sourounis_kolaz4

«Μου έχει τύχει να φτάσω στον προορισμό μου και όμως να πάρω το επόμενο τρένο για να φύγω. Μου έχει τύχει να κατέβω από το τρένο σε έναν άλλο σταθμό και σε μια εβδομάδα να έχω παντρευτεί. Έτσι ζω».

Επέστρεψες έκτοτε ξανά στη γειτονιά;
Επιστρέφω συχνά και συγκινούμαι. Έχει πια αλλάξει, μόνο στο τέρμα του δρόμου στέκονται λίγα χαμόσπιτα. Στενοχωριέμαι και θέλω να φύγω, νιώθω σαν να έπεσα στο τέλος μιας κηδείας. Βλέπω την εκκλησία στην αυλή της οποίας μεγάλωσα, να έχει γίνει αγνώριστη. Έχει και κάτι τεράστια σκαλιά μπροστά, που εμποδίζουν τις γριές να ανέβουν. Και η καμπάνα που κάποτε χτυπούσε ευγενικά, κρεμασμένη με ένα σκοινί από τον πλάτανο, τώρα βαράει ασταμάτητα, μηχανικά, άκομψα. Είναι δώρο ενός πιστού, μας δικαιολογήθηκε ο παπάς. Κι εμείς δηλαδή τι να κάνουμε; Να δωρίσουμε ένα μηχάνημα που να παίζει το «Crazy Love» του Paul Anka, όλη μέρα;

Έχεις κάνει δεκάδες δουλειές, από τραπεζικός μέχρι επαγγελματίας παίκτης καζίνο. Θα μπορούσες τώρα πια να αφήσεις τη λογοτεχνία αν ερχόσουν σε ανάγκη και να επιστρέψεις λόγου χάριν στα καράβια για να κερδίσεις το ψωμί σου;
Αν ήταν ανάγκη και μπορεί κάλλιστα να υπάρξει ανάγκη θα έκανα και λαντζιέρης. Μόνο στα βαπόρια δεν θα ήθελα να ξαναμπαρκάρω. Βέβαια τα σημερινά βαπόρια δεν είναι σαν αυτά που δούλευα εγώ τη δεκαετία του ’60, που τα λέω πειρατικά. Τότε δεν ήξερες τι σημαία έχει το βαπόρι, από πού έρχεται, πού πηγαίνει, τι φορτώνει, τι ξεφορτώνει. Ήταν βαπόρια που ταξίδευαν μόνο για να κονομήσει ο εφοπλιστής, χωρίς την παραμικρή έγνοια για την ασφάλεια του πληρώματος.

Βρέθηκες ποτέ με το “πειρατικό” σε μυστήρια λιμάνια, όπου ένιωσες ζόρικα;
Η μόνη φορά που φοβήθηκα ήταν στη Γκάνα. Μας είχαν πει να μη βγαίνουμε μόνοι έξω, αλλά από δέκα άτομα και πάνω. Μια φορά λοιπόν που βγήκα μόνος με ένα φίλο, μας πήραν στο κυνηγητό οι ντόπιοι τρέξαμε σαν τρελοί στο λιμάνι για να ανεβούμε στο βαπόρι. Εκεί, ναι, τα χρειάστηκα. Το σκεφτόμουν αυτό πριν κάνα χρόνο, όταν βγάλαμε είκοσι συγγραφείς και δημοσιογράφοι ένα βιβλίο για να βοηθήσουμε εκείνους τους δύο Αφρικανούς συνάνθρωπους μας που πυροβόλησε ένας Έλληνας, ένα βράδυ, στην Ομόνοια. Ο ένας ήταν από τη Γκάνα και ο άλλος από τη Νιγηρία. Στη Νιγηρία λοιπόν μου έτυχε το άλλο περιστατικό. Εκεί που γεμίζαμε το βαπόρι για να κατεβούμε προς Γκάνα και Τόγκο, βγήκαν καμία διακοσαριά κανό με οπλισμένους πειρατές, από κείνους που έκαναν τότε σάλτο στα βαπόρια, τα έκλεβαν όλα και φεύγανε. Μας έδωσε βέβαια ο καπετάνιος κάτι όπλα, κάτι ξύλα, κάτι σίδερα και περιμέναμε στο κατάστρωμα. Τελικά μας είδαν αυτοί ετοιμοπόλεμους και έκαναν μεταβολή. Αυτό είναι το ταξίδι, το μεγαλύτερο σχολείο. Βέβαια όταν λέμε ταξίδι δεν εννοώ μια εβδομάδα τουρισμό με την φιλενάδα σου. Εννοώ να ταξιδεύεις μόνος και να δουλεύεις, για χρόνο πολύ. Εγώ όπου πήγα ήταν δουλεύοντας.

