα corn fields για παράδειγμα που υπάρχουν σε ατέλειωτες εκτάσεις.

– Θεατρικά έργα σάς ενδιαφέρει να γράφετε; Ίσως είναι και πιο εύκολο…
Είναι πολύ πιο δύσκολο, το πιο δύσκολο είδος. Διότι κάθε φράση σου, στο θεατρικό, πρέπει είτε να προχωράει την πλοκή είτε τον χαρακτήρα, δεν επιτρέπει κανενός είδους ενδοσκόπηση. Υπάρχει σε έντονο βαθμό το «τώρα», το οποίο με το που αρθρώνεται, έχει γίνει «χθες». Και μετά η παράσταση πεθαίνει, γιατί καμία παράσταση δεν είναι ίδια με την άλλη. Το θεατρικό κείμενο είναι ουσιαστικά ένα μη-κείμενο, ένα κείμενο-οδηγός. Εγώ όταν δίνω ένα κείμενο σε σκηνοθέτη τον οποίο εμπιστεύομαι, του λέω «πάρ’ το και άλλαξέ το κιόλας αν θέλεις». Εξάλλου το θέατρο είναι η αποκρυπτογράφηση του λόγου κι όχι ο ίδιος ο λόγος.

«Με την Εύα συναντηθήκαμε στην Αθήνα, τελείως τυχαία, κι αυτό ήταν. Ήταν βέβαιο για μένα ότι θα κατέληγε κάπου και δεν θα ήταν μια απλή σχέση».

– Πείτε μου για το καινούργιο σας βιβλίο…
Όπως είπα, η ιδέα για τα «Αθώα πλάσματα» ήρθε από τη φράση «Παρακολούθησέ με…», κάτι που λέει μια γυναίκα στον ήρωα, ο οποίος είναι ιδιωτικός ερευνητής. Έχει λοιπόν την πατέντα του νουάρ, αλλά από κει και πέρα έχει ψυχογραφικά στοιχεία, γιατί εξερευνώντας τον άλλο, εξερευνάς τον εαυτό σου.

– Ακούγεται ότι θα μπορούσε να γίνει και ωραία ταινία…
Ναι, γενικά τα βιβλία μου έχουν κάτι κινηματογραφικό. Το «Μπαρ Φλωμπέρ» προσπαθούμε είκοσι χρόνια να γίνει ταινία, αλλά πρόκειται για μια υπερπαραγωγή, που κοστίζει πάρα πολλά χρήματα και δεν είναι καθόλου εύκολο, γιατί πρέπει να γίνει συμπαραγωγή τεσσάρων χωρών. Μου ζητάνε όμως πολλά θεατρικά αυτό τον καιρό και είναι κάτι που μου αρέσει πολύ.

– Ακολουθείτε κάποιο πρόγραμμα στη ζωή σας;
Προγραμματίζω μόνο την κάθε μέρα μου. Από τότε που κατάλαβα ότι δεν υπάρχει καμιά ασφάλεια στη ζωή, έπαψα να κάνω μακρόπνοα σχέδια και αυτό ήταν απελευθερωτικό.

 

Διαβάστε ακόμα: Αρης Σερβετάλης – «Έχουμε ξεχάσει την αξία του να παρατηρούμε τον εαυτό μας».

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top