Η φωτογράφηση του Αργύρη Ξάφη πραγματοποιήθηκε στο Bespoke Athens.

Ο Αργύρης Ξάφης είναι όσο οικείος θέλει να φαίνεται στη σκηνή και όσο αποστασιοποιημένος χρειάζεται. Η τρανταχτή φωνή του σου επιβάλλεται από μακριά και από κοντά, και δίνει ήχο στη βαθιά του ευγένεια, την ανθρώπινη ευγένεια που εκπέμπεται από τα μάτια του. Στα τόσα χρόνια συνεντεύξεων, δεν υπάρχει κάτι που να σε κάνει πιο χαρούμενο από το να υποθέτεις την καθαρότητα της προσωπικότητας κάποιου που θαυμάζεις στη σκηνή, ξανά και ξανά, και να επιβεβαιώνεσαι.

Τον παρακολουθώ από το ΑΜΟΡΕ: ανήκει, μέσες άκρες, στη γενιά που μεγαλώναμε παράλληλα, εκείνοι στο σανίδι, εμείς να τους αποτυπώνουμε με λέξεις. Δεν τον γνώριζα όμως, κάτι που συχνά είναι καλύτερο όταν κάνεις μια συνέντευξη – κινείσαι σε παρθένο έδαφος και διατηρείς τον ενθουσιασμό του νεοφώτιστου. Ευθύς και σαφής, γλυκός, απόλυτος μα και σε διαρκείς αναζητήσεις, άνθρωπος που θέλει και αντέχει να αναγνωρίζει άλλων αυθεντία και ικανότητα, ένας άντρας που απολαμβάνει τη γυναίκα του με την οποία ταυτοχρόνως δουλεύει και θέλει να παραμένει μαζί της ερωτευμένος, ένας δάσκαλος που αφοσιώνεται και ένα tech freak που… ε, αυτό πια δεν του το είχες!

«Η τεχνολογία είναι ο αγαπημένος μου κόσμος. Σκέψου ότι είχα λάβει πρόσκληση από την Google να αγοράσω τότε μετοχές με κάποιες προϋποθέσεις».

– Τρελός με την τεχνολογία! Τι ακριβώς εννοείς;
Η τεχνολογία είναι αγαπημένος μου κόσμος! Είχα υπολογιστή από 14 χρονών, ήμουν στους πρώτους 20 που είχαμε Iντερνετ στη Ελλάδα και στον κόσμο – σκέψου ότι είχα λάβει πρόσκληση από την Google να αγοράσω τότε μετοχές με κάποιες προϋποθέσεις! Ασχολούμαι χρόνια με τα bitcoins και με πολλά άλλα… Νομίζω πως αποτελεί έναν εξισορροπητικό παράγοντα λογικής απέναντι στον φαντασιακό κόσμο του θεάτρου.

– Και πώς προέκυψε το θέατρο που είναι στο άλλο άκρο;
Κατ΄ αρχάς πέρασα στο Πολυτεχνείο (Ηλεκτρολόγος μηχανικός και μηχανικός υπολογιστών). Αρα, όλα λογικά έγιναν. Ημουν, πιστεύω, ένα απολύτως φυσιολογικό παιδί – με απασχολούσαν τα καινούργια πράγματα και ειδικά η μουσική. Αγόραζα βινύλια, άγνωστων καλλιτεχνών τότε, και έλεγα στους φίλους μου ποιοι θα γίνