Η εντυπωσιακή παρουσία του κοινού και τις 2 βραδιές στην Επίδαυρο οδήγησε σε διπλό sold out, ξεπερνώντας τους 18.000 θεατές, ένα επίτευγμα που δεν έχει επαναληφθεί εδώ και τουλάχιστον μια δεκαετία.

Ας θυμηθούμε την υπόθεση: Μπροστά στην έβδομη πύλη πέφτουν νεκροί ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης στον αδελφοκτόνο πόλεμο. Ο Κρέοντας διατάζει τον ενταφιασμό του Ετεοκλή και απαγορεύει την ταφή του Πολυνείκη κατηγορώντας τον ότι πρόδωσε την πατρίδα του. Ετοιμάζει γλέντι στο οποίο θα γιορταστεί η νίκη και θα επιβεβαιωθεί ο καινούργιος άναξ. Η Αντιγόνη, σε αντίθεση με την Ισμήνη, αψηφά τους νόμους του Κρέοντα και ενταφιάζει τον νεκρό αδελφό της σύμφωνα με την θέληση των θεών.

Η συγκέντρωση όλων των θεμάτων που απασχολούν την αρχαιοελληνική σκέψη με κέντρο τον άνθρωπο, τις ανάγκες του, τις αδυναμίες του, της συνείδησης, της αξιοπρέπειας, του κοινωνικού, του ηθικού, τους σκοπούς και τις επιδιώξεις του ατόμου, βρίσκονται στην Αντιγόνη του Σοφοκλή. Η τραγωδία της Αντιγόνης είναι μια βυθοσκόπηση της δημοκρατικής κοινωνίας, στην οποία το άτομο απαιτεί την κατοχύρωση της προσωπικότητάς του. Η στάση του καθενός σε μια τέτοια κοινωνία έχει συνέπειες για τους υπόλοιπους, οι αποφάσεις του ατόμου δεν αφορούν μόνο το ίδιο αλλά και τον περίγυρό του.

Ο Κρέων βασιλιάς της Θήβας πλέον, διατάζει να μην ταφεί ο Πολυνείκης, αφού επιτέθηκε εναντίον της πατρίδας του. Η Αντιγόνη θάβει τον αδελφό της όπως είχε καθήκον. Ο Κρέων διατάζει να ταφεί ζωντανή για την ανυπακοή της. Ο γιος του Κρέοντα, ο Αίμων, ερωτευμένος με την Αντιγόνη προσπαθεί να βρει μια λύση, χωρίς να τα καταφέρει. Η Αντιγόνη αυτοκτονεί κι ο Αίμων πεθαίνει κι αυτός στην αγκαλιά της, η γυναίκα του Κρέοντα μην αντέχοντας το χαμό των παιδιών της αυτοκτονεί και ο Κρέων μη μπορώντας να αντέξει τις φοβερές επιπτώσεις των τρομερών αποφάσεών του μετανιωμένος ψάχνει τρόπο να χαθεί από αυτόν τον κόσμο.

Συσσώρευσε όσα πλούτη θες,
απόκτησε όση εξουσία φιλοδοξείς…
Χαρά· έχεις χαρά;
Τα υπόλοιπα δεν είναι ούτε καπνού σκιά.
(Μτφρ. Γιώργος Μπλάνας)

Ο σκηνοθέτης βάζει τον Κρέοντα που υποδύεται ο Βασίλης Μπισμπίκης, στο ρόλου το κακού ηγέτη που προσπαθεί να επιβληθεί με φωνές. (Φωτό: Thomas Daskalakis).

Ο Σοφοκλής δεν δημιουργεί έναν κακό ήρωα, αυταρχικό βασιλιά, αιμοδιψή τύραννο τον Κρέοντα και μια αγνή αδελφή την Αντιγόνη και από τη σύγκρουση του απόλυτου κακού με το απόλυτο καλό να προκύπτει η δράση, η κορύφωση και η λύση. Όλα είναι πιο σύνθετα, ο Κρέων είναι η νόμιμη αρχή και στην Αθηναϊκή Δημοκρατία υπάρχει νόμιμη αρχή. Τη Δημοκρατία την εκφράζει η αρχή αλλά και ο λαός.

