sourounis_kolaz3

Με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του «Το μοναπάτι στη Θάλασσα», ο Αντώνης Σουρούνης είχε μιλήσει για τη ζωή του στο Status. Αυτά είχε πει. (Φωτογραφίες για το Status της Ιωάννας Τζετζούμη)

Ο “γκάνγκστερ” της ελληνικής λογοτεχνίας έχει κάνει το γύρο της γης και της ρουλέτας μέσα από τα βιβλία του, ταξιδεύοντας τον αναγνώστη σε μπάρες και σε αμπάρια. Έξι χρόνια από την κυκλοφορία του τελευταίου βιβλίου του, ο Σουρούνης ετοιμάζεται να επιστρέψει με το πλέον αυτοβιογραφικό έργο του, “Το μονοπάτι στη Θάλασσα”, με το οποίο ταξιδεύει ακόμα πιο μακριά, στα παιδικά του χρόνια, στα “Κάστρα” της Θεσσαλονίκης, σε φτωχογειτονιές χαμένες και μνήμες ολοζώντανες. Τον βρήκα εκεί που “μονάζει” τα τελευταία χρόνια γράφοντας, σε ένα μικρό διαμέρισμα κάτω από το Λυκαβηττό. Το μενού είχε τσίπουρο, τυρί πομάκικο, ελληνικό τσιγάρο. Και ιστορίες όπως μόνο ο Σουρούνης ξέρει να αραδιάζει.

Είσαι χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού που λένε ότι “η τέχνη είναι αυτοβιογραφική”. Πώς και δεν έγραψες ως σήμερα τίποτα για τα παιδικά σου χρόνια; Είχες απωθήσει μια δύσκολη παιδική ηλικία;
Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ. Είχα τόσα πολλά να γράψω γι’ αυτά που έζησα στη μετέπειτα ζωή μου που δεν μου πέρασε καν από το μυαλό να πάω πίσω. Ξέρεις ήταν τόσο περίεργα τα παιδικά μου χρόνια, πολύ δύσκολα και πολύ καλά, που ίσως, πράγματι, να μην ήθελα να πάω εκεί.

Δύσκολα τα βλέπεις με τα σημερινά μέτρα ή και τότε πέρναγες ζόρικα;
Είχα βάσανα σαν παιδί. Πριν ακόμα πάω στο δημοτικό δούλευα, όχι μόνο εγώ, όλα τα παιδιά της γειτονιάς. Πουλούσαμε στο δρόμο κουλούρια, λεμόνια, διάφορα. Και όταν πήγαμε σχολείο, δουλεύαμε τις Κυριακές, δουλεύαμε τα καλοκαίρια, διότι υπήρχε αληθινή φτώχεια. Σκέψου πως όταν ήμουν πολύ μικρός και δεν καταλάβαινα ακόμα, η μάνα μου μου έδινε ένα κομμάτι ψωμί για ψωμί κι ένα μικρότερο κομμάτι ψωμί για τυρί και μου ‘λεγε: “Να, Αντώνη, φάε ψωμί και τυρί”. Σε όλα τα σπίτια έκαναν το ίδιο. Παρόλα αυτά, τώρα που τα βλέπω από μακριά, ναι, μου φαίνονται όλα ωραία. Δεν υπάρχει ούτε ένα ψεγάδι σε εκείνα τα χρόνια.

Ανακαλύπτοντας ξανά την παιδική αθωότητα, είναι σαν να αναδύεσαι στο φως μετά τα πιο “σκοτεινά” βιβλία σου που διαδραματίζονται σε βαπόρια, σε καζίνο, σε μπαρ;
Δεν νομίζω, διότι το σύμπαν που περιγράφεις δεν το θεωρώ σκοτεινό. Είναι πολύ πιο φωτεινό και καθαρό από τον μπακάλη, παραδείγματος χάριν, ή τον χασάπη που μπορεί στο υπόγειο να κρύβει εκατό κιλά σάπια κρέατα. Ενώ πάνω στην τσόχα ή πάνω στην μπάρα είναι όλα φανερά, τα χαρτιά και τα μπουκάλια είναι πάνω στο τραπέζι. Τα σκοτεινά παιχνίδια παίζονται στο άπλετο φως των κοσμικών συναθροίσεων και όχι στο σκοτάδι ενός μικρού “κακόφημου” μπαρ.