Επέστρεψες ποτέ στα μέρη αυτά ως “τουρίστας”;
Πριν λίγα χρόνια βρέθηκα στη Φρανκφούρτη όπου έζησα κάποτε. Πήγα πλέον ως συγγραφέας, για τη διεθνή έκθεση βιβλίου, όπου τιμώμενη χώρα ήταν η Ελλάδα. Έξω από το χώρο της έκθεσης κάνουν στάση και τα λεωφορεία που πάνε στα καζίνο, στο Βισμπάντεν και στο Μπαντ Χόμπουργκ. Όταν ζούσα εκεί και έπαιζα καθημερινά, περνούσα καμία φορά μέσα από την έκθεση και έβλεπα τους συγγραφείς αραχτούς με τη σαμπάνια στο χέρι, να αγορεύουν για το βιβλίο τους. Σκεφτόμουν πώς αντί να είμαι εγώ στη θέση τους τραβιέμαι στα καζίνο και έτρεχα να προλάβω το λεωφορείο διότι έπρεπε να ήμουν εκεί την ώρα που άνοιγε, για να παίξω 12 ώρες συνεχεία, να παίξω το σύστημα που είχαμε βγάλει με τον “καθηγητή” (σ.σ. περισσότερα για το περίφημο “σύστημα” και το πώς ο συγγραφέας και η παρέα του κέρδιζαν συστηματικά καλά ποσά στο καζίνο, στο βιβλίο “Ο Χορός των Ρόδων”). Τότε, έτρεχα να προλάβω. Τώρα, ήμουν κι εγώ μέσα, συγγραφέας πλέον, με το ποτό στο χέρι κι απ’ έξω περνούσε το λεωφορείο… Ώσπου μια μέρα παρατάω το ποτήρι κάτω και λέω “γεια σας, πρέπει να προλάβω το λεωφορείο”! Πήρα και μερικά αντίτυπα του “Χορού των Ρόδων” μεταφρασμένα στα γερμανικά για να τα χαρίσω σε κάτι κρουπιέρηδες που ήξερα από τα παλιά.

«Το ταξίδι είναι το νόημα της ζωής. Το μοναχικό ταξίδι. Διότι όταν είσαι μαζί με άλλον, η μοίρα σου πλησιάζει, σε βλέπει και κάνει μεταβολή».

Σε θυμήθηκαν;
Οι κρουπιέρηδες δεν σε ξεχνούν ποτέ. Ούτε κι εσύ μπορείς να τους ξεχάσεις…. Μου έκανε όμως εντύπωση πόσο γερασμένους τους είδα. Είχαν γεράσει πάνω στην καρέκλα τους. Έμοιαζαν να μην έχουν κινηθεί, να μην έχει αλλάξει τίποτα πάνω τους, αλλά το πέρασμα του χρόνου είχε αφήσει το σημάδι του. Ξέρεις, οι κρουπιέρηδες απαγορεύεται να μιλάνε στον παίκτη, παρά μόνο να του απευθύνουν μια τυπική καλησπέρα, ένα σφιγμένο χαμόγελο. Μόλις όμως με είδαν η έκφραση τους άλλαξε απότομα, “γεια σας, τι κάνετε!” μου φώναζαν. Βέβαια μιλάμε για κρουπιέρηδες Γερμανούς, εδώ δεν υπάρχουν τέτοιες προσωπικότητες, βάζουν μια κοπελίτσα άσχετη, ένα αγοράκι καημένο, που πετάει την μπίλια όπως να ’ναι. Στην Ελλάδα έχουμε έναν επιτηρητή για δύο-τρία τραπέζια. Στη Γερμανία σε κάθε τραπέζι είναι τέσσερα άτομα. Όλοι φοράνε σμόκιν και κρατάνε μπαστούνια για να κουμαντάρουν τις μάρκες. Κανείς δεν τις αγγίζει μάρκες με το χέρι, όπως κάνουν εδώ, στην ξεφτίλα! Μόνο όταν έρθει η στιγμή να πληρώσει, ο κρουπιέρης πιάνει τις μάρκες, τις ρίχνει μπροστά με μια αεράτη κίνηση για να τις δούνε όλοι, και μετά χτυπάει τα χέρια του να φανεί ότι είναι καθαρά. Κατάλαβες γιατί υποστηρίζω ότι το αυθεντικό καζίνο είναι εκκλησία; Κι αυτοί που σπρώχνονται μπροστά στο τραπέζι να πάρουν θέση μου θυμίζουν ασεβείς που σπρώχνονται να ανάψουν ένα κερί. Αν είναι δυνατό να κάνεις κάτι τέτοιο!