Ο Κρέων δημοκρατικός στους τύπους, αλλά στενοκέφαλος και σκληρός στην εφαρμογή των νόμων, εκφράζει την κρίση της Αθηναϊκής δημοκρατίας.

Όταν δεν υπάρχει αρμονία μεταξύ αρχής και λαού κάπου το πράγμα χωλαίνει κάτι τέτοιο θα συνέβαινε και στην Αθηναϊκή Δημοκρατία, για την οποία ο Θουκυδίδης γράφει ότι ‘’εγίγνετο λόγω μέν δημοκρατία, έργω δε του πρώτου ανδρός αρχή.’’ Ο Κρέων έχει καθήκοντα και υποχρεώσεις πρέπει να υπερασπιστεί το δίκαιο και τους νόμους. Ο Πολυνείκης επιτίθεται με ξένο στρατό κατά της πατρίδας του. Το δίλημμα του Κρέοντα είναι αν θα εφαρμόσει το δίκαιο της πολιτείας ή τον άγραφο νόμο των ανθρώπων.

Η Αντιγόνη θα ακούσει τη φωνή της συνείδησής της, θα θάψει τον αδελφό της έτοιμη να πληρώσει κάθε τίμημα. Είναι ο μόνος δεδομένος χαρακτήρας του έργου. Οι άλλοι ήρωες διαμορφώνονται με την ανέλιξη του έργου. Η Αντιγόνη είναι πεισμένη εξ αρχής για το δίκιο της, αλύγιστη στο καθήκον, χωρίς κανένα συμβιβασμό ερωτοτροπεί κάποιες φορές και με τον θάνατο. Ο Κρέων δημοκρατικός στους τύπους, αλλά στενοκέφαλος και σκληρός στην εφαρμογή των νόμων, εκφράζει την κρίση της Αθηναϊκής δημοκρατίας.

Η Αντιγόνη είναι σπουδαίο έργο αιώνια επίκαιρο γιατί το πρόβλημα της συνείδησης του ανθρώπου μπροστά στη Δημοκρατία που γίνεται ‘’του πρώτου ανδρός αρχή’’, είναι ένα από τα προβλήματα που κατατρύχουν τις σύγχρονες κοινωνίες και την εποχή μας.

Η Έλλη Τρίγγου αποδίδει με εσωτερικότητα και στη συνέχεια με δύναμη την Αντιγόνη. (Φωτό: Aris Asproulis).

Ο σκηνοθέτης Τσέζαρις Γκραουζίνις πάνω στο θέμα της διαχείρισης της εξουσίας και του ανθρώπινου παράγοντα πριν την παράσταση στην Επίδαυρο υπογραμμίζει ότι «Στην εποχή του ο Κρέοντας είναι η νέα δημοκρατική αντίληψη ενώ η Αντιγόνη εκπροσωπεί την παλιά αριστοκρατία και τις αξίες της που προσπαθεί να υπερβεί η αθηναϊκή δημοκρατία».

«Ο Σοφοκλής με μεγάλη μαεστρία διασαλεύει τα στερεότυπα», συνεχίζει ο σκηνοθέτης, «φωτίζει τις αντιφάσεις του δημοκρατικού πολιτεύματος και υπογραμμίζει τον καταλυτικό ρόλο του ανθρώπινου παράγοντα. Η αρχαία τραγωδία μάς συναρπάζει ακόμα ακριβώς επειδή δεν απλοποιεί τον κόσμο όπως τα σύμβολα, δεν υπάρχει άσπρο – μαύρο. Αντίθετα δείχνει πόσο πολύπλοκη, απρόβλεπτη και αντιφατική και ενδιαφέρουσα είναι η ζωή. Γι’ αυτό πιστεύω πως κάθε νέα γενιά πρέπει να ξαναψάξει και να βρει τη δική της Αντιγόνη και τον δικό της Κρέοντα».

