Ποταμιάνος 1190

Το μυθιστόρημα του Δημήτρη Ποταμιάνου “Αμφιθέατρο” είναι ένα roman a clef που κυκλοφορεί στα μέσα της εβδομάδας, 20 έτη μετά το πρώτο του μεγάλο πεζό “Χωρικά ύδατα”.

«Aλλ’, ω, πόσο δίκιο είχε τώρα ο λαϊκός βάρδος που με την ένρινη, πνιχτή φωνή του, που τη δυνάμωνε το εκκωφαντικό μικρόφωνο, και χωρίς να σταματήσει να κουνά πέρα δώθε τα χέρια του και τα πόδια του, τραγουδούσε: «Είμαι στα χάι μου, όταν είσαι πλάι μου».

Πλάι σ’ εκείνον (τον μεσήλικο και γκριζομάλλη πια Γεράσιμο), με χυμώδη σάρκα και οστά, ήταν βέβαια η Αννιώ. Και δεν χρειαζόταν πια να τσιμπιέται ώστε να βεβαιωθεί πως την καμάρωνε, τόσο αληθινή κι απίστευτα δροσερή μιαν ανάσα μόνο πιο πέρα απ’ τον ίδιο. Μιαν ανάσα που, αν την έπαιρνε βαθιά κι αποφασιστικά, μπορούσε να σβήσει την απόσταση, αγγίζοντάς την πια θαρρετά και σφίγγοντάς τη στην αγκαλιά του.

Φορούσε ειδικά για την περίσταση το πολύχρωμο σπανιόλικο ξώπλατο φορεματάκι που της είχε χαρίσει, επιστρέφοντας από τις δικές του διακοπές στο Λονδίνο. Οι γυμνοί της ώμοι και το ξέσκεπο επίσης μεθυστικό βαθούλωμα εκεί όπου πήγαινε να σχηματιστεί το μπούστο της με τα διπλά ολοστρόγγυλα, αλλά και κάπως κατηφορικά –σαν να τα γκρέμιζε το γλυκό τους βάρος– βουναλάκια, κρατούσαν ακόμα μιαν ιδέα από το μελαψό αποτύπωμα των καλοκαιρινών νησιώτικων μπάνιων.

Με ωραίες ραβδώσεις συνέχιζε το φόρεμα να ντύνει το υπόλοιπο σώμα ως λίγο πάνω από τα αψεγάδιαστα, λεία και εντελώς ισόπεδα γόνατά της. Μα και βέβαια, πόσο καλά είχε κάνει ο Γεράσιμος, σταματώντας εμπρός στη βιτρίνα του λονδρέζικου καταστήματος με την κολεξιόν εισαγωγής από την Ισπανία, να μην επιτρέψει στον εαυτό του την παραμικρή αμφιβολία για το ότι το το αέρινο αυτό ρούχο ήταν ειδικά κομμένο και ραμμένο για την όμορφή του Άννα.

εξώφυλλο αμφιθεάτρου

Το εξώφυλλο του βιβλίου. Αμφιθέατρο

Απορροφημένος καθώς ήταν στο όραμά του γι’ αρκετήν ώρα τώρα, δεν είχε καλά προσέξει τι ακριβώς γινόταν γύρω του. Ο βάρδος όμως το ’χε για τα καλά πια γυρίσει σε πιο ενθουσιώδη ρεμπέτικα, τα ηλεκτρικά μπουζούκια και τ’ άλλα όργανα της ορχήστρας είχαν ανεβάσει ακόμα πιο πολύ τα ντεσιμπέλ τους, κι ήθελε δεν ήθελε ο Γεράσιμος έπρεπε τώρα να στρωθεί να καταλάβει πού στο καλό βρισκόταν. Ασφαλώς και τον είχε εντυπωσιάσει, όταν μπαίνανε στην κατάφωτη αίθουσα –κάτι μεταξύ συνοικιακού ποδοσφαιρικού γηπέδου, τρισμεγέθους ατελιέ εγκαταλελειμμένου εργοστασίου και αχανούς σάλας εστιατορίου– η κοσμοπλημμύρα.

