Εκθαμβωτική όσο ποτέ στην ταινία «Λόλα» (British Film Institute).

Ο Ζαν Ζενέ έγραψε για κείνη το Mademoiselle. Ήταν το δώρο του για το γάμο της με τον Νίκο Παπατάκη το 1951, το οποίο και σκηνοθετήθηκε αρκετά χρόνια αργότερα από τον Τόνι Ρίτσαρντσον.

Γύρισε με τους κορυφαίους: τον Φελίνι, τον Βιτόριο ντε Σίκα, τον Μπερτολούτσι, την Ανιές Βαρντά, τον Κιούκορ, τον Λιούμετ, τον Λελούς, τον Άλτμαν, τον Καουρισμάκι.

Με πάνω από 70 ταινίες στο ενεργητικό της, εκ των οποίων η πρώτη στα 13 της χρόνια, η Ανούκ Εμέ αποτελεί μνημείο και εικόνισμα για το γαλλικό κινηματογράφο. Συνεπήρε και σημάδεψε τη μεγάλη οθόνη με το γωνιώδες μαγευτικό της πρόσωπο και το μελαγχολικό της βλέμμα σε τέτοιο βαθμό που δυσκολεύεσαι να πιστέψεις ότι μπορεί να υπάρχει με σάρκα και οστά. Μια μυθική μελαχρινή φιγούρα ανυπέρβλητης φινέτσας, η οποία διέγραψε μια ολόκληρη εποχή μ’ ένα μειδίαμα στην άκρη των χειλιών και την αύρα ενός σαγηνευτικού μυστηρίου που ουδείς μπόρεσε να λύσει.

Κι όμως είναι αυτή, ακόμα και σήμερα στα 87 της, με τα φαρδιά παντελόνια της, την καμπαρντίνα της, τα flat παπούτσια της, το ελαφρύ, χοροπηδηχτό βάδισμά της. Πάντα απλή και διακριτική. Κάποιες γλυκές ρυτίδες έχουν μόνο προστεθεί που καμιά πλαστική δεν έστερξε να λειάνει. Και το βλέμμα εξακολουθεί να βγάζει στρακαστρούκες, η γυναίκα αποπνέει την ίδια γοητεία, το ίδιο χιούμορ, την ίδια ελαφράδα.

Δεν έχει νόημα να αναφερθείς διά μακρόν σε μια μυθική φιλμογραφία. Η γυναίκα συναναστρεφόταν τον Prévert, τον Chaplin, τον Picasso. Τον Jean Genet, τον Jean Cocteau, τον Raymond Queneau. Παρούσα στα δύο αριστουργήματα του Φελίνι, το La Dolce Vita και το 81/2.

Στα νιάτα της, τρεις χώρες την έκαναν να ονειρεύεται: Η Αίγυπτος, η Ινδία και ο Καναδάς (Getty Images/Ideal image).

Και, φυσικά, η παγκόσμια επιτυχία μιας μυθικής ταινίας: Το «Ένας άντρας και μια γυναίκα» του 2009, υπό την μπαγκέτα του Κλοντ Λελούς και την αγκαλιά του Ζαν-Λουί Τριντινιάν. Ύστερα ο Ζεράρ Φιλίπ ενσαρκώνει τον σύζυγο, τον όμορφο σκοτεινό Μοντιλιάνι στους «Εραστές του Μονπαρνάς» του Ζακ Μπεκέρ. Δάκρυα ποίησης.

Εξομολογείται: «Στη ζωή, υπάρχουν τα πάνω και τα κάτω, στιγμές κάθε είδους. Στην περίπτωσή μου, υπήρξαν πολλές υπέροχες. Στάθηκα φοβερά τυχερή. Συχνά βρέθηκα στο σωστό σημείο την κατάλληλη στιγμή. Ναι, πιστεύω στην τύχη. Απολύτως. Δεν την ορίζουμε εμείς. Εγώ, δεν έκανα τίποτα. Μου έκατσε. Κάποιοι από μας είναι πιο προστατευμένοι από άλλους. Μπορεί και να έχασα κάτι, αλλά δεν ξέρω να πω τι».

Γεννημένη το 1932 στο Παρίσι, ακούει στο όνομα Françoise Serina Dreyfus κι είναι Εβραία. Ονειρευόταν να γίνει χορεύτρια. Περιέργως, παραμένει έκτοτε μια ντροπαλή βεντέτα. Καλώντας σε βοήθεια τα μαύρα της γυαλιά και σκασμένη έτσι και ξηλωθεί κάποιο κουμπί απ’ το σακάκι της. Μια σταρ. Ο ορισμός της: «Κάποια που, όταν μπαίνει σ’ ένα δωμάτιο, καταλαμβάνει ολόκληρο το χώρο».