Όμως αυτά δεν τα είδαμε πουθενά στην παράσταση. Ο σκηνοθέτης από την πρώτη στιγμή ακολουθεί τον εύθραυστο, ευαίσθητο βηματισμό της Αντιγόνης στο ρόλο με ανοιχτά τα φτερά του θυμικού, προς το προαιώνιο καθήκον, την αδελφική αγάπη και το προδιαγραμμένο πεπρωμένο.

Η Έλλη Τρίγγου αποδίδει με εσωτερικότητα και στη συνέχεια με δύναμη την Αντιγόνη. Η στάση της δεν καθορίζεται από κάποιο καπρίτσιο ή κάποια ιδιοτροπία, πιστεύει βαθιά αυτό που κάνει τόσο βαθιά που δεν το’ χει σε τίποτα να πεθάνει, υπάρχουν στίχοι και στιγμές που η ηρωίδα ερωτοτροπεί με τον χάροντα, αυτό το συνταρακτικό συναίσθημα κάποιες στιγμές φτάνει στο κοίλον της Επιδαύρου.

Η Αντιγόνη όπως η Οδύσσεια είναι στο DNA του Έλληνα, γιατί την έχει διδαχθεί, την έχει παρακολουθήσει σε παράσταση, πιθανόν και περισσότερες από μία φορές.

Ο σκηνοθέτης βάζει τον Κρέοντα στο ρόλου το κακού ηγέτη που προσπαθεί να επιβληθεί με φωνές, του αναίσθητου συνάνθρωπου να μην δείχνει σταλιά έλεος, του ιδιότροπου και εμμονικού άρχοντα που τον ενδιαφέρει μόνο η επιβολή της τάξης και η υπακοή στις ανασφάλειες του νέου άρχοντα και της άτεγκτης εξουσίας του.

Ο Βασίλης Μπισμπίκης γέρνει σαν αρπακτικό πάνω στην Αντιγόνη σαν εκτελεστής με φωνές και βρυχηθμούς, θέλει να επιβάλει το δίκαιο και το σωστό, χωρίς μέτρο, χωρίς σύνεση, χωρίς πειθώ. Τα έντονα διλήμματα και η συντριβή του άνακτα, δεν έφτασαν στους θεατές, ακόμα και όταν ο Κρέων συνομιλούσε πια με τον αφανισμό και την καταστροφή του. Ένα κύμα επιθετικού νατουραλισμού, άκρατου πατερναλισμού και εξωστρεφούς κυνισμού, κατέκλυσε την ερμηνεία του.

Ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης, στον ρόλο του κορυφαίου του χορού. (Φωτό: Thomas Daskalakis).

Ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης στον ρόλο του κορυφαίου του χορού, αμύνθηκε με όλες του τις δυνάμεις, κορυφαίος ενός χορού, ο οποίος μετά από αυτά που έζησε, περισσότερο κι από το δίκαιο και το σωστό, έχει ανάγκη την ομαλότητα και την ηρεμία. Στον ρόλο του φύλακα ο Κώστας Κορωναίος, έδωσε ανάσα στην παράσταση με την κωμική νότα του, ο Στρατής Χατζησταματίου βρήκε τρόπο να δώσει υπόσταση στον νεαρό ερωτευμένο και παρορμητικό Αίμονα, ο οποίος αν και πιστεύει και αγαπά τον πατέρα του θα μπει σε μια σύγκρουση η οποία δεν έχει γυρισμό.

Κατά τη διάρκεια της παράστασης δεν αισθανόμασταν τις συνεχείς αντιφάσεις του χορού, ο οποίος πότε θωπεύει τον ηγέτη, πότε εξυμνεί την γενναιότητα της Αντιγόνης, πότε τραγουδά και πότε μοιρολογεί για το κακό που φτάνει, πότε αγανακτεί με τις απάνθρωπες αποφάσεις της εξουσίας και πότε άβουλος και αναποφάσιστος μπαίνει στο καβούκι του και χάνεται στη σιωπή.