Πολλά επίσης κι απανωτά τα σπρωξίματα, καθώς διέσχιζαν την αίθουσα ώσπου να βρούν τελικά ανέλπιστα ένα αδειανό τραπέζι. Αλλ’ αυτά έχει τελοσπάντων η κοσμοχαλασιά. Και ως αυτήν τη στιγμή, μόνο μια συμπαγής μάζα απροσδιόριστων ατόμων που καμώνονταν πως ξεφάντωναν έβλεπε ο Γεράσιμος σ’ αυτό το πολυδιαφημισμένο παραλιακό ελληνάδικο. Βγαίνοντας, ωστόσο, τώρα από το αισθησιακό όνειρο που έβλεπε στον ξύπνιο του, με τη βοήθεια –ή μήπως ήταν απειλή;– της οιστρηλατούμενης πλέον ορχήστρας και του αλλοπαρμένου αηδονιού της, μπορούσε πια να διακρίνει και μερικές ανθρώπινες φιγούρες, συμπατριώτες και –κυρίως– συμπατριώτισσές του που τα βάσανα και τους νταλκάδες τους επέμεναν εδώ και τώρα να τους ξορκίσουν και να τους κάνουν ύμνο στην καλοπέραση.

Οι έξαλλοι θαμώνες του κέντρου είχαν αποφασίσει πως δεν τους βαστούσε πια το χώμα που πατούσαν –ούτε καν η με πίσσα στρωμένη πίστα του χοροπηδάδικου– και σκαρφάλωναν ο ένας μετά τον άλλο πάνω στα τραπέζια.

Ήταν η ώρα που, καθώς σφυριχτά σχεδόν περνούσαν πάνω από τα κεφάλια τους οι γαρδένιες και τ’ άλλα λουλούδια κι αστράφταν προς κάθε κατεύθυνση οι χρωματιστοί προβολείς της σκηνής, οι έξαλλοι θαμώνες του κέντρου είχαν αποφασίσει πως δεν τους βαστούσε πια το χώμα που πατούσαν –ούτε καν η με πίσσα στρωμένη πίστα του χοροπηδάδικου– και σκαρφάλωναν ο ένας μετά τον άλλο πάνω στα τραπέζια.

Ας μείνουμε στο γυναικείο πληθυσμό που είχε σαφώς το πάνω χέρι. Ξιπάστηκε και θάμπωσε ο Γεράσιμος με τις λυγερόκορμες κοπέλες που, ισορροπώντας επικίνδυνα εκεί πάνω, ανάμεσα στα μπουκάλια και τα ποτήρια του ουίσκι, τα αδειανά μπολ των ξηρών καρπών και τα ξέχειλα τασάκια με τις μιοσβησμένες γόπες, πότε αγκαλιαστά και πότε ανεμίζοντας τα χέρια τους έσερναν και βροντοχτυπούσαν εναλλάξ τα πόδια τους, τηρώντας τις επιταγές των λιγωμένων κι αμέσως μετά πάλι ξέφρενων συρτακιών.

Κι από κοντά μερικές μεσόκοπες μαινάδες που δεν το βάζαν με τίποτα κάτω. Το κλου όμως ήταν οι λιγοστές –όχι πάντως μετρημένες στα δάχτυλα–γκαστρωμένες γυναίκες, μέχρι και στον έβδομο ή και όγδοο μήνα της εγκυμοσύνης τους, που έλεγες -δεν μπορεί- με τέτοιο ξεσάλωμα θα σπάσουν από στιγμή σε στιγμή τα νερά τους και θα χυθούν πάνω στα λεκιασμένα τραπεζομάντιλα.

Σόλο χασάπικο αποφάσισε στο τσακίρ κέφι να ρίξει η Άννα, παραμερίζοντας με επιβολή όσες συντρόφισσες έκαναν πως δεν καταλάβαιναν πως δεν τους χωρούσε πια η ίδια πρόχειρη, υπερυψωμένη πίστα. Κι έκανε βεβαίως αμέσως νόημα στον Γεράσιμο ν’ ανεβεί μαζί της κι αυτός στο τραπέζι, κι αν δεν ήθελε να ρίξει τις δικές του γυροβολιές, να γονατίσει τουλάχιστον εμπρός της και να της βαστάει το ρυθμό με τα παλαμάκια κι όπως αλλιώς μπορούσε. Μεγάλη ήταν η απογοήτευσή της που κιότεψε και δεν την ακολούθησε –όσο κι αν η καρδιά του μόνο ήξερε πόσο πολύ θα το ήθελε. Αλλ’ η Αννιώ φυσικά δεν πτοήθηκε και συνέχισε γι’ αρκετήν ώρα εκστασιασμένη το χορευτικό της νούμερο πάνω στο τραπέζι.

Σόλο χασάπικο αποφάσισε στο τσακίρ κέφι να ρίξει η Άννα, παραμερίζοντας με επιβολή όσες συντρόφισσες έκαναν πως δεν καταλάβαιναν πως δεν τους χωρούσε πια η ίδια πρόχειρη, υπερυψωμένη πίστα.

