«Διαβάζοντας, μαθήτρια της Α΄ Γυμνασίου, ‘’Το Αμάρτημα της μητρός μου’’ του Βιζυηνού ένιωσα ότι αυτές τις λέξεις θέλω να ψάχνω, αυτός θα ήταν στο εξής ο κόσμος για μένα», θυμάται η δημοσιογράφος και συνεκδότρια των εκδόσεων Ποταμός, Αναστασία Λαμπρία. Φωτογραφία: Δάφνη Κουγέα.

«Διαβάζοντας, μαθήτρια της Α΄ Γυμνασίου, ‘’Το Αμάρτημα της μητρός μου’’ του Βιζυηνού ένιωσα ότι αυτές τις λέξεις θέλω να ψάχνω, αυτός θα ήταν στο εξής ο κόσμος για μένα», θυμάται η δημοσιογράφος και συνεκδότρια των εκδόσεων Ποταμός, Αναστασία Λαμπρία. Φωτό: Δάφνη Κουγέα.

Ξέγνοιαστη παιδική ηλικία; Δεν ήταν η περίπτωσή μου. Δεν μπορώ να ανακαλέσω γέλια και τραγούδια, αταξίες και γενναιόδωρες εκδηλώσεις αγάπης. Συνήθως επικρέματο η φράση «τα πολλά γέλια φέρνουν δάκρυα», ότι κάθε χαρά έχει αντίβαρο την ενοχή. Δεν τα πέρασα, προφανώς, ούτε σαν ηρωίδα του Ντίκενς ούτε σαν του Λουντέμη. Τα πέρασα σιωπηρά. Τα πέρασα μαυρόασπρα, οι αναμνήσεις μου στερούνται χρωμάτων.

Το 1969, η οδός Μακρυγιάννη κάθε άλλο παρά ήταν ό,τι είναι σήμερα. Κυριαρχούσε η Χωροφυλακή, το παλαιό κτίριο στον νυν χώρο του Μουσείου της Ακρόπολης όπου στεγάζονται οι διοικητικές υπηρεσίες. Μάντρα ψηλή, σύμβολα της Δικτατορίας παντού. Ακριβώς απέναντι από κεί, στον αριθμό 5-7, σε ένα εσωτερικό δυάρι του πρώτου ορόφου μετακομίσαμε, αφήνοντας το σπίτι μας στην οδό Λυκαβηττού. Τα οικονομικά της «σπασμένης» οικογένειας δεν επέτρεπαν πια ούτε το ενοίκιο.

Ήταν η λύση ανάγκης: τον Αύγουστο του 1968 ο πατέρας μου (σ.σ.: ο δημοσιογράφος και μετέπειτα πολιτικός Τάκης Λαμπρίας) είχε φύγει «για λίγες βδομάδες», με ένα πράσινο μαύρο καρό υφασμάτινο βαλιτσάκι της Swissair που χώραγε ακριβώς τέσσερα υποκάμισα και δυο αλλαξιές εσώρουχα. Έφυγε χωρίς μεγάλους αποχαιρετισμούς, σαν να επρόκειτο να επιστρέψει σύντομα. Γύρισε έξι χρόνια αργότερα, στις 24 Ιουλίου 1974, αυτή τη φορά χωρίς καν βαλιτσάκι.

Διαβάστε ακόμα: Ανθή Δοξιάδη: «Πώς ο πατέρας μου σφράγισε την αισθητική μου σκοπιά του κόσμου».

Στο νέο διαμέρισμα πήραμε λιγότερα από τα αναγκαία: τα περισσότερα έπιπλα μεταφέρθηκαν σε αποθήκες θείων, μαζί και οι βιβλιοθήκες του πατέρα μου. Απ’ το περιεχόμενό τους, διαλέχτηκαν μόνο τα απαραίτητα. Τα λεξικά, οι εγκυκλοπαίδειες Πάπυρος και Πυρσός. Η σειρά του Γαλαξία κρίθηκε από τη μητέρα μου ότι ανήκε στα απαραίτητα.

Στο ερώτημα των νέων συμμαθητών και των δασκάλων «τι δουλειά κάνει ο μπαμπάς σου και γιατί δεν είναι εδώ;», είχα σκαρφιστεί το να αποσιωπώ τη δημοσιογραφική του ιδιότητα, να επικαλούμαι την προγενέστερη, τη δικηγορική, και να λέω την ψεματάρα ότι ο μπαμπάς μου λείπει στο Λονδίνο για δουλειές.

«Το διάβασα μια και δυο και τρεις φορές. Όσα δάκρυα κι αν έφερνε, άλλο τόσο μου έδωσε την αίσθηση της δύναμης, της ελπίδας ότι για όλα τα βάσανα υπάρχουν τουλάχιστον οι λέξεις που τα καθρεφτίζουν».

