«Θυμάμαι ειδικά μια μέρα που ανεβήκαμε από τα Ανώγεια ο Νίκος, δυο-τρεις συγχωριανοί του, ο Δημήτρης Λιαρούτσος και εγώ στα ‘‘όρη’’, δηλαδή στο οροπέδιο του Ψηλορείτη, όπου τότε δεν έφτανε δρόμος. Ο Νίκος και οι φίλοι του ανέβαιναν χοροπηδώντας ανάλαφρα από βράχο σε βράχο, σαν τα κρι-κρι, τα ‘‘αγρίμια κι αγριμάκια’’ του παλιού ριζίτικου τραγουδιού».

[…] Όπως το είχα σχεδιάσει, έφτασα στην Ελλάδα ξεκινώντας από το Άμστερνταμ με το καινούργιο, πρώτο μου αυτοκίνητο, μια βαθυπράσινη Μπε-Εμ-Βε 2002 που είχα παραγγείλει ακούγοντας συμβουλές φίλων ειδικών στα αυτοκίνητα, καθώς ο ίδιος ούτε ήξερα ούτε είχα ποτέ ενδιαφέρον για αυτά – άλλωστε μόλις εκείνη τη χρονιά είχα μάθει να οδηγώ, με δάσκαλο στη Νέα Υόρκη, όπου πήρα και το δίπλωμά μου.

Με αυτό το αυτοκίνητο και με τον Δημήτρη Λιαρούτσο κάναμε ένα μακρύ ταξίδι εκείνο τον Αύγουστο, πραγματικό road trip, γυρνώντας χωρίς σχέδιο και με ελάχιστα χρήματα σχεδόν επί έναν ολόκληρο μήνα την Κρήτη. Ζήσαμε μια Ελλάδα που δεν υπάρχει πια, μακριά από την Αθήνα, μακριά από την ατμόσφαιρα της καταπίεσης που εγώ τουλάχιστον βίωνα στους δρόμους της στα χρόνια της Χούντας και, πάνω απ’ όλα, μακριά από τον καημό που μου προκαλούσε η εικόνα του πατέρα μου. Στο τέλος εκείνου του ταξιδιού περάσαμε μερικές αξέχαστες μέρες στα Ανώγεια, τα Ανώγεια μιας άλλης εποχής, μιας άλλης Κρήτης, φιλοξενούμενοι του Νίκου Ξυλούρη.

Τον Νίκο τον είχαμε γνωρίσει μαζί με τον Δημήτρη στα παρασκήνια της Λήδρας, τον χειμώνα, και μας είχε καλέσει από τότε για το καλοκαίρι.

«Ζήσαμε μια Ελλάδα που δεν υπάρχει πια, μακριά από την Αθήνα, μακριά από την ατμόσφαιρα της καταπίεσης που εγώ τουλάχιστον βίωνα στους δρόμους της στα χρόνια της Χούντας».

Θυμάμαι ειδικά μια μέρα που ανεβήκαμε από τα Ανώγεια ο Νίκος, δυο-τρεις συγχωριανοί του, ο Δημήτρης και εγώ στα «όρη», δηλαδή στο οροπέδιο του Ψηλορείτη, όπου τότε δεν έφτανε δρόμος. Ο Νίκος και οι φίλοι του ανέβαιναν χοροπηδώντας ανάλαφρα από βράχο σε βράχο, σαν τα κρι-κρι, τα «αγρίμια κι αγριμάκια» του παλιού ριζίτικου τραγουδιού, ενώ εγώ με τον Δημήτρη προσπαθούσαμε να τους προλάβουμε, αγκομαχώντας, με τη γλώσσα έξω. Φτάσαμε τελικά στο μιτάτο ενός ξαδέλφου του Νίκου, που μόλις μας είδε έσφαξε μπροστά στα μάτια μας «μιαν αίγα», την έγδαρε, την έψησε ενώ πίναμε ρακές και έπειτα μας έβαλε στο πέτρινο κονάκι του να φάμε μέχρι σκασμού. Οι Κρητικοί, όλοι τους λιγνοί κι ευκίνητοι, έτρωγαν απίστευτες ποσότητες και απορούσαν με εμάς τους πρωτευουσιάνους που διαμαρτυρόμασταν από ένα σημείο και μετά ότι δεν αντέχαμε άλλο. «Φάε! Φάε τσ’ άλλο, μωρ’ Αποστόλη! Φάε, Δημήτρη!» έλεγε ο Νίκος συνέχεια. «Φάτε μωρέ, είναι ωραία η αίγα! Μόνο χορταράτσι τρώγει!»