Είχαν βγει πια έξω από το κέντρο και κατευθύνονταν προς το αυτοκίνητο. Ξημέρωνε σχεδόν και η Άννα περπατούσε με αργά, νωχελικά βήματα και λίγο ζαλισμένη ίσως ακόμα απ’ το αλκοόλ που ο ξέφρενος χορός της κι ο άφθονος ιδρώτας που είχε χύσει έμοιαζε να μην το έχουν αποβάλει απ’ το σώμα της. Έτσι όπως αργούσε, πάντως, ήταν σαν να ζητούσε να τους προλάβει το χάραμα. Κοντοστάθηκε ξαφνικά, λίγο προτού φτάσουν στο ανοιχτό πάρκινγκ του καταστήματος.

«Δεν μπορώ να έχω παράπονο, Γεράσιμε. Ήσουν πολύ γλυκός και υπομονετικός όλο το βράδυ. Ποτέ μου δεν θα το ’λεγα πως θά ’ντεχες σ’ ένα τέτοιο μέρος, τόσο αλλιώτικο απ’ τα δικά σου, ως αυτήν την ώρα. Γιατί όμως μου στέρησες τη χαρά, όχι μόνο να υπομείνεις αυτήν τη δοκιμασία, αλλά νά ’σαι και με την καρδιά σου ο συνοδός μου ως το τέλος;»

Με την καρδιά σου, τού ’χε πει βέβαια μόλις πει. Καμία σχέση με το παράγγελμα στα γόνατα, που του είχε δώσει πριν από λίγη ώρα σκαρφαλωμένη πάνω στο τραπέζι και κοιτώντας τον έτσι αφ’ υψηλού μέσα στο απερίγραπτο εκείνο μαγαζί. Εφόσον όμως τώρα απευθυνόταν ευθέως στα πιο μύχια συναισθήματά του, όλα άλλαζαν. Δεν έβλεπε τι άλλο μπορούσε να της απαντήσει και προχώρησε έτσι σε μια τολμηρή κίνηση, που περιείχε βέβαια και τον κίνδυνο να πληγεί ο εύθραυστος φιλικός δεσμός τους. Γύρισε –στην περίπτωσή της και με το θεόρατο μπόι της θα ’ταν εντελώς άτοπο το συνήθως λεγόμενο και γραφόμενο έσκυψε– και τη φίλησε με τρεμάμενη ψυχή, στο στόμα. Και όμως εκείνη ανταποκρίθηκε, με μεγαλύτερη ορμή μάλιστα και χωρίς τον παραμικρό δισταγμό.

Ήταν ίσως αυτή η αρχή τού κύκλου των ταραχών που σημάδεψαν έκτοτε τις σχέσεις τους. Άλλα κατάλαβε εν πρώτοις ο Γεράσιμος από τη θερμή ανταπόκριση της φίλης του στο απροκάλυπτο ερωτικό κάλεσμά του, κι άλλα η Άννα. Ανηφορίζοντας τη Συγγρού κι έχοντας εκείνος ως βέβαιο τελικό προορισμό το διαμέρισμα της Πλάκας, έμεινε έκπληκτος όταν η Άννα του ζήτησε να στρίψει προς τη Νέα Σμύρνη και να την αφήσει πρώτα εκείνην στο σπίτι της. Ασφαλώς και συμμορφώθηκε, παραιτούμενος από κάθε απόπειρα να τη μεταπείσει. Δεν ήταν η ώρα για μεγαλύτερες παρεξηγήσεις.

Καληνυχτίζοντάς την ωστόσο εμπρός στην πόρτα του σπιτιού της, κάτι του ’λεγε μέσα του πως αυτό το πρώτο φιλί, με την άφατη γλύκα που είχε όσο διαρκούσε, και η οποία διέψευδε κατηγορηματικά όσους θα επιχειρούσαν να το αποδώσουν –πόσο ωραία τους είχε ήδη αντικρούσει ο Ε. Μ. Φόρστερ σ’ ένα διαβατικό συναισθηματικό ξέσπασμα–, αυτό λοιπόν το ολόθερμο φιλί δεν επρόκειτο να είναι το τελευταίο. Με όλη την αναστάτωση που θα έφερναν εκείνα που έμελλε ν’ ακολουθήσουν».

//Αμφιθέατρο, Δημήτρης Ποταμιάνος: Αγοράστε το εδώ.

 

Διαβάστε ακόμα, Δημήτρης Ποταμιάνος: «Πώς βρήκα τον Θεό στον κήπο».

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top