«Γιατί οι λέξεις… Οι λέξεις είναι… Αυτός ο βύθιος πλους των ναυαγίων. Όχι τη στιγμή του καταποντισμού τους αλλά τη στιγμή που αυτά επιστρέφουν. Σ’ εκείνη την ολόφωτη ομίχλη». (Alberto Storari, «Shipwreck», 2010 – Copyright ©2019 Alberto Storari).

Έμενε ακίνητος για ώρες στο καθεστώς των πραγμάτων. Με την ακατανόητη όψη τους. Και την αλλόγλωσση φωνή τους. Ένας ίλιγγος που τον εξέθετε σε μια αδυναμία. Γιατί οι λέξεις του, όπως εξέρχονταν σ’ αυτό το φως, είχαν κάτι απ’ το κρακ του πάγου. Έναν υπόκωφο σπασμό που σχεδόν δεν ακουγόταν. Αλλά ακουγόταν. Γινόταν αντιληπτός. Ένας βαθύς και απόκοσμος ήχος που έβγαινε από μέσα του και αντηχούσε σ’ έναν ορίζοντα θαμπό, σ’ έναν ορίζοντα που δεν μπορεί παρά να ήταν του θανάτου.

Μια θάλασσα εδώ που τρικυμίζει κι αναταράσσει τα ναυάγιά της. Γιατί οι λέξεις… Οι λέξεις είναι… Αυτός ο βύθιος πλους των ναυαγίων. Όχι τη στιγμή του καταποντισμού τους αλλά τη στιγμή που αυτά επιστρέφουν. Σ’ εκείνη την ολόφωτη ομίχλη. Με τα βυθιζόμενα φώτα και το κροτάλισμα των πάγων. Μια πλεύση αντικατοπτρισμών. Προς μια περιοχή που είναι η ίδια η εξάρνηση του χώρου. Η προοδευτική αχλή μιας εξαΰλωσης. Μια αδαπάνητη σφαίρα, που αναριγεί μέσα στο ίδιο της το φως.

«Η θαμπή μέρα των λέξεων. Όπου τίποτε δεν αγγίζεται. Μία κενότητα που τη μεταχειρίζονται οι λέξεις. Την αποδίδουν στη σιωπή. Στη σιωπή των λέξεών της».

Αλλά οι λέξεις… Οι λέξεις είχαν κάτι απ’ αυτή την ακατάπαυστη ομίχλη. Την πυκνότητά της. Το ακίνητο που εδραιώνει. Ένα στερέωμα που δεν ηχεί. Μια θαμπή μέρα. Η θαμπή μέρα των λέξεων. Όπου τίποτε δεν αγγίζεται. Μία κενότητα που τη μεταχειρίζονται οι λέξεις. Την αποδίδουν στη σιωπή. Στη σιωπή των λέξεών της. Μια ισχνή απομνημόνευση. Περίλυπη, μιας λύπης που δεν υφίσταται πια.

«Αυτή είναι η εκκεντρικότητα του βλέμματος. Το ανέγγιχτο του κόσμου. Η απρόσβλητη θέση του. Η γλωσσική του ονειροπόληση». (Paul Klee, «Glance Of A Landscape»).

Κι επέστρεφε. Και άφηνε το βλέμμα του. Ένα βλέμμα που απονέκρωνε τον κόσμο. Ό,τι αυτό διέτρεχε. Αυτή η νύχτα του βλέμματος. Γιατί το βλέμμα αυτό είναι. Αυτό είναι μόνο. Η νύχτα του. Η αδυναμία του. Το αβυσσαλέο των ειδώλων του. Που συσσωρεύονται. Αδυνατώντας το βλέμμα. Περιορίζοντάς του το πεδίο. Τα είδωλα. Τα είδωλα μόνα. Η ανυπαρξία τους. Η ξενικότητά τους.

Κι ύστερα αυτό που κυρίευε το βλέμμα. Κι αυτό που διέτρεχε το σώμα. Ένας αόριστος φόβος. Γι’ αυτό που δεν αγγίζεται. Για την κενότητα του πεδίου. Όταν το βλέμμα δεν ακουμπά πουθενά. Όταν αποσύρεται στο βύθιο ύπνο του. Όπου τα ναυάγια. Τα ναυάγια των λέξεων και τα ναυάγια των πραγμάτων. Το ένα που τορπιλίζει το άλλο. Ο ατέρμονος πόλεμος των λέξεων και των πραγμάτων. Που δεν αγγίζονται. Και όσο τα πράγματα δεν αγγίζονται τόσο οι λέξεις ηχούν. Ηχούν όλες.

«Γιατί το βλέμμα αυτό είναι. Αυτό είναι μόνο. Η νύχτα του. Η αδυναμία του. Το αβυσσαλέο των ειδώλων του».

Το βιβλίο κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο από τις Εκδόσεις Σμίλη. Η φωτογραφία στο εξώφυλλο είναι του Αποστόλη Αρτινού.

Αυτή είναι η εκκεντρικότητα του βλέμματος. Το ανέγγιχτο του κόσμου. Η απρόσβλητη θέση του. Η γλωσσική του ονειροπόληση. Γιατί το βλέμμα τις λέξεις διαγράφει. Αυτές εγείρει. Ένα αίσθημα που σε διακατέχει, καθώς ακίνητος ονοματίζεις τον κόσμο. Εγκαλώντας τον. Στον μεσότοιχο της γλώσσας. Στο αδιαπέραστο.

Το ανέγγιχτο του πάγου. Καθώς καίει τα δάκτυλα. Η πυκνότητά του. Μια αδιαφάνεια που υποκρίνεται το στερεό. Κι όταν υγραίνει, γίνεται το ίχνος που το δοκιμάζει. Τον ένιωθε μέσα του. Να κατακαίει τα σωθικά του. Αποσβένοντάς του τη θέρμη της ζωής. Μέσα του και γύρω του. Μια πολική δίνη που τον έκανε ένα απροσπέλαστο πράγμα. Μια φυσική μοναξιά. Η φυσική μοναξιά των λέξεών του. […]

 

// Από το βιβλίο του Αποστόλη Αρτινού «Η φυσική μοναξιά των λέξεων», απόσπασμα από το ομότιτλο αφήγημα (σελ. 53). Εκδόσεις Σμίλη, Οκτώβριος 2019.

 

Διαβάστε ακόμα: Η «Μελαγχολία» του Ντύρερ – και το αίνιγμα της μορφής των αισθητών όντων.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top