«Φάε! Φάε τσ’ άλλο, μωρ’ Αποστόλη! Φάε, Δημήτρη!» έλεγε ο Νίκος συνέχεια. «Φάτε μωρέ, είναι ωραία η αίγα! Μόνο χορταράτσι τρώγει!»

Ύστερα, προς τρομερή κατάπληξη και δική μου και του Δημήτρη, ο ξάδελφος του Νίκου έβγαλε με τον πιο φυσικό τρόπο από μια άκρη του κονακιού πιστόλια και τουφέκια, δύο αυτόματα και μερικές χειροβομβίδες. Βγήκαμε όλοι έξω από το μικρό πέτρινο κτίσμα, ο οικοδεσπότης έστησε σε απόσταση είκοσι μέτρων άδειους τενεκέδες και μπιτόνια πλαστικά, και έπειτα όλοι μαζί οι τρελο-Κρητικοί αρχίσανε να τα βαράνε με τα όπλα, ενώ ο ξάδελφος έριξε ενδιαμέσως, προς άλλη κατεύθυνση, και μια χειροβομβίδα – έτσι, για το καλό. Ο Δημήτρης κι εγώ είχαμε τρομοκρατηθεί στην αρχή μη μας ακούσουν, μην έρθει η χωροφυλακή, μη μας συλλάβουν, κ.λπ., αλλά όταν καταλάβαμε πως δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση ενθουσιαστήκαμε και, με την ενθάρρυνση του Νίκου, που είχε σκάσει στα γέλια με την αρχική αμηχανία μας, πήγαμε να ρίξουμε κι εμείς οι πρωτάρηδες. Με ένα αυτόματο Τόμσον στο χέρι, εγώ ξαφνικά, σαν τον Δον Κιχώτη με τους ανεμόμυλους, είδα τους τενεκέδες και τα μπιτόνια να μεταμορφώνονται και να γίνονται ο Παπαδόπουλος, ο Παττακός, οι βασανιστές της Καλής. Άρχισα λοιπόν να τα πυροβολώ ουρλιάζοντας, μεθυσμένος από μια αλλόκοτη, πρωτόγνωρη και εντελώς αδιανόητη στην Ελλάδα της Χούντας αίσθηση ελευθερίας. Τώρα που μου είχε φύγει πια η αμηχανία, ο Νίκος κόντευε να πέσει κάτω από το γέλιο.

Στο βιβλίο «Ερασιτέχνης επαναστάτης» ο Απόστολος Δοξιάδης εξιστορεί τη ζωή του από τα παιδικά του χρόνια μέχρι την ενηλικίωση.

Ένας από τους φίλους του, που μου φάνηκε αριστερός από κάποιες κουβέντες του, άρχισε να μας λέει «Ε, μωρέ κοπέλια, ελάτε εδώ να κάνουμε αντάρτικο, να φάμε τσι χουνταίους!». Φυσικά, ούτε εκείνος το εννοούσε ούτε εμείς το πιστεύαμε, αλλά για λίγο η φαντασίωση και η πραγματικότητα συναντήθηκαν γιορταστικά, οπότε εγώ και ο Δημήτρης αρχίσαμε να φωνάζουμε «Ναι, ναι, μέσα! Πότε ξεκινάμε;». Έπειτα τραγουδήσαμε όλοι μαζί το «Πότε θα κάμει ξαστεριά», ο Δημήτρης κι εγώ πιο δυνατά από τον Νίκο, και για λίγη ώρα ήμουν βέβαιος ότι είχε φλεβαρίσει και ότι, αγκαλιά με το τουφέκι μου και την πατρόνα (φυσιγγιοθήκη), οσονούπω θα κατέβαινα στον Ομαλό, στη στράτα των Μουσούρων, ή όπου αλλού χρειαζόταν, για να κάνω τα δέοντα. […]

 

// Απόσπασμα από το βιβλίο του Απόστολου Δοξιάδη «Ερασιτέχνης επαναστάτης» (Τρίτο μέρος, Κεφ. 10, σελ. 531 – 533), Εκδόσεις Ίκαρος, 2018.

 

Ακούστε: Νίκος Ξυλούρης – «Αγρίμια κι αγριμάκια μου»

 

Διαβάστε ακόμα: Ο Ψαραντώνης, σαν ζωντανό άγαλμα, παγώνει το παρόν.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top