1-1190

«Tα Ανώγεια σαν ένα ντοσιέ αρχείου συναισθημάτων πρόχειρων, αλλά και ήλιου εκτυφλωτικού από πάνω μας». («Ο καταστασιακός Χατζιδάκις». Επιμέλεια έκδοσης: Γιώργος Μητρόπουλος. Οι περισσότερες φωτογραφίες είναι τού Κώστα Ελευθεράκη).

2

Πρωϊνό του ’79 στ’ Ανώγεια. Από αριστερά, Γιώργος Μανιώτης, Μίνα Μαχαιροπούλου, Γιώργος Μαρκόπουλος, Σωτήρης Κακίσης. (Ανέκδοτη ως τώρα φωτογραφία, αρχείο Σωτήρη Κακίση).

Θυμάμαι ένα βράδυ, μια νύχτα καλύτερα, πριν από πολλά, πάρα πολλά πια χρόνια, στο τότε διαμέρισμα του Ευγένιου Αρανίτση στο τέρμα της Τσακάλωφ το ισόγειο, που ήταν μαζί μας ο Νίκος Καρούζος και μιλάγαμε. Κι ο Νίκος Καρούζος για κάποιο θέμα αρκετά φλογερά αγορεύοντας, λέγοντας, ξαφνικά, με μια μικρή σιωπή ανάμεσα, αποκοιμήθηκε στην καρέκλα του πάνω, στο γραφείο κάπως ακουμπώντας. Κάναμε ησυχία εμείς, μιλώντας χαμηλόφωνα γι’ άλλα, κι αυτήν όμως την αιφνίδια από τη συζήτησή μας αποχώρησή του σχολιάζοντας, για κάνα μισάωρο. Γιατί τότε, πάλι απρόσμενα και ξαφνικά ο Καρούζος ξύπνησε, μας κοίταξε διαπεραστικά και είπε: «Όπως έλεγα»… Και ξανάπιασε το νήμα των σκέψεών του, προς μεγάλη έκπληξη ημών των άλλων, από το σημείο ακριβώς που το είχε αφήσει!

3-1190

Κι ο δάσκαλός μου της Μουσικής στο σχολείο και πάντα φίλος μου, ο Μάρκος Δραγούμης, στ’ Ανώγεια τότε, σε πρώτο πλάνο εδώ.

Όπως έλεγα κι εγώ λοιπόν –ίσως έχοντας κάπως υπνοβατήσει όπως τον τελευταίο καιρό ανάμεσα σε παρόν και παρελθόν– στο κείμενό μου προ κάποιου καιρού εδώ για τα 20 χρόνια από το θάνατο του Μάνου Χατζιδάκι: «Τ’ Ανώγεια θυμάμαι επίσης πολύ, του ’79, μ’ ένα σωρό κόσμο εκεί από την Αθήνα και όχι μόνο, με στιγμές και γεγονότα σημαντικά κι ασήμαντα, με τους Ανωγειανούς πιο ουσιαστικούς απροόπτως των περισσοτέρων μας, με τον Χατζιδάκι ευτυχή και χαρούμενα περιφερόμενο, με μουσικές και τραγούδια και λυράρηδες να επισκιάζουν ευτυχώς κάθε τι από καθέδρας βαρετό κι ανούσιο». Κι από ’κει, από εκείνη την εσωτερική εκείνου του κειμένου μου παράγραφο, ξαναπιάνω τις σκέψεις μου.

Διαβάστε ακόμα: Όταν ο Μάνος Χατζιδάκις με αποχαιρέτησε με τη φράση «Να προσέχεις τώρα»…

Τι μεσολάβησε; Ενός βιβλίου με τον τίτλο «Ο καταστασιακός Χατζιδάκις» που έπεσε στα χέρια μου, ενός άλμπουμ πιο πολύ φωτογραφιών θα ’λεγα παρά βιβλίου-βιβλίου, οι εικόνες, το γεγονός, «τα νέα πάλι από τα παλιά» που έρχονται συχνά εδώ στο μέλλον να μας βρουν, να με βρούνε.