Η ζωή της Εμέ είχε τα πάντα: έρωτες πολλοί, τρεις γάμοι, μια μονάκριβη κόρη.

Συνέπεια μιας νέας ταυτότητας. «Ανούκ» είναι το όνομα της έφηβης που υποδύεται στην πρώτη της ταινία «La maison sous la mer» του Henri Calef. Το επίθετο «Εμέ» της το χάρισε ο Ζακ Πρεβέρ.

Τους ποιητές τους έφαγε με το κουτάλι όταν ζούσε με τον Παπατάκη στο Saint-Germain. Ήταν στα ‘50s. Les Deux Magots, Sartre, Camus, Simone de Beauvoir και κυρίως ο Jean Genet, ο επιστήθιος φίλος, μάρτυρας στο γάμο της.

Λέει για κείνον: «Ερχόταν συχνά σπίτι. Ήταν κάποιος αστραφτερής ευφυίας, αλλά επικίνδυνος για τους ανθρώπους που αγαπούσε. Είχες την αίσθηση ότι ήταν ικανός να σε φάει». Το αφηγείται χαμογελώντας, μετά ανασηκώνει τους ώμους, σαν κοριτσάκι που έχει εκπλαγεί από το ρυθμό και το θράσος της.

Υποδυόμενη την Anne Gauthier το 1966 στο περίφημο “Un homme et une femme”. (Photo by John Springer Collection/CORBIS/Corbis via Getty Images).

Στα νιάτα της, τρεις χώρες την έκαναν να ονειρεύεται: Η Αίγυπτος, η Ινδία και ο Καναδάς. Μόνο το Μόντρεαλ στάθηκε τυχερό. Χάϊδεψε την ψυχή της με τα χιόνια του, τις απέραντες εκτάσεις του, την απλωχεριά της ελευθερίας του. Τα εδάφη νανουρίζουν και ορίζουν το Τούτο μας.

Έρωτες πολλοί, τρεις γάμοι, μια μονάκριβη κόρη. Πρώτα ο Παπατάκης, που τότε διηύθυνε το παρισινό καμπαρέ «La rose rouge». Μετά ο Pierre Barouh, ηθοποιός και συνθέτης της μουσικής για το «Ένας άνδρας και μια γυναίκα». Στην πραγματικότητα, μοναδικός μόνιμος σύντροφος υπήρξε ο κινηματογράφος.

Έτσι όπως την αποτύπωσε ο Χέλμουτ Νιούτον.

Ωστόσο, υπήρξαν κι εποχές που τον παράτησε. Εκεί, στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Όταν παντρεύτηκε τον Άλμπερτ Φίνεϊ. Τον ακολούθησε στο Λονδίνο και για επτά χρόνια η μόνη της ενασχόληση ήταν η μαγειρική και τα οικιακά. Μετά, το σινεμά ήρθε πάλι να την αναζητήσει. Ενδιαμέσως, είχε αρνηθεί ρόλους όπως εκείνη στον «Κονφορμίστα» ή στο μυθικό «Υπόθεση Τόμας Κράουν».

Αλλά είναι ευγνώμων για τους ανθρώπους που συνάντησε και τους ρόλους που ενσάρκωσε. Όπως εκείνον της Ιουστίνης του Cukor (1969), από το Αλεξανδρινό Κουαρτέτο του Ντάρελ, ο οποίος και της γνώρισε τον Χένρι Μίλερ.

Υπήρξαν κι άλλοι έρωτες κι άλλοι ρόλοι κι άλλες περιπέτειες μαζί με το πάθος για την προστασία των ζώων, ως άλλη Μπε-Μπε αλλά στο πιο συμπαθητικό. Ο χρόνος πέρασε, όμως η Ανούκ Εμέ παραμένει αενάως η ίδια, σαν την πρώτη χαραυγή.

Ο Φελίνι έλεγε για κείνη: «Είναι μια σταρ, απλώς γιατί η φωτογένειά της είναι ασύγκριτη, η υποκριτική της μεγαλειώδης. Αποτελεί κομμάτι ενός κινηματογράφου με ανυπέρβλητες φιγούρες που ταλανίζουν με το μυστηριώδη αισθησιασμό τους, όπως εκείνες της Γκάρμπο, της Ντίτριχ ή της Κρόφορντ, τις θεές της θηλυκότητας. Η Ανούκ Εμέ αντιπροσωπεύει τον τύπο εκείνον της γυναίκας που σε ταράζει σύγκορμο».

 

Διαβάστε ακόμα: Έτσι η Αλεξάνδρα Νταβίντ-Νελ έγινε η πρώτη λευκή γυναίκα που μπήκε στη Λάσα.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top