Εκκλησία μεν, αλλά απ’ ό,τι ξέρω πήρες αρκετά λεφτά από το παγκάρι.
Εντάξει, κάποια στιγμή φτάσαμε στο σημείο να κερδίζουμε πολλά χρήματα. Εκεί όμως άρχιζε η άλλη τρέλα: Μπαίνοντας σε ένα καζίνο ερχόταν ο διευθυντής για να μας υποδεχτεί και έλεγε στον «καθηγητή» “θα πάρετε μόνο 50.000 μάρκα και θα φύγετε”. Όταν όμως ο «καθηγητής» έφερνε με την πρώτη μπιλιά 100.000 μάρκα, δεν μπορούσες να πεις «συγγνώμη, κέρδισα κάτι παραπάνω» και να φύγεις. Έπρεπε να καθίσεις να τα χάσεις! Και όπως ξέρεις όταν θες να χάσεις, τότε είναι που κερδίζεις… Καθόμασταν λοιπόν ως τις τρεις το πρωί προσπαθώντας να χάσουμε! Το φαντάζεσαι;

Πώς και δεν τα πήρατε ποτέ να φύγετε;
Τελευταία φορά που πήγα στη Φρανκφούρτη είδα τον «καθηγητή» στο καζίνο και καθίσαμε στο εστιατόριο να φάμε. Αυτός δεν έπαιζε, είχε όμως, άτομα που έπαιζαν για λογαριασμό του. Μου λέει “έλα να πιούμε ένα κρασί καταπληκτικό που το κάνουν ειδική παραγγελία για μένα από το Παρίσι». Τον ρώτησα γιατί δεν παίζει. “Μου έκαναν πάλι απαγόρευση”, μου απάντησε “επειδή πριν από ένα μήνα έπαιξα και κέρδισα παραπάνω από το επιτρεπτό. Ήθελα λοιπόν να τα δώσω πίσω τα λεφτά και τα βάζω όλα στο 8, ένα νούμερο που δεν χωνεύω καθόλου. Και μαζί γεμίζω όλα τα παρελκόμενα, το μαύρο, τα μικρά στο μάξιμουμ, όλα τα εξαρτημένα από το 8 νούμερα και ξαναγυρνάω στο τραπέζι να συνεχίσω το φαγητό μου. Πριν καθίσω έρχεται ένας υπάλληλος και μου λέει «ντόκτορ, βγήκε το 8»! Τα ξαναβάζω λοιπόν όλα στο 8. Και το 8 ξαναβγαίνει, οπότε κλείνουν τη ρουλέτα! “Πόσα είναι τα κέρδη μου;” ρωτώ. “Περίπου ένα εκατομμύριο διακόσιες χιλιάδες μάρκα”, μου απαντούν. Ε, λοιπόν, τα παίρνω και φεύγω!”.

Ούτε σε ταινίες δεν συμβαίνουν αυτά.
Και δεν σου είπα το καλύτερο: Ο «καθηγητής» έπαιζε συνεταιρικά με έναν φίλο που ήταν μετά από εγχείρηση στο νοσοκομείο. Όταν του τηλεφώνησε για να του πει πόσα κέρδισαν, ο άλλος παραλίγο να πεθάνει!.

Αντώνη, μετά από όλα αυτά που έχεις δει και έχεις ζήσει θέλω να ξέρω, ποιο είναι για σένα το νόημα της ζωής;
Το ταξίδι είναι το νόημα. Η γιαγιά μου που δεν ήξερε γράμματα έλεγε “άλλο γραμματισμένος κι άλλο ταξιδεμένος”. Και όπως σου είπα πριν, μιλάω για το μοναχικό ταξίδι. Διότι η μοίρα σου δεν έρχεται να σε βρει όταν είσαι μαζί με άλλον. Πλησιάζει, σε βλέπει με άλλον, και κάνει μεταβολή. Μόνο όταν είσαι μόνος έρχεται η μοίρα για να σε συντροφεύσει, να σου δείξει, να σου δώσει, να σου πάρει.

