Αυτή την Τετάρτη 29 Μαΐου, ο πιανίστας Απόστολος Παληός παρουσιάζει στο Ίδρυμα Θεοχαράκη σολιστικό αφιέρωμα σε έναν από τους πιο εμπνευσμένους συνθέτες του πρώιμου ρομαντισμού, τον Franz Schubert (1797-1828). Θα ερμηνεύσει δύο από τα σπουδαιότερα έργα του, τη «Σονάτα σε Λα ελάσσονα, έργο 42», και τη «Φαντασία του Οδοιπόρου», καθώς και δύο δεξιοτεχνικές μεταγραφές τραγουδιών του βιεννέζου συνθέτη από τον Φραντς Λιστ.
Έχοντας στο πρόσφατο ενεργητικό του μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες εμφανίσεις μουσικής δωματίου στην Αθήνα, το επερχόμενο ρεσιτάλ είναι μια καλή αφορμή για να τον γνωρίσουμε καλύτερα.
– Πες μας λίγα για τη μέχρι σήμερα πορεία σου. Γεννήθηκες και μεγάλωσες στην Καρδίτσα.
Ακριβώς και στα 18 μου ήρθα στην Αθήνα, σπούδασα μουσικολογία στο ΕΚΠΑ και παράλληλα έφυγα στο Βερολίνο και σπούδασα εκεί στο Μουσικό Πανεπιστήμιο Hans Eisler και στη Λειψία στο Πανεπιστήμιο Μουσικής και Θεάτρου Mendelsohn-Bartholdy. Ήμουν εκεί από το ‘99 και επέστρεψα το 2006. Τελείωσα διδακτορικό στο ΕΚΠΑ για τον συνθέτη Λώρη Μαργαρίτη, ηχογράφησα τα πιανιστικά του έργα με την Naxos, όπου βγήκαν στη σειρά Greek Classics, και έκτοτε έχω έδρα την Αθήνα. Δίδαξα και πέντε χρόνια συνολικά στο Πανεπιστήμιο στο ΕΚΠΑ και στο ΠΑΜΑΚ ως συμβασιούχος. Και συναυλιακά έχω κάνει αρκετά πράγματα.
– Πώς ήταν η εμπειρία στο Βερολίνο;
Καταρχάς τότε ήταν ακόμα μία πολύ φθηνή πόλη, τώρα πλέον δεν έχει καμία σχέση. Οτιδήποτε καινούργιο πολιτιστικά περνούσε από εκεί, είχε δηλαδή αυτή την έννοια της γέφυρας και της πρωτοπορίας, και ήταν αρκετά ανθρώπινη πόλη, όχι τυπική γερμανική. Σίγουρα για έναν Έλληνα και ειδικά εκείνη την εποχή – γιατί τώρα και εδώ προσφέρονται πιο πολλά πράγματα – αλλά τότε αυτό το πράγμα που δεν ήξερες πού να πρωτοπάς, ποια συναυλία να ακούσεις, ήταν αποκάλυψη. Αυτό νομίζω ότι ήταν πιο σημαντικό και από τις σπουδές αυτές καθαυτές, ότι άνοιξε το μυαλό σου.
– Πες μου για κάποιες συναυλίες που θυμάσαι ακόμα.
Θυμάμαι τη συναυλία στη Φιλαρμονική του Βερολίνου που διηύθυνε ο Γκέργκιεφ και έπαιξε πιάνο ο Πλετνιόφ, δεύτερη συμφωνία και τρίτο κονστέρτο Ραχμάνινοφ, αυτή ήταν μια αποκαλυπτική εμπειρία. Επίσης θυμάμαι και κάποιες γενικές πρόβες της Φιλαρμονικής του Βερολίνου που είχα παρακολουθήσει ως φοιτητής, και τον Μπάρενμποϊμ και τον Αμπάντο, γενικά πολλά μεγάλα ονόματα. Ήταν δηλαδή ένα περιβάλλον που σου έδινε πολλά κίνητρα να δουλέψεις. Η Λειψία και αυτή έχει μουσική παράδοση, πιο μικρή πόλη, αλλά ούτως ή άλλως εγώ δεν έφυγα από το Βερολίνο. Έκανα ένα τελευταίο Μάστερ και πηγαινοερχόμουν, ήταν μία ώρα. Είχα πάρει και υποτροφία σε όλη τη διάρκεια των σπουδών μου και από την Ελλάδα, από το ΙΚΥ, το Ίδρυμα Κωστόπουλου και από το Κόσμος εν Αρμονία και από τη Γερμανία, από το Κρατίδιο της Σαξωνίας και το Friedrich Ebert Stiftung.
– Γενικά είσαι θεσμικά δραστήριος, από τότε.
Ναι, τα κυνηγούσα και είχα πάει και σε ακροάσεις. Ένας επιπλέον λόγος ήταν, επειδή και εγώ προέρχομαι από ένα οικογενειακό περιβάλλον μη καλλιτεχνικό, για κάποιον νέο από την επαρχία το να πει στην οικογένειά του «εγώ θα γίνω μουσικός» – γιατί ήμουν και καλός μαθητής και όλοι περιμέναν ότι θα γίνω γιατρός, δικηγόρος κτλ – ήταν ένα σοκ· οπότε και εγώ μετά το έβαλα σκοπό ότι θα προσπαθήσω να διαμορφώσω και τις συνθήκες έτσι, ώστε κανένας να μην μπορεί να μου πει ότι «σε στείλαμε». Μόνος μου τα πλήρωσα όλα και έκανα αυτό που ήθελα και δεν το φόρτωσα στην πλάτη κανενός. Ήθελα κανείς να μην μπορεί να πει τίποτα κι αυτό το πέτυχα και χαίρομαι, μολονότι και οι γονείς μου ήταν απόλυτα υποστηρικτικοί μετά τις αρχικές ενστάσεις.
– Αλλά πριν από όλα αυτά πώς ξεκίνησε αρχικά το ενδιαφέρον σου για τη μουσική;
Σε μικρή ηλικία βρέθηκε τυχαία στα χέρια μου μια παλιά μαγνητοταινία με δύο πιανιστικά έργα. Πέρασα μέρες ολόκληρες ακούγοντας ξανά και ξανά τη μουσική αυτή και τότε συνειδητοποίησα ότι ένας μεγάλος έρωτας, αυτός για την κλασική μουσική και το πιάνο, είχε μόλις γεννηθεί.
– Και από τότε δεν έπαψε ποτέ.
Ακριβώς, Από κει και πέρα, η ζωή του μουσικού είναι δύσκολη, έχει πολλές δυσκολίες, πολλές θυσίες και είναι πολύ μοναχική, ειδικά του πιανίστα. Για αυτό και εγώ κι άλλοι συνάδελφοί μου επιδιώκουμε να παίζουμε και με άλλους, μουσική δωματίου, γιατί είναι ωραίο να κάνεις μουσική και να βρίσκεσαι στη σκηνή με άλλους. Τα τελευταία δύο χρόνια που με είχες παρακολουθήσει συνεργάζομαι και με τον Ιάσωνα Κεραμίδη και με την Κατερίνα Χατζηνικολάου.
– Με τους καλύτερους!
Όντως… Τελευταία συναυλία ήταν με την Κατερίνα που αντικατέστησε τον Ιάσωνα στο Ίδρυμα Θεοχαράκη. Με τον Μπένεντικτ Κλέκνερ συνεργάστηκα για πρώτη φορά στο πλαίσιο της συναυλίας στο Μέγαρο Μουσικής. Αλλά για μένα είναι σημαντικό όταν συνεργάζομαι με μουσικούς, πέρα από την μουσική χημεία, που είναι πολύ βασικό, και η ανθρώπινη επαφή, να ταιριάξουμε σαν άνθρωποι και προσωπικότητες, ώστε να υπάρχει ένα ωραίο κλίμα.
– Μου περιγράφεις κάτι πολύ ωραίο, αλλά πριν μίλησες για θυσίες. Ποιες είναι οι θυσίες που πρέπει να κάνει ένας μουσικός καλλιτέχνης;
Οι θυσίες είναι πολλές και διαρκείς. Είναι ένας δρόμος δύσκολος, αμφίβολος, με τα πάνω και τα κάτω του. Χρειάζεται κάποιος να δαπανήσει άπειρες εργατοώρες, να στερηθεί πράγματα, να μάθει να λειτουργεί μοναχικά. Και παράλληλα να είναι σε θέση να διαχειρίζεται την πίεση, την κριτική, αλλά και την εκάστοτε τοξικότητα του χώρου. Ωστόσο, στο τέλος της μέρας μένει η αγάπη για τη μουσική και η υπέρτατη ικανοποίηση του να βρίσκεται κανείς μέσα στη μαγική σφαίρα της.
– Μιλήσαμε για μουσική δωματίου, τώρα όμως θα παίξεις σόλο.
Ναι, με το Ίδρυμα Θεοχαράκη έχω μία τακτική συνεργασία 1-2 φορές το χρόνο, που ξεκίνησε από το 2013 και εκεί έχω κάνει αρκετά θεματικά ρεσιτάλ. Το θεματικό ρεσιτάλ μού αρέσει πολύ, είτε αφορά έναν συγκεκριμένο σύνθετη – με ή χωρίς αφορμή επετείου – είτε ένα συγκεκριμένο concept, όπως μία μουσική φόρμα, και αυτό νομίζω έχει και για το κοινό ενδιαφέρον. Τώρα αυτό το ρεσιτάλ θα είναι αφιερωμένο στον Σούμπερτ.
– Υπήρξε κάποια αφορμή για αυτή την επιλογή;
Είχα κάνει ένα αφιέρωμα στον Μπετόβεν που μου ξαναζήτησαν, και εγώ αντιπρότεινα τον Σούμπερτ για κάτι διαφορετικό. Είναι και κάποια έργα που περιλαμβάνει το πρόγραμμα, τα οποία πολλά χρόνια τα σκεφτόμουνα και ήθελα να τα παίξω, οπότε χαίρομαι που τώρα προέκυψε αυτή η ευκαιρία. Θα είναι η μεγάλη «Σονάτα σε λα ελάσσονα, Op. 42 D.845», μία από τις πιο εμβληματικές, και η «Φαντασία του Οδοιπόρου», που είναι «το χιτάκι», και δύο μεταγραφές τραγουδιών του Σούμπερτ από τον Λιστ.
– Μόνο εύκολα πράγματα δηλαδή!
(Γελάμε) Ναι, ναι, … οπότε θα έχει και μεγάλη φόρμα και πιο μικρή.
– Τι είναι αυτό που θαυμάζεις περισσότερο στον Σούμπερτ;
Το στοιχείο που με κερδίζει στο Σούμπερτ είναι το τραγουδιστικό. Είναι ένας συνθέτης δύσκολος, πιο δύσκολος από ό,τι ίσως κάποιοι θεωρούν. Μπορεί να μην είναι τεχνικά τόσο απαιτητικός όπως ο Ραχμάνινοφ, παρόλο που και σε αυτόν υπάρχουν δυσκολίες, αλλά είναι πολύ δύσκολος ερμηνευτικά, για να το… τραγουδήσεις σωστά. Και επειδή η μουσική του είναι και αρκετά επαναλαμβανόμενη, μπορεί εύκολα να γίνει βαρετό και αμήχανο. Οπότε νομίζω εκεί είναι η πρόκληση, πώς το προσεγγίζει κάποιος για να κρατήσει και τον ακροατή σε ενδιαφέρον.
– Ειδικά αν είσαι από αυτούς που παίζουν όλες τις επαναλήψεις. Ποια τραγούδια είναι οι μεταγραφές;
Και οι δύο μεταγραφές του Λιστ είναι πάνω σε δύο από τα ωραιότερα τραγούδια του Schubert: «Η Μαργαρίτα στο Ροδάνι», που κάνει αυτή την ηχομίμηση της ύφανσης στον αργαλιό, και «Τραγουδώντας στο νερό» (Auf dem Wasser zu singen), επίσης από τα πιο ωραία, και μελωδικά. Η επεξεργασία του Λίστ είναι πολύ ωραία, πολύ πιανιστική, χωρίς η δεξιοτεχνία να θυσιάζει τη λυρικότητα της τραγουδιστικής μελωδίας.
– Και στα δυο μεγάλα νομίζω έχουμε την αντίθεση ανάμεσα σε ένα έργο «απόλυτης» μουσικής (Σονάτα) και σε ένα πιο αφηγηματικό (Φαντασία).
Τα πρώτο μεγάλο έργο είναι η «Σονάτα σε λα ελάσσονα», μία από τις σημαντικότερες του συνθέτη και μία από τις μόλις τρεις που εκδόθηκαν κατά τη διάρκεια της ζωής του. Τετραμερές έργο, φιλόδοξο, και άρτιο, που οριοθέτησε εν πολλοίς την προσέγγιση του Σούμπερτ στη μορφή της σονάτας ως συνθετικό είδος. Και από την άλλη, η επίσης τετραμερής περίφημη «Φαντασία του Οδοιπόρου», που είναι η πιο απαιτητική τεχνικά σύνθεση του Σούμπερτ και βασίζεται στο τραγούδι του «Der Wanderer» (Ο οδοιπόρος). Σε αυτό περιγράφει την υπαρξιακή αναζήτηση του ανθρώπου που αναζητά τον προορισμό του μέσα από την περιήγησή σε φυσικά τοπία, μέσα από όρη, κοιλάδες και θάλασσες.
Βιογραφικό Σημείωμα
Ο Απόστολος Παληός είναι σολίστ πιάνου, δρ. μουσικολογίας και ποιητής. Χαρακτηρίστηκε ως «ένας από τους πιο ξεχωριστούς πιανίστες των ημερών μας» (Aldo Ciccolini) και «εξαιρετικά προικισμένος μουσικός» (Cyprien Catsaris). Γεννημένος στην Καρδίτσα, έλαβε το δίπλωμα πιάνου και τα πτυχία ανώτερων θεωρητικών από το ΔΩΛάρισας και ακολούθως αποφοίτησε με σολιστικό δίπλωμα πιάνου από τα Μουσικά Πανεπιστήμια Βερολίνου και Λειψίας και με πτυχίο και διδακτορικό στη μουσικολογία από το Τμήμα Μουσικών Σπουδών του ΕΚΠΑ. Υπότροφος διαφόρων Ιδρυμάτων, βραβευθείς πολλών διεθνών διαγωνισμών πιάνου, μουσικής δωματίου και σύνθεσης σε Ελλάδα, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, με διακρίσεις από την Ακαδημία Αθηνών και την Ένωση Ελλήνων Κριτικών Θεάτρου και Μουσικής, έχει εμφανιστεί ως σολίστ στις σημαντικότερες αίθουσες συναυλιών του κόσμου (Philharmonie Βερολίνου, Κοnzerthaus Bιέννης, Carnegie Hall Ν. Υόρκης κτλ.), σε διεθνή φεστιβάλ και έχει συμπράξει με πολλές ορχήστρες (Berlin Symphony Orchestra) και σημαντικούς αρχιμουσικούς.
Έχει ηχογραφήσει μεταξύ άλλων με τη Naxos και διαθέτει πλήθος πρώτων παγκόσμιων εκτελέσεων. Υπήρξε μέλος του πιανιστικού κουαρτέτου Aurora, του συγκροτήματος σύγχρονης μουσικής Ergon Ensemble και έχει διδάξει πιάνο και μουσική ερμηνεία στα μουσικά τμήματα του ΠΑΜΑΚ και του ΕΚΠΑ. Ως μουσικολόγος-ερευνητής έχει παρουσιάσει ανακοινώσεις και δημοσιεύσεις σε ελληνικά και διεθνή συνέδρια, ημερίδες και επιστημονικά περιοδικά.
Διαβάστε ακόμα: Κέβιν Κόστνερ – Ο τζογαδόρος του Χόλιγουντ που του αρέσει να πηγαίνει «όλα μέσα» και όπου βγει