Σαν ένα κύμα παλιρροϊκό αρχαίων και πρόσκαιρων συνυπάρξεων έρχονται στο νου και στα μάτια μου η εποχή και οι στιγμές οι τότε, βλέμματα και γέλια…
4α

Με την πανέμορφη τότε και πάντα Βίκυ Μαραγκοπούλου του Χορού… (Ανέκδοτη ως τώρα φωτογραφία, αρχείο Σωτήρη Κακίση).

Τι τρομερό πράγμα να βλέπει κάποιος άγνωστές του ως τώρα φωτογραφίες από κάπου, από εποχές ξεχασμένες πια προηγούμενες, και τον εαυτό του εντελώς αλλιώς από τα μάτια των άλλων, στιγμιότυπα ζωής κάποτε αισιόδοξα κι έντονα, τώρα πια νοσταλγικά μόνο, αλλά και ιδιόρρυθμα μαζί, των αναμνήσεων συμπληρωματικά ή κι ανατρεπτικά κάπως. Γιατί μπερδεύουν οι άγνωστές μας εκείνες ως σήμερα πόζες, της μνήμης την έντονα επιλεκτική κι υποκειμενικότατη αφαίρεση και ηρεμία, αναστατώνουν της ψυχής την όποια απόφαση για την πορεία της ζωής του καθενός μας.

Κι όπως σ’ αυτό το λεύκωμα μέσα δεν υπάρχουν λεζάντες ατομικές στις φωτογραφίες οπουδήποτε, σαν ένα κύμα παλιρροϊκό αρχαίων και πρόσκαιρων συνυπάρξεων έρχονται στο νου και στα μάτια μου η εποχή και οι στιγμές οι τότε, βλέμματα και γέλια, τα Ανώγεια εκείνα σαν ένα ντοσιέ αρχείου συναισθημάτων πρόχειρων, αλλά και ήλιου εκτυφλωτικού από πάνω μας, των νέων σωμάτων μας τις μέρες αυτές συμβόλου.

Δεν ξέρω. Τίποτα πάλι φιλολογικό, τίποτα πάλι επιστημονικό από το συνέδριο εκείνο να θυμηθώ δεν μπορώ, δεν θυμάμαι. Περισσότερο μουσική και λυράρηδες είπαμε την τελευταία μέρα, κι ένα ποδόσφαιρο επιτόπιο μετά στο Ηράκλειο, πάλι την τελευταία μέρα, πριν από την αναχώρησή μας με το αεροπλάνο, με τον Σπύρο Σακκά, ακόμα και με τον Γιώργο Μανιώτη τερματοφύλακα δίπλα μου.

Και τους δικούς μου πάλι θυμάμαι καλύτερα εκεί, τον Γιώργο Μαρκόπουλο, τον Βαγγέλη Κατσούλη και τον Χατζιδάκι βέβαια για όλους μας εκεί, αλλά και για έναν-έναν μας χωριστά χαμογελαστό και φιλόξενο αμφιτρύωνα. Α, κι εκείνους τους υπέροχους Ανωγειανούς που μας φιλοξενούσαν όλο χαρά στα σπίτια τους κι εγώ ντρεπόμουνα για την τόση αθηναϊκή εκεί μεταφερμένη αλαζονεία. Που οι άνθρωποι φορούσαν τα καλά τους κάθε φορά που μπαινοβγαίναμε εμείς βιαστικά από τα δωμάτιά μας.

Όλα τ’ άλλα λίγα. Λιγότερα πάντα όλα τ’ απέξω, από των φυσιολογικών ανθρώπων τον τρόπο και τη σημασία, τις συχνά από τις δικές μας πολύ πιο ουσιαστικές ζωές.

5-1190

«Τι τρομερό πράγμα να βλέπει κάποιος άγνωστές του ως τώρα φωτογραφίες από κάπου, από εποχές ξεχασμένες πια προηγούμενες, και τον εαυτό του εντελώς αλλιώς από τα μάτια των άλλων».

Διαβάστε ακόμα: Ο Ψαραντώνης, σαν ζωντανό άγαλμα στα Ανώγεια, παγώνει το παρόν

Σωτήρης Κακίσης: «Πώς σβήνει το Φεγγάρι;»

 «Ο Μάνος Χατζιδάκις υπήρξε φαν τού Τζίμη Πανούση»

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top