sourounis_kolaz2

Ο μικρός Αντώνης Σουρούνης σε χαλαρές στιγμές με την οικογένειά του.

Η αδελφοσύνη αυτή έρχεται μέσα από τις δεκαετίες. Πώς όμως χαλυβδώνονται τέτοιες φιλίες στα χρόνια τα παιδικά;
Δεν ξέρω τι γίνεται σήμερα, αλλά τότε που μεγαλώναμε εμείς στα “Κάστρα”, πάνω στη Θεσσαλονίκη, ήταν άγριες καταστάσεις. Κάθε μέρα γινόταν πόλεμος, έφευγαν σύννεφο οι πέτρες και άνοιγαν τα κεφάλια. Με τους φίλους αυτούς είναι σα να μας γέννησε η ίδια μάνα, αφού μας μεγάλωσε η γειτονιά. Και είναι χαρακτηριστικό ότι από τα εκατό αγόρια που ήταν τότε η γενιά μας, ας πούμε, περισσότεροι διέπρεψαν, έγιναν πλούσιοι επιχειρηματίες, επιστήμονες…

Πώς το εξηγείς αυτό;
Πριν από μας ακριβώς η γειτονιά έβγαλε μια φουρνιά κορίτσια. Όταν αυτές τελείωναν το δικό τους το γυμνάσιο, εμείς μπαίναμε στο δικό μας. Εκείνες έπρεπε να βάλουν πλώρη για άλλα μέρη, για να καλοπαντρευτούν, να αποκατασταθούν, αφού εμείς ήμασταν αλητεία τότε, δεν είχαν τίποτα να περιμένουν από τη δικιά μας τη φουρνιά. Αλλά και τα λίγα κορίτσια που υπήρχαν δεν βλέπανε εμάς, κατέβαιναν στην Τσιμισκή να χαζέψουν τους μπασκετμπολίστες. Οπότε κι εμείς αναγκαστικά κατεβαίναμε στην Τσιμισκή να δούμε τα κορίτσια. Με το που μπήκαμε στο γυμνάσιο καταλάβαμε ότι η μόνη σωτηρία για να φύγουμε μέσα από τη φτώχεια, μέσα από τη γειτονιά μας, ήταν οι σπουδές.

Αλήθεια, με το θέμα το ερωτικό τι κάνατε τότε;
Κοίταξε, εμένα ώσπου να βγάλω το δημοτικό μου έτυχαν τέσσερα πράγματα πολύ σημαντικά. Το ένα ήταν ότι κατάλαβα πως ήθελα να γίνω συγγραφέας. Επειδή δεν μπορούσα να πω το ρο, μου είχε γίνει κόμπλεξ και αναζητούσα μια δουλειά που δεν θα χρειαζόνταν να μιλάω. Ως τότε όλες μου οι δουλειές ήταν στον πάγκο να πουλάω κάτι και να φωνάζω, ξέρω γω, “Καρπούζια με τη μάχαιρα!”. Μια μέρα ο καθηγητής μας διάβασε ένα χρονογράφημα από μια εφημερίδα και λέω, κοίτα να δεις μια δουλειά για μένα, το γράψιμο. Το δεύτερο που μου συνέβη ήταν ότι κατάφερα να πω το ρο με τα στραγάλια που μου είχε δώσει ένας καλός σχολίατρος λέγοντάς μου να τα γυρίζω στη γλώσσα μου. Το τρίτο είναι ότι όλοι μαζί παίξαμε στο σινεμά. Ο Μανώλης ο Τίγρης, αυτός που πήδηξε στο τρίκυκλο του Κοτζαμάνη στην υπόθεση Λαμπράκη, έμενε τρία σπίτια πιο κάτω από το δικό μου. Ήταν ξανθός και τότε γυρίζαν το “Ξυπόλητο Τάγμα” με τους Γερμανούς και θέλαν μια σκηνή που να πηδάει η τσακαλαρία ξυπόλυτη, το παιδομάνι να βουτάει στα αυτοκίνητα των Γερμανών και να παίρνουν διάφορα. Και το τέταρτο και πιο σπουδαίο είναι ότι εκσπερμάτωσα για πρώτη φορά στη ζωή μου και δεν ήξερα τι είναι.


Διαβάστε ακόμα: Γιατί ο Χάρης Βλαβιανός έγραψε το «Κρυφό Ημερολόγιο του Χίτλερ»;


Στον ύπνο σου;
Όχι, στον πολύ ξύπνιο μου. Δεν θα σου πω όμως πώς έγινε, θα το διαβάσεις στο βιβλίο. Αυτά τα τέσσερα γεγονότα είναι που σημάδεψαν τα μαθητικά μου χρόνια ώσπου να βγω από το δημοτικό. Τίποτε άλλο. Ούτε γράμματα έμαθα ούτε τίποτα.

