«Είμαι βέβαιος ότι η εποχή που άρχισα να σταθεροποιούμαι πάνω στη γη συμπίπτει με την εποχή που άρχισε να μου χαρίζει την κατανόησή του ο πατέρας μου», εκμυστηρεύεται ο Αντώνης Σουρούνης. Δεξιά: Ο συγγραφέας παιδάκι σε μια ευτυχισμένη αποκριάτικη στιγμή μαζί του.

Θυμάμαι πριν τρία χρόνια, όταν καβατζάριζα τα πενήντα, ζούσα από καιρό μόνος σ’ ένα μέρος κοντά στη θάλασσα κι ένιωθα κι ο ίδιος λίγο σαν πλεούμενο. Τι είδους πλεούμενο δεν ήξερα, ήξερα όμως ότι χρειάζομαι κάμποσα μερεμέτια και λίγο ματσακόνι. Πάντα μου πίστευα πως θα έκλεινα τα πενήντα μου χρόνια ανάμεσα σε πενήντα φίλους και να που είχα βρεθεί ολομόναχος. Τουλάχιστον έφτασα τα πενήντα κι αυτό ήταν κάτι. Κάτι; Για μένα ήταν πάρα πολύ. Την εποχή εκείνη είχα αρχίσει να συνειδητοποιώ τη γλύκα της ζωής πέρα από την έξαψη και τον ξέφρενο ρυθμό της.

Μέσα στο σπίτι υπήρχε ένα άσπρο χρησιμοποιημένο κερί, παρατημένο ίσως από κάποιον προηγούμενο νοικάρη. Το έβαλα στο ποτήρι και το άναψα. Κοιτώντας τη θάλασσα μπροστά μου έκανα μια ευχή και το ’σβησα. Είχα όμως κι άλλες δυο τρεις ευχές, το άναψα λοιπόν, κι άλλες δυο τρεις φορές και το ’σβησα. Είδα πάλι τη θάλασσα κι άκουγα το κύμα της σαν ήρεμη ανάσα την ώρα που κοιμόταν. Σκέφτηκα τι ευχή είχα ακόμα να κάνω και έκπληκτος διαπίστωσα πως δεν είχα άλλες. Είχαν σχεδόν όλες πραγματοποιηθεί. Τότε άρχισα να τις θυμάμαι μία μία και ν’ ανάβω το κερί στην ανάμνησή τους. Ίσως ήταν παραπάνω από πενήντα, αλλά εγώ όταν συμπλήρωσα τα χρόνια μου, σταμάτησα ευγνώμων γι’ αυτό τον μισό αιώνα που είχα ζήσει.

«Σίγουρα δεν είμαι πια το πλεούμενο που βολόδερνε πάνω στο κύμα. Ο πατέρας μου μού χάρισε τις δυο άγκυρες και μπορώ, όταν βλέπω τα σκούρα, να τις φουντάρω περιμένοντας τον καιρό να καταλαγιάσει». (Φωτογραφία: Αρχείο ΕΡΤ).

Μέσα απ’ όλα τα χρόνια μου, απ’ όλες τις δουλειές μου, απ’ όλους τους τόπους και τους ανθρώπους που είχα γνωρίσει, μέσα απ’ όλες τις φιλίες μου και τους έρωτές μου, αναδυόταν συνέχεια όχι η μορφή αλλά το σουλούπι του πατέρα μου. Για χρόνια ολόκληρα συναντιόμασταν σαν άγνωστοι, τόσο άγνωστοι, ώστε να με ρωτάει κάθε φορά τι δουλειά κάνω. Κι εγώ να γίνομαι ακόμα πιο άγνωστος, αναφέροντας κάθε φορά και μια άλλη. Κι εδώ όμως ήμουν τυχερός, γιατί ο πατέρας μου επέζησε των επαγγελμάτων μου και είχαμε το χρόνο να γνωριστούμε. Σίγουρα δεν είμαι πια το πλεούμενο που βολόδερνε πάνω στο κύμα. Ο πατέρας μου μού χάρισε τις δυο άγκυρες και μπορώ, όταν βλέπω τα σκούρα, να τις φουντάρω περιμένοντας τον καιρό να καταλαγιάσει. Ο ίδιος είναι πλέον ένα σκαρί που δεν του επιτρέπεται ν’ ανοίγεται σ’ ανοιχτές θάλασσες. Τα ταξίδια του περιορίζονται σήμερα μέχρι το Καπάνι και ως το καφενείο.

Όταν τον αγκαλιάζω, νιώθω όλες τις φουρτούνες που πέρασε κι όλα τα κύματα που τον χτύπησαν για να φτάσει μέχρις εδώ και να συναντήσει το γιο του. Αισθάνομαι αυτό το κορμί τόσο δικό μου, που είμαι έτοιμος να μπω μέσα του και να συνεχίσω να ζω και για τους δυο μας. Είμαι βέβαιος ότι η εποχή που άρχισα να σταθεροποιούμαι πάνω στη γη συμπίπτει με την εποχή που άρχισε να μου χαρίζει την κατανόησή του ο πατέρας μου.

Αν ο κάθε άνθρωπος έρχεται στον κόσμο για να πραγματοποιήσει την αποστολή του –ή τουλάχιστον να προσπαθήσει γι’ αυτό– τότε εγώ έχω ακόμα πολύ δρόμο μπροστά μου. Πάντως πρέπει να βρίσκομαι σε καλό σημείο. Πριν λίγες μέρες, ενώ καθόμουν στην αυλή του σπιτιού μου, ήρθε και κάθισε δίπλα απ’ το πόδι μου ένα σπουργίτι. Έμεινε για ώρα εκεί αγγίζοντας το παπούτσι μου και χωρίς να δείχνει τον παραμικρό φόβο. Ποτέ μου δεν μπορούσα να φανταστώ πως θα ερχόταν μια μέρα που δε θα με φοβόταν ένα σπουργίτι και θα στεκόταν πλάι μου κάνοντάς μου παρέα.

 

// Το αφήγημα του Αντώνη Σουρούνη που φιλοξενεί η στήλη είναι από το βιβλίο του «Μισόν αιώνα άνθρωπος». Εκδόσεις Καστανιώτη 1996, επανέκδοση 2007.    

 

Διαβάστε ακόμα: Οι νέοι ποιητές μας για τον πατέρα τους.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top