Η Αντιγόνη είναι ένα έργο με το οποίο μπορεί να καταπιαστεί κάποιος πολύ δύσκολα και να πει κάτι καινούργιο. Δεν είναι ούτε ο Φιλοκτήτης ούτε ο Αίαντας που μπορεί πολλοί θεατές να μην γνωρίζουν καλά – καλά την υπόθεση. Η Αντιγόνη όπως η Ιλιάδα και η Οδύσσεια είναι στο DNA του Έλληνα, γιατί την έχει διδαχθεί, την έχει παρακολουθήσει σε παράσταση, πιθανόν και περισσότερες από μία φορές, την έχει δει στην κινηματογραφική εκδοχή της. Με κόλπα, ευρήματα, ασύνδετες ιδέες δεν έχει νόημα να στηθεί παράσταση. Άρα για να αποτολμήσει κανείς να ανακατευτεί με την Αντιγόνη πρέπει να έχει να πει κάτι καινούργιο, ολοκληρωμένο, σαφές και απόλυτα στέρεο, το οποίο ο χρόνος και η ανάγκη έκφρασης του, το έχει γαλβανίσει με την πίστη ότι δεν παίρνει αναβολή και πρέπει να ειπωθεί, να ακουστεί, να «κατοχυρωθεί».

Η εντυπωσιακή παρουσία του κοινού και τις 2 βραδιές στην Επίδαυρο οδήγησε σε διπλό sold out, ξεπερνώντας τους 18.000 θεατές, ένα επίτευγμα που δεν έχει επαναληφθεί εδώ και τουλάχιστον μια δεκαετία στο Αργολικό Θέατρο. Όμως η προσέλευση και τα sold out μπορεί και πρέπει να είναι αυτοσκοπός;

Η παράσταση πάσχει από ρυθμό, ένταση και παλμό, παρά τις κάποιες ενδιαφέρουσες ιδέες, τις συμπαθητικές στιγμές, τις καλές ερμηνείες και τις φιλότιμες επιμέρους προσπάθειες. Κυρίως όμως, η Αντιγόνη του Τσέζαρις Γκραουζίνις, πάσχει από κάποια συνολική σύλληψη, ένα σαφές πλαίσιο και έναν κεντρικό άξονα. Όλα συμβαίνουν επί σκηνής χωρίς βάθος, πυκνότητα και αρμονία, όλα συμβαίνουν στη βάση και στις διαστάσεις ενός μακρόσυρτου, ανώφελου και πλουμιστού ρεαλισμού.

Δεν συγκλονιζόμαστε από το κακό που έρχεται κατά πάνω μας, δεν ταραζόμαστε από τα τεράστια διλήμματα αυτών που πρέπει να λάβουν τις αποφάσεις. Δεν νιώθουμε τον αποτροπιασμό καθώς συνθλίβονται δύο νέοι άνθρωποι. Ο φόβος, η ζοφερότητα, η αγωνία, για τις αποφάσεις και τις πράξεις των ηρώων δεν φτάνει ποτέ στους θεατές αλλά όπως έλεγε και ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ «Μόνο στις αποφάσεις μας είμαστε σημαντικοί» και αν αυτές χαθούν μέσα στην θολότητα και την ασάφεια, κάτω από τις συνεχείς φωνασκίες, την άμετρη εξωστρέφεια και τον ακατάσχετο θόρυβο, μένει η ανάμνηση μιας άλλης παλαιότερης παράστασης ή ακόμα και οι σχολικές αναγνώσεις να μας περιθάλπουν.

 

Διαβάστε ακόμα: Είδαμε τον «Αίαντα» στην Επίδαυρο. Μια ασαφής, ανολοκλήρωτη προσπάθεια

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top