Έχεις προνομιακή πρόσβαση σε ένα ευρύτατο ακροατήριο, όχι μόνο στον σοφιστικέ λογοτεχνικό κύκλο. Πώς καταφέρνεις να αποκτήσεις το status του λαϊκού τραγουδιστή, να μιλάς σε όλο τον κόσμο;
Έχω έναν φίλο οικοδόμο. Δεν νομίζω να υπάρχει άλλος άνθρωπος τόσο διαβασμένος, ρουφάει όλων των ειδών τα βιβλία. Αυτός λοιπόν είναι φανατικός του Καζαντζίδη και μου έκανε ένα τεράστιο κομπλιμέντο: «Αντώνη», μου λέει, «όπως βγαίνει αβίαστα η φωνή του Στέλιου, έτσι εισπράττω και το γράψιμό σου. Ίσως είναι επειδή δεν τα επεξεργάζομαι, αφήνω και βγαίνουν τα πράγματα μόνα τους από μέσα μου.

Τελικά γιατί αποφάσισες να γράψεις για τα παιδικά σου χρόνια;
Στο τέλος του 2003 με ρώτησαν, από το SΤΑΤUS, αν θα μπορούσα να γράψω 4-5 σελίδες για την παιδική μου ζωή. Είπα όχι, αλλά μετά από πέντε λεπτά πήρα τηλέφωνο και είπα “δέχομαι”. Δεν ξέρω τι έγινε, τι σκίρτησε μέσα μου. Ήταν σαν το τακούνι της Λιζ Τέιλορ στην ταινία “Ο Γίγας” που χτύπησε φλέβα πετρελαίου στο χωράφι. Έτσι ανάβλυσε και από μέσα μου το νέο βιβλίο. Από τότε δεν σταμάτησα να γράφω. Μέχρι που πάτησα μια μέρα πάτησα κατά λάθος ένα κουμπί και χάθηκε όλο το βιβλίο. Πήγα το κομπιούτερ στους καλύτερους μαστόρους αλλά μάταια. Δεν μπόρεσαν να βρουν τίποτα. Μου είπαν ότι κάτι τέτοιο πρώτη φορά το συναντούσαν. Βιδώθηκα ολόκληρος. Πέρασα δυο μήνες σε βουβό κλάμα, είχα χαζέψει.

Θυμάμαι, σε είχα πάρει τηλέφωνο κάποια στιγμή να δω τι κάνεις και μου λες “γράφω σαν τρελός, με πήδηξες με αυτό το κομμάτι για το SΤΑΤUS και εγκυμονώ βιβλίο”! Κάπου εκεί απάνω, λοιπόν, έγινε και η αποβολή…
Δεν ξέρω πώς είναι να αποβάλλεις, πάντως μετά τους δυο μήνες που τους έκανα πέρα όλους και έμενα σε αυτό το δωμάτιο μόνος και χαμένος σκέφτηκα αυτό είναι, πρέπει να ξαναρχίσω από την αρχή. Και μετά από κάμποσο καιρό ξέρεις τι είπα; Ευτυχώς που χάθηκε, διότι έβγαινε πάρα πολύ καλύτερο. Έχουν περάσει βέβαια διόμισι χρόνια που γράφω μέσα σε αυτό το δωμάτιο και ακόμα δεν το έχω τελειώσει.

«Ο άνθρωπος πρέπει να κάνει του κεφαλιού του, όχι της λογικής του. Θες να φύγεις, φύγε. Τι περιμένεις να αλλάξει; Σήκω φύγε! Ο κόσμος όλος σου ανήκει».

Πώς εσύ, ένας άνθρωπος που αγαπά την παρέα, το ταξίδι, το ποτό, τις γυναίκες μπορείς και μονάζεις διόμισι χρόνια;
Είναι περίεργη η ζωή του συγγραφέα. Απαιτεί απόλυτη απομόνωση. Φαντάζεσαι να είχα μια γυναίκα να μου λέει “ξέχασες να πάρεις φασολάκια!”; Θα σάλταρα! Γι’ αυτό και δεν έχω κάνει παιδιά. Με ρώτησαν, κάποτε, πώς μπορείς και πίνεις μόνος; “Μα, ο εαυτός μου είναι η καλύτερη παρέα”, τους απάντησα. Με τον εαυτό μου μπορώ να πω ό,τι θέλω, κι αυτός να μην παρεξηγηθεί.

Είσαι ειλικρινής με τον εαυτό σου;
Αν δεν είμαι, δεν μπορώ να ησυχάσω.

Αν έχεις ένα πάθος, ένα απωθημένο, ένα κόμπλεξ θα το παραδεχτείς στον εαυτό σου;
Θα το παραδεχτώ για να το εξαλείψω.