Η δικτατορία, η αναχώρηση του πατέρα μου, η εφηβεία που ξεπρόβαλε, τα μυστικά πάνω σε άλλα μυστικά, η τέχνη της αποσιώπησης, τα αγκωνάρια που σε χτίζουν από μέσα…

Στο νέο μου σχολείο, δεύτερο κατά σειρά «νέο» (την ΣΤ΄ Δημοτικού την έκανα στο σχολειό της οδού Καλλισπέρη και την Α΄ Γυμνασίου στο Γ΄ Γυμνάσιο, που ευτυχώς δεν υπάρχει πια…), ένα ετοιμόρροπο, βρόμικο και μουντό κτίριο στο Κουκάκι, μας ανέθεσαν να διαβάσουμε για τις διακοπές των Χριστουγέννων ένα λογοτεχνικό κείμενο της επιλογής μας. Κι αυτή η ανάθεση από τη φιλόλογο, την αυστηρή πλην δίκαιη κυρία Μποτονάκη, μου άνοιξε την πόρτα. Την πόρτα τη βαριά.

«Δυο χρόνια πριν, στην Ε΄ Δημοτικού, σε ένα χαρτόνι Α4, ο πατέρας μου, δεινός στο σχέδιο (μαθητής του Αγήνορα Αστεριάδη) μου είχε σχεδιάσει το πρόσωπο του Βιζυηνού, ακολουθώντας τη γνωστή σε όλους μας προσωπογραφία του...»

«Δυο χρόνια πριν, στην Ε΄ Δημοτικού, σε ένα χαρτόνι Α4, ο πατέρας μου, δεινός στο σχέδιο (μαθητής του Αγήνορα Αστεριάδη) μου είχε σχεδιάσει το πρόσωπο του Βιζυηνού, ακολουθώντας τη γνωστή σε όλους μας προσωπογραφία του…»

Με γερμένο προς τα αριστερά το κεφάλι διάβαζα έναν προς έναν τους τίτλους στις ράχες του Γαλαξία. Προσπέρασα τις «Δοκιμές» του Σεφέρη, τον Περικλή Γιαννόπουλο, τον Εσμπραγιά και το «Ο διάβολος στο κορμί» του Ραντιγκέ (που με έξαψη είχα διαβάσει λίγους μήνες νωρίτερα) και τράβηξα «Το Αμάρτημα της μητρός μου» του Γεωργίου Βιζυηνού.

Το κίνητρο ήταν ο τίτλος, η παιδιάστικη απορία για το ποια αμαρτία θα μπορούσε να είχε διαπράξει μια μάνα και να την αφηγηθεί ο γιος της αφενός, και αφετέρου επειδή, δυο χρόνια πριν, στην Ε΄ Δημοτικού, σε ένα χαρτόνι Α4, ο πατέρας μου, δεινός στο σχέδιο (μαθητής του Αγήνορα Αστεριάδη) μου είχε σχεδιάσει το πρόσωπο του Βιζυηνού, ακολουθώντας τη γνωστή σε όλους μας προσωπογραφία του.

Συναισθηματικά τα κίνητρα για τη μικρή ανυποψίαστη. Έτσι το διάλεξα. Αυτό που ακολούθησε είχε τη λυτρωτική απελευθέρωση του πιο μεγάλου πόνου. Αποκαλύφθηκαν μπροστά μου όλα τα όπλα της μεγάλης λογοτεχνίας και μαζί τα σκοτάδια της βαριάς ενοχής που ποτέ δεν ξεθολώνουν. Όλα μπορούν να ειπωθούν, να γραφούν, να εκφραστούν, να γίνουν λέξεις, μία μία, μία μία βελονιά – μαχαιριά που τρυπάει και φτάνει ως το μεδούλι.

Αυτόματα ένιωσα ότι αυτές τις λέξεις θέλω να ψάχνω, αυτός θα ήταν στο εξής ο κόσμος για μένα. Το διάβασα μια και δυο και τρεις φορές ως το τέλος των Χριστουγεννιάτικων διακοπών. Όσο πόνο μου έδωσε, όσα δάκρυα κι αν έφερνε κάθε φορά, άλλο τόσο μου έδωσε την αίσθηση της δύναμης, της ελπίδας ότι για όλα τα βάσανα υπάρχουν τουλάχιστον οι λέξεις που τα καθρεφτίζουν. Και μαζί τη μαύρη βεβαιότητα ότι παρηγοριά δεν υπάρχει.

 

Διαβάστε ακόμα: Στο γραφείο-σαλόνι της Μάνιας Καραϊτίδη.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top