Μετά, όμως, στο γυμνάσιο, τι συνέβη για να πας παραπέρα το θέμα; Υπήρχε κάποια πόρνη που σας “ξέβγαλε”;
Θυμάμαι που κατέβαινα με τον πατέρα μου στα Λαδάδικα για να πάρει λάδια και μέλια να τα πουλήσει στις γειτονιές. Τότε υπήρχε ένα μπορντέλο, νομίζω υπάρχει ακόμα, πάντως εκείνη την εποχή το έλεγαν τα “κόκκινα φανάρια” ή μάλλον όχι, αυτό ήταν η ταινία, “τα πράσινα παντζούρια” το έλεγαν. Τα έβλεπα, που λες, τα πράσινα παντζούρια και αναρωτιόμουν… Άλλες φορές πηγαίναμε με το θείο μου το μανάβη στη λαχαναγορά να ψωνίσουμε, και περνούσαμε από ένα στενό δρόμο, από την “μπάρα”, που λέγανε, όπου κάθονταν στο δρόμο οι γυναίκες και σου δείχνανε διάφορα σημεία του κορμιού τους… Ε, μετά, όταν μπήκα πια στο γυμνάσιο, στη δεύτερη τάξη, βγήκα να τα ψάξω από μόνος μου. Είχα έναν φίλο πιο μεγάλο από μένα που πήγαινε συχνά… Ωραίος τύπος, μάλιστα ήταν τότε η εποχή που κυκλοφορούσε ο «δράκος του Σέιχ Σου» και ο φίλος μου αυτός έμοιαζε καταπληκτικά με τα σκίτσα του δράκου που δημοσίευαν οι εφημερίδες! Με πήγε λοιπόν αυτός σε διάφορα, τα γυρίσαμε σχεδόν όλα, εγώ όμως δεν έμπαινα στα ενδότερα. Μια μέρα μου λέει “τι θα γίνει, ρε συ, δεν θα μπεις καθόλου;”. Του λέω “ξέρεις, δεν είναι αυτό που θέλω…” “Και τι θες;” μου λέει. Του περιγράφω λοιπόν… και εκείνος αποφαίνεται: “Α, εσύ θες την Καίτη!” Με πάει λοιπόν στην Καίτη. Περίμεναν εκεί καμιά δεκαπενταριά άτομα, φαντάροι οι περισσότεροι. Εμφανίζεται η Καίτη, πράγματι ήταν μια γυναίκα ψηλή, ξανθιά, όπως περίπου την φανταζόμουν. “Μπες μέσα κι έρχομαι” με διατάζει, και μου δείχνει μια πόρτα. Μετά από λίγο εμφανίζεται, “τι θα γίνει, δεν θα γδυθείς;”, μου λέει. Αρχίζω λοιπόν να ξεντύνομαι, ξεντύνεται και η Καίτη, αλλά μένει με το σουτιέν. Κι εγώ εκεί όρμησα καταπάνω: Αυτό που μου έλειπε, προφανώς, στην ηλικία εκείνη, ήταν το βυζί. Είχα ήδη δει το στήθος μιας κοπελίτσας στην πρώτη γυμνασίου και είχα μείνει. Με είχε γοητεύσει, τόσο απαλό, τόσο ωραίο, είχα χαζέψει. Παρατήρησα λοιπόν ότι πάνω από το σουτιέν της Καίτης διαγραφόταν ένα τατουάζ, κάτι σαν άγκυρα, και ήθελα να δω τι είναι. Πάω να το κατεβάσω αλλά μου τραβάει μια στο χέρι και φωνάζει “άσε τα βυζιά μου κάτω!” Λέω, “δεν θέλω να τα πιάσω, μόνο θέλω να δω τη ζωγραφιά…”. “Δηλαδή θες να δεις την άγκυρα κι όχι τα βυζιά μου;”, παρεξηγήθηκε η Καίτη. Τέλος πάντων, έγινε ό,τι ήταν να γίνει, αφού αυτή τάκα-τάκα κοίταξε να ξεμπερδέψει με μένα τον ανίδεο. Ενώ άλλες γυναίκες κοιτάνε πώς θα σε χώσουν στο σύμπαν για να τις θυμάσαι κιόλας. Αυτή δεν ξέρω τι σκατά είχε και ήθελε απλώς να τελειώνει. Βγήκαμε έξω κακήν κακώς και ο φίλος μου είπε: “Εσύ φαίνεσαι σαν να σε γάμησαν, όχι σαν να γάμησες!”.

Στην επόμενη σελίδα: «Οι κρουπιέρηδες δεν σε ξεχνούν ποτέ»

1 2 3

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top