Αριστερά: «Είχα γευτεί τον απαγορευμένο καρπό κι όλα όσα ακολούθησαν στη ζωή μου –το φαγητό, το αδιάκοπο και συχνά ηλίθιο και αυτοκαταστροφικό κυνήγι ‘‘πάντα για κάτι άλλο’’, είτε αυτό ήταν ναρκωτικά και σεξ είτε κάποια άλλη, καινούρια αίσθηση–, όλα θα είχαν αφετηρία τους τούτη τη στιγμή», γράφει ο Άντονυ Μπουρνταίν (Travel Chanel). Δεξιά: Στο Νιου Τζέρσεϊ, όπου πέρασε αρκετά χρόνια της παιδικής του ηλικίας. (Photo Courtesy of the Bourdain Family – πηγή © Bon Appétit).

[…] Όταν ο γείτονάς μας, ο μεσιέ Σεν-Ζουρ, ο στρειδοψαράς, κάλεσε την οικογένειά μου για μια βόλτα με το penas, το στρειδοκάραβό του, πέταξα από τη χαρά μου.

Στις έξι το πρωί επιβαστήκαμε στο μικρό ξύλινο σκάφος του μεσιέ Σεν-Ζουρ με τα καλαθάκια μας για το πικνίκ και τα κατάλληλα παπούτσια. Ήταν ένας σκληροτράχηλος κωλόγερος, ντυμένος σαν το θείο μου, με μια παμπάλαιη τζιν σαλοπέτα, πάνινα παπούτσια και μπερέ. Είχε μια ανεμοδαρμένη μούρη, ξεραμένη και καψαλισμένη από τον ήλιο, βαθουλωμένα μάγουλα κι εκείνα τα μικροσκοπικά, σπασμένα αιμοφόρα αγγεία στη μύτη και στα μάγουλα που φαίνεται πως είχαν όλοι εκεί κάτω, από υπερκατανάλωση ντόπιου μπορντό. Δεν είχε ενημερώσει πλήρως τους καλεσμένους του για το τι περιλάμβαναν εκείνες οι καθημερινές ασχολίες.

«Στις έξι το πρωί επιβαστήκαμε στο μικρό ξύλινο σκάφος του μεσιέ Σεν-Ζουρ με τα καλαθάκια μας και τα κατάλληλα παπούτσια».

Αγκομαχώντας με το βενζινοκίνητο βαρκάκι μας, φτάσαμε σε μια σημαδούρα που οριοθετούσε το υποθαλάσσιο στρειδο-πάρκο του, ένα απερίφραχτο κομμάτι βυθού στον όρμο, και περιμέναμε…  και περιμέναμε… και δώστου και περιμέναμε, μέσα στον αμείλικτο αυγουστιάτικο ήλιο, την άμπωτη, για να κατέβουν τα νερά. Η ιδέα ήταν να οδηγήσουμε το σκάφος πάνω από τα τοιχώματα του φράγματος κι εκεί να περιμένουμε το σκάφος να υποχωρήσει μαζί με την επιφάνεια του νερού, ώσπου να ακουμπήσει στον πυθμένα της λεκάνης. Στο σημείο αυτό ο μεσιέ Σεν-Ζουρ, και πιθανότατα και οι καλεσμένοι του, θα φτυάριζαν τα στρείδια, θα μάζευαν κάμποσα καλά δείγματα για να τα πουλήσουν στο λιμάνι και θα απομάκρυναν οποιαδήποτε παράσιτα μπορεί να έβαζαν σε κίνδυνο τη σοδειά του.

«Ένα πραγματικά αξιοσημείωτο γεγονός», γράφει για εκείνο το πρώτο στρείδι ο Άντονυ Μπουρνταίν, που βίωσε σε μια βόλτα με το στρειδοκάραβο ενός γείτονα των θείων του Ζαν και Γουστάβου, στο σπίτι των οποίων, στη Λα Τεστ συρ Μερ (ένα χωριουδάκι στη νοτιοδυτική Γαλλία), φιλοξενήθηκε παιδί έναν Αύγουστο μαζί με τους γονείς του και τον μικρότερο αδερφό του. (Photo: Courtesy of CNN).

Είχε απομείνει, θυμάμαι, πάνω από μισό μέτρο νερό ακόμα ώσπου να πιάσει πάτο το σκαρί της βάρκας και να μπορέσουμε να περπατήσουμε στο πάρκο. Είχαμε ήδη καταβροχθίσει το μπρι και τις μπαγκέτες κι είχαμε κατεβάσει όλο το Εβιάν, εγώ όμως εξακολουθούσα να πεινάω και το δήλωσα πολύ χαρακτηριστικά.

Ακούγοντάς το αυτό, ο μεσιέ Σεν-Ζουρ, σαν να ήθελε να προκαλέσει τους Αμερικανούς επιβάτες του, ρώτησε με τη βαριά ντόπια προφορά της Ζιρόντ αν κανείς από μας ενδιαφερόταν να δοκιμάσει στρείδι.

Οι γονείς μου δίσταζαν. Αμφιβάλλω αν είχαν συνειδητοποιήσει ότι ίσως έπρεπε πραγματικά να καταπιούν ένα από εκείνα τα ωμά, γλοιώδη πράγματα πάνω από τα οποία πλέαμε. Ο μικρός μου αδερφός ζάρωσε τρομοκρατημένος.

Όμως εγώ, στην πιο θαρραλέα στιγμή των άγουρων χρόνων μου, πρόταξα τα στήθη με σβελτάδα και μ’ ένα μορφασμό απαξίωσης προσφέρθηκα να δοκιμάσω πρώτος.

Κι εκείνη την αλησμόνητα γλυκιά στιγμή στην προσωπική μου ιστορία, εκείνη τη μοναδική στιγμή που παραμένει στη μνήμη μου ακόμα πιο ζωντανή από ένα σωρό άλλες πρωτιές που ακολούθησαν –πρώτο πήδημα, πρώτο τσιγαριλίκι, πρώτη μέρα στο γυμνάσιο, πρώτο βιβλίο που εξέδωσα ή οτιδήποτε άλλο– κέρδισα την αιωνιότητα.

«Στην πιο θαρραλέα στιγμή των άγουρων χρόνων μου, πρόταξα τα στήθη με σβελτάδα και προσφέρθηκα να δοκιμάσω πρώτος».

Ο μεσιέ Σεν-Ζουρ μού έγνεψε από την κουπαστή, έσκυψε κι άπλωσε το χέρι του, ώσπου το κεφάλι του σχεδόν χάθηκε κάτω από το νερό, και βγήκε πάλι στην επιφάνεια κρατώντας στην τραχιά παλάμη του, που μου θύμισε ποδάρι αρπακτικού, ένα μόνο στρείδι, πασαλειμμένο με το βούρκο του βυθού, θεόρατο και ακανόνιστο. Μ’ ένα σκουριασμένο στρειδομάχαιρο με κολοβή μύτη άνοιξε μονομιάς το πράμα εκείνο και μου το έδωσε, ενώ τώρα όλοι παρακολουθούσαν, ο μικρός μου αδερφός πισωπατούσε ζαρωμένος μακριά από αυτό το γλιστερό, ελαφρά σεξουαλικό στην όψη αντικείμενο, που εξακολουθούσε να στάζει και ήταν σχεδόν ακόμα ζωντανό.

Αριστερά: «Το πήρα στα χέρια μου, έγειρα το κέλυφος μέσα στο στόμα μου, και με μια δαγκωνιά και μια ρουφηξιά το καταβρόχθισα. Είχε γεύση από θαλασσινό νερό…, από άλμη και σάρκα… και κατά κάποιον τρόπο… από το μέλλον». (Αριστερά: Ο Άντονυ Μπουρνταίν σε παιδική ηλικία. (Photo Courtesy of the Bourdain Family – πηγή © Bon Appétit). Δεξιά: Kristine Kainer, «Oyster Shell»).

Το πήρα στα χέρια μου, έγειρα το κέλυφος μέσα στο στόμα μου, όπως με ορμήνεψε ο μεσιέ Σεν-Ζουρ, που τώρα ακτινοβολούσε ολόκληρος, και με μια δαγκωνιά και μια ρουφηξιά το καταβρόχθισα. Είχε γεύση από θαλασσινό νερό…, από άλμη και σάρκα… και κατά κάποιον τρόπο… από το μέλλον.

Όλα ήταν διαφορετικά τώρα πια. Όλα. Όχι απλώς είχα επιζήσει, είχα απολαύσει.

Κατάλαβα αμέσως πως αυτή ήταν η μαγεία που ως τώρα ψυχανεμιζόμουν, θολά και καταχθόνια. Είχα πιαστεί στο αγκίστρι. Οι αντιδράσεις φρίκης των γονιών μου, η έκφραση ασυγκράτητης αποστροφής και σαστισμάρας του μικρού μου αδερφού το μόνο που έκαναν ήταν να μου ενισχύσουν την αίσθηση ότι κάπως, δεν ξέρω πώς, είχα γίνει άντρας. Είχα ζήσει μια περιπέτεια, είχα γευτεί τον απαγορευμένο καρπό κι όλα όσα ακολούθησαν στη ζωή μου –το φαγητό, το αδιάκοπο και συχνά ηλίθιο και αυτοκαταστροφικό κυνήγι πάντα για κάτι άλλο, είτε αυτό ήταν ναρκωτικά και σεξ είτε κάποια άλλη, καινούρια αίσθηση–, όλα θα είχαν αφετηρία τους τούτη τη στιγμή. […]

 

// Από το βιβλίο του Άντονυ Μπουρνταίν «Κουζίνα Εμπιστευτικό» (απόσπασμα από το κεφάλαιο «Το φαγηγό είναι αγαθό», σελ. 38-40). Μετάφραση: Άννα Παπασταύρου. Εκδόσεις Νάρκισσος, 2001.

 

Διαβάστε ακόμα: Άντονυ Μπουρνταίν – «Πέντε οδηγίες για αρχάριους σεφ».

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top