APOSTOLAKIS

«Από τότε, έρχεται συχνά στον ύπνο μου κι εγώ την αγκαλιάζω, ζητώντας της να μη φύγει, και κλαίω σαν εγκαταλειμμένο παιδί, αφού στα όνειρά μου δεν με βλέπει κανείς, για να με κρίνει», γράφει ο Δημήτρης Αποστολάκης. (Σκίτσο: Ρένα Ταβλαδωράκη)

[…] Τη μέρα του θανάτου της, έφτασα βράδυ στο χωριό κατευθείαν από το αεροδρόμιο. Είχα κάνει χρόνια προπόνηση, για ν’ αντέξω τούτη τη μέρα. Το ’ξερα πολύ πριν – «όποιος κάτσει με στραβό, το πρωί αλληθωρίζει». Αλλά πάλι φοβόμουνα μην κλάψω μπροστά σ’ ανθρώπους. […] Ο θάνατός της μου στέρησε όχι τη μάνα, αλλά τον μόνο άνθρωπο που είχα μεταφυσική σχέση.

Μπήκα στο σπίτι. Οι γυναίκες του χωριού την ξενυχτούσανε, μαυροφορεμένες γύρω από το φέρετρο, μπαμπαρολιασμένες με χοντρά παλτά, στο πρώην υπνοδωμάτιο, που κρατούσε την παράδοση με θερμοκρασίες Νευροκοπίου. Οι άντρες στο παρακούζινο, και στη μέση ο πατέρας μου έκλαιγε γοερά, συντετριμμένος σαν πεζικάριος ακέφαλου στρατιωτικού σώματος στη μέση μιας ξένης, αχανούς αυτοκρατορίας. Μόλις με είδε να μπαίνω, μου φώναξε με κλάματα: «Επόθανε η μάνα σου, Δημητρό, παιδί μου!» με τη βεβαιότητα ότι θα συμμεριστώ τον θρήνο του.

Διαβάστε ακόμα: Χρήστος Χρυσόπουλος – Όταν η μητέρα δεν είναι εδώ…

Οι χωριανοί, που ήξεραν την ιστορία του πολύπαθου ζευγαριού και την παθολογική αδυναμία της μάνας μου σε εμένα, συγκινήθηκαν από την τραγική ανακοίνωση του πατέρα μου.

Εγώ κράτησα τη συγκρουσιακή παράδοση και, προς έκπληξη των παρευρισκομένων, γύρισα και του απάντησα αυστηρά:
«Καλά το ’καμε. Αν δεν επόθενε αυτή, ήθελα τη σκοτώσω ’γω».

Αυτός με κοίταξε κεραυνοβολημένος. «Ζωή κατάκοιτη, δεν είναι ζωή», του εξήγησα, το ίδιο στομφώδικα.

Αυτός χαμήλωσε τα μάτια και ψέλλισε ένα από κείνα τα δυσβάσταχτα αγκωνάρια, τα σμιλεμένα απ’ τον καιρό:
«Και με τα τόσα βάσανα, πάλι η ζωή γλυκιά ’ναι».

Την επομένη, ο ουρανός έδινε κι αυτός τα διπλά του μηνύματα κι ο βοριάς μαστίγωνε τα κορμιά που συμμετείχαν στο ξόδι. Εγώ ήμουνα μ’ αυτούς που βαστούσαν το φέρετρο. Μετά συνειδητοποίησα ότι το «χαρτζιλίκι» το ’χα πάρει προκαταβολικά. Πιο πίσω, ο πατέρας, υποβασταζόμενος, μοιρολογούσε ακαταπαύστως. Ένα εξαιρετικά κωμικό ακρόαμα, αφού η τέχνη της μοιρολογίστρας, όπως όλες οι τέχνες, θέλει καθημερινή άσκηση με πραγματικά ή φανταστικά πυρά.

Ο πατέρας μου έμοιαζε με αρχάριο ζουρνατζή από τα Τζουμέρκα, που ανέλαβε ξαφνικά τον ρόλο πρώτου σολίστα στην παρουσίαση του Ρέκβιεμ του Μότσαρτ, στο Κονσερβατουάρ των Παρισίων. Πάντως, συγκινούσε κάποιους, που εστιάζονταν στο πάθος και αγνοούσαν τη φόρμα. Εμένα το μόνο που με τάραξε στιγμιαία ήταν μια κραυγή της ανιψιάς της, της Μαρίας, που την είχε σαν ψυχοπαίδι, την αγάπησε πολύ και την απόδιωξε κι αυτήν, επειδή διαφώνησε με τις επιλογές της.

«Άλλοτε πάλι, στραπατσαρισμένος και αποκαμωμένος από τις κακουχίες της εκστρατείας, ποθώ τη στιγμή που θα διαβώ το σύνορο, για να βρεθώ κοντά της».

Πιο πίσω ακολουθούσε μια πραγματικά πολύ έξυπνη γυναίκα-βράχος, η Ψαραντώναινα, που, ακούγοντας το μοιρολόι του πατέρα μου, γυρίζει στον Ψαραντώνη και του κάνει: «Άμα ποθάνω, θα με μοιρολογάσαι θέλει κι εσύ;» Ο απίθανος Ψαραντώνης, ετοιμόλογος όπως πάντα, έδωσε αμέσως το δικό του διπλό μήνυμα: «Μωρέ, πόθανε συ και ξα μου μένα».* Οι διπλανοί ξέσπασαν σε γέλια.

«Η ιστορία μας είναι η ρίζα μας. Χωρίς ρίζα, ούτε φύλλο ούτε καρπός. Πρέπει να αφήσουν τον κάθε λαό να έχει το δικό του πρόσωπο, τη δική του παράδοση. Έτσι, είναι όμορφος ο κόσμος» λέει ο Ψαραντώνης. Φωτογραφία: Yiannis Margetousakis

«Η Ψαραντώναινα, ακούγοντας το μοιρολόι του πατέρα μου γυρίζει στον Ψαραντώνη και του κάνει: ‘’Άμα ποθάνω, θα με μοιρολογάσαι θέλει κι εσύ;’’ Ο απίθανος Ψαραντώνης, ετοιμόλογος όπως πάντα, έδωσε αμέσως το δικό του διπλό μήνυμα: ‘’Μωρέ, πόθανε συ και ξα μου μένα’’». Φωτογραφία: Yiannis Margetousakis

Η μάνα μου μου παράγγελνε μια ζωή να κλάψω «με μαύρο δάκρυ» στην κηδεία της, να δούνε οι αθρώποι ότι αναγνώρισα τις θυσίες της για χάρη μου. Εμένα δεν έσταξε ούτε μια στιγμή το μάτι μου, δίνοντας κι εγώ με τη σειρά μου το δικό μου ηχηρό, διπλό μήνυμα σ’ έναν αποδέκτη που δεν ήξερα αν με ακούει…

Από τότε, έρχεται συχνά στον ύπνο μου κι εγώ την αγκαλιάζω, ζητώντας της να μη φύγει, και κλαίω σαν εγκαταλειμμένο παιδί, αφού στα όνειρά μου δεν με βλέπει κανείς, για να με κρίνει. Κάποιες φορές, όταν είναι να ξεκινήσω μια δύσκολη αποστολή, έρχεται στον ξύπνιο μου να μου δώσει την ευκή της, όπως έκανε πάντα πριν από κάθε μου τόλμημα.

Άλλοτε πάλι, στραπατσαρισμένος και αποκαμωμένος από τις κακουχίες της εκστρατείας, ποθώ τη στιγμή που θα διαβώ το σύνορο, για να βρεθώ κοντά της, στον καινούργιο κόσμο που διάλεξε, που πρέπει να της φάνηκε απίστευτα όμορφος, για ν’ αρνηθεί εμένα.[…]

* “και ξα μου μένα”: και ασ’ το πάνω μου.

//Απόσπασμα από τη διήγηση «Δύο σε ένα», από το βιβλίο του Χαΐνη Δημήτρη Αποστολάκη «Φτου ξελευτερία για όλους!», εκδ. Καστανιώτη, 2015.

 

Διαβάστε ακόμα: Top 5 ποιήματα για τη μητέρα.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top