Μετά από έξι χρόνια που έχεις να βγάλεις βιβλίο νιώθεις καμιά ανασφάλεια;
Η μόνη αγωνία μου ήταν μήπως έχω γράψει χαζομάρες επειδή είναι αλλιώτικα δοσμένο, στο πρώτο πρόσωπο, σα να μιλάει ένα παιδί. Οπότε, έκανα ένα τραπέζι στη Θεσσαλονίκη με τους παιδικούς μου φίλους, που είναι οι ήρωες του βιβλίου, τους διάβασα μερικές σελίδες και είδαμε ότι το πάω καλά. Θα δείξει. Όπως είπα και στους φίλους μου “άμα δεν είναι μαλακία, θα είναι καλό”.

Τι έχει αλλάξει σήμερα στη σχέση σου με τους φίλους αυτούς από τα ξυπόλητα εκείνα χρόνια;
Τίποτα, αφού κι εμείς δεν έχουμε αλλάξει. Όταν ανταμώνουμε παίζουμε σαν παιδιά. Κανείς δεν μπορεί να μας καταλάβει, ούτε καν να μας ανεχτεί. Κάνουμε ό,τι κάναμε και τότε στο φτωχικό μας μαχαλά: Πλακωνόμαστε στο ξύλο, πετάμε ο ένας το φαγητό στα μούτρα του άλλου… Όπως παλιά, με τη μόνη διαφορά ότι δεν πετάγαμε συχνά το φαγητό στη μούρη του φίλου, διότι δεν είχαμε πάντα φαΐ.

Κυκλοφορεί η φήμη ότι εκτός από εσένα, και οι φίλοι σου, που πρωταγωνιστούν στο βιβλίο, είναι πρόσωπα γνωστά στην κοινωνία…
Εντάξει, ο ένας ήταν κάποτε γνωστός πυγμάχος. Όποιος τον καταλάβει, τον κατάλαβε. Είναι κι ένας ακόμα που είναι σχετικά γνωστός στη Θεσσαλονίκη για τους έρωτές του. Τρελός τελείως…, και για την τρέλα του είναι γνωστός! Τέτοιους φίλους έχω την τύχη να αγαπώ.

Πού έγκειται η μαγεία που χαρακτηρίζει μια δυνατή φιλία μεταξύ ανδρών;
Η μαγεία έγκειται στο να μπορείς να είσαι με τους φίλους σου, στα 47 και στα 57 σου, όπως ήσασταν 7 χρονών. Πιστεύω πως όλοι έχουμε μνήμες όπως αυτές που περιγράφω στο βιβλίο. Όμως με τα χρόνια, με τις καριέρες και τις υποχρεώσεις, χάνονται οι κοινές αναφορές και μαζί οι παλιές φιλίες. Παίρνουν τη θέση τους φιλίες κοινωνικές, με βάση το συμφέρον. Τι σημασία έχει αν ανέβεις κοινωνικά, αλλά δεν μπορείς να παραμείνεις παιδί με τα φιλαράκια σου; Έχουμε έναν φίλο πολύ πετυχημένο επαγγελματικά, με χιλιάδες εργαζόμενους και χιλιάδες σκοτούρες, κι όμως όταν βρισκόμαστε γίνεται ξανά παιδί. Αυτός είναι ο τέταρτος της παρέας μαζί με τον “πυγμάχο” και τον “εραστή”. Είναι, ας πούμε, ο πλέον καταξιωμένος. Εμείς οι άλλοι τρεις παραμένουμε ρεμάλια… Τουλάχιστον έτσι μας έλεγαν από μικρούς “εσείς θα παραμείνετε ρεμάλια μια ζωή”!

a_sourounis1

«Εγώ τις φίλες μου τις βλέπω όμορφες, αφού τις αγαπάω. Με κάποιες έχουμε κάνει κι ένα φεγγάρι μαζί σαν ζευγάρι. Αυτό δεν αναιρεί τη φιλία, αντιθέτως την κάνει πιο δυνατή».

Αυτά τα ρεμάλια, τι τα δένει, ποιος είναι ο αρμός της αντρικής φιλίας;
Οι φίλοι μου μου έχουν σώσει τη ζωή. Κάνα δυο φορές που βρέθηκα σε ανάγκη παραδείγματος χάριν να μπω σε χειρουργεία, οι φίλοι μου με στήριξαν. Την τελευταία φορά που μπήκα οι γιατροί μου είπαν ότι πρέπει να μου κάνουν στεφανιογραφία, και με ρωτούν, “αν βρούμε κάτι, να προχωρήσουμε;” “Πού να προχωρήσετε, βρε παιδιά;” τους λέω. Οπότε πετάγονται οι φίλοι και λένε “πρόσω ολοταχώς!” Μπαίνω στο χειρουργείο και όλοι περίμεναν απέξω: Και οι φίλοι μου, και η φίλη μου, η γυναίκα μου. Όπως ήμουνα μέσα με καμιά δεκαριά γιατρούς από πάνω, ακούω τον αρχιχειρουργό, να λέει “αθώος ο κατηγορούμενος, να φύγει”. Ήμουν γυμνός στο κρεβάτι και του λέω “γυμνός δεν έχω φιλήσει άντρα, αλλά σκύψε να σου δώσω ένα φιλί!” Με βγάζουν έξω στο διάδρομο πάνω στο φορείο, πέφτει η φιλενάδα μου από πάνω με κλάματα, της λέω “εντάξει, είμαι μια χαρά…”. Μου λέει “δεν κλαίω γι αυτό, κλαίω επειδή όλοι αυτοί εδώ πέρα, όση ώρα ήσουνα μέσα΄, μου λέγανε δεν τρέχει τίποτα, αυτός θα πεθάνει, αλλά εσένα θα σε βολέψουμε, έχουμε βρει έναν Άραβα με λεφτά να σε πουλήσουμε”. Εκεί πετάγεται ο ένας από τα ρεμάλια και μου λέει: “καλά, ρε Σουρούνη, τσάμπα περιμέναμε τόσες ώρες, ούτε ένα μπαλονάκι δεν σου βάλανε»; Έρχεται και ο Τρούμαν, ο άλλος ο φίλος, ο πυγμάχος, και με φτύνει στα μούτρα: “Φτου σου, ρε ξεφτίλα, για τίποτα δεν είσαι άξιος, ούτε για να πεθάνεις!”. Κατάλαβες για τι φιλία σου μιλάω; Μιλάω για φίλους που δεν αφήνουν το κακό να πέσει κάτω στο πάτωμα, που το αρπάζουν στον αέρα και το ξορκίζουν!

Τους κάνεις, φαντάζομαι, κι εσύ χουνέρια.
Πρόσφατα μαζευτήκαμε στη Θεσσαλονίκη και ο «εραστής» μας κάλεσε για πατσά. Μετά από λίγο ο «πυγμάχος» λέει: “άντε παιδιά, να φάμε διότι πρέπει να φύγω, έχω ραντεβού με γυναίκα”. “Ρε συ, μήπως θες κάνα βιάγκρα να σου δώσω;”, του λέει ο «εραστής» και του πασάρει ένα. Ρωτάει κι εμένα, αλλά εγώ δεν ήθελα. Οπότε λέω στον «πυγμάχο», “ξέρεις, θα το γράψω στο τέλος του βιβλίου μου, που περιγράφω πώς είμαστε σήμερα, ότι το πήρες το βιάγκρα…”. “Γι’ αυτό, ρε πούστη, δεν πήρες κι εσύ” μου απαντά, “για να μη χρειαστεί να το γράψεις!” Αυτοί είμαστε, και έτσι θα παραμείνουμε. Τότε, 12 χρονών λέγαμε “πάμε να σε κεράσω μια μια πάστα”. Τώρα λέμε “πάμε να σε κεράσω ένα βιάγκρα!”. Θέλω όμως να πω και για τη φιλία με τις γυναίκες που είναι πολύ σημαντικό πράγμα…

Γίνεται πραγματική φιλία άντρα με γυναίκα;
Εγώ έχω πολλές φίλες γυναίκες.

Είναι όμορφες;
Εγώ τις βλέπω όμορφες, αφού τις αγαπάω. Με κάποιες έχουμε κάνει κι ένα φεγγάρι μαζί σαν ζευγάρι. Αυτό δεν αναιρεί τη φιλία, αντιθέτως την κάνει πιο δυνατή. Νομίζω όμως ότι και στη φιλία με τον άντρα υπάρχει κάποια μορφή έρωτα: Για να θες να τον βλέπεις τόσο συχνά κάτι υπάρχει, όχι ότι γυρεύεις να πηδηχτείς μαζί του, αλλά κάτι υπάρχει, δεν εξηγείται διαφορετικά.

Στην επόμενη σελίδα: Μια φουρνιά κορίτσια

1 2 3

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top