Όχι μόνο για καλό αλλά και για κακό;
Για ό,τι σου αξίζει. Μου έχει τύχει να φτάσω στον προορισμό μου και όμως να πάρω το επόμενο τρένο για να φύγω. Μου έχει τύχει να κατέβω από το τρένο σε έναν άλλο σταθμό και σε μια εβδομάδα να έχω παντρευτεί. Έτσι ζω. Κάποτε δούλευα σε τράπεζα, σε καλή θέση, και στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Παρόλα αυτά στους οκτώ μήνες πάνω ζήτησα μετάθεση, να με πάνε σε κανένα ερημονήσι. Αν εμένα είκοσι χρόνια εκεί θα είχα μαραζώσει κι εγώ, όπως οι κρουπιέρηδες που λέγαμε. Σου τα δίνουν όλα, λεφτά, ασφάλειες ιατρικές, μια ήσυχη καθιστική εργασία, αλλά αυτά όμως που σου χαρίζουν την ψευδαίσθηση της ασφάλειας, είναι στην πραγματικότητα βαρίδια. Και όσο περισσότερα είναι αυτά που σου προσφέρουν, με τόσο πιο πολλές αλυσίδες σε δένουν. Κάποια στιγμή αναπόφευκτα θα αναρωτηθείς “τι θα γίνει άμα φύγω από τη δουλειά μου, πώς θα τα βγάλω πέρα;” Έχεις παντρευτεί εν τω μεταξύ, έχεις κάνει και κάνα δυο παιδάκια και αράζεις εκεί, περιμένεις τη σύνταξη. Και όταν έρθει η σύνταξη και δεν έχεις τι άλλο να περιμένεις, περιμένεις να πεθάνεις.

Πώς είσαι τόσο σίγουρος, από τη στιγμή που δεν γνώρισες ποτέ τη θαλπωρή της σταθερότητας, της μονιμότητας στην οικογένεια, στη δουλειά;
Είχα έναν πολύ αγαπημένο γαμπρό, τον άντρα της αδελφής μου, που το όνειρο του ήταν να μπει στο δημόσιο. Ήμασταν παιδικοί φίλοι, και στο δρόμο παρέα, και στο γυμνάσιο μαζί. Μιλάμε για ένα άψογο, δυνατό παιδί που έπαιξε και στην πρώτη ομάδα του ΠΑΟΚ κάποια φεγγάρια. Πίναμε μαζί, γλεντούσαμε, κάναμε γιορτές παρέα και όταν ταξίδευα μου έλεγε κοροϊδευτικά, αλλά με αγάπη πάντα, “κάνε ταξίδια Σουρούνη, να δω τι θα καταλάβεις, ρε πούστη. Εγώ σε λίγα χρόνια θα ταξιδεύω χαλαρός, με τη σύνταξη στην τσέπη”. Στην αδελφή μου, που λάτρευε, έλεγε διαρκώς: “Μόλις πάρω τη σύνταξη, θα σε πάω παντού”. Τελικά συμπλήρωσε τα χρόνια του στο δημόσιο. Και μια εβδομάδα προτού έρθει η πρώτη του σύνταξη, πέθανε. Μετά από λίγες μέρες του ήρθε και ο πρώτος φάκελος με τα λεφτά. Το φαντάζεσαι; Το σκέφτομαι και τρελαίνομαι. Αυτό θα έπρεπε να το γράφουν σε πινακίδες στους δρόμους, να μπει παράγραφος στο Σύνταγμα, να το μαθαίνουν όλοι. Διότι αυτό τα λεει όλα. Γι’ αυτό ο άνθρωπος πιστεύω ότι πρέπει να κάνει του κεφαλιού του, όχι της λογικής του. Θες να φύγεις, φύγε. Τι περιμένεις να αλλάξει; Σήκω φύγε! Ο κόσμος όλος σου ανήκει. Εσένα περιμένει ο κόσμος. Κανέναν άλλο. Μόνο εσένα.

 

Διαβάστε ακόμα: Ο Μάρκαρης για τον Μαρή

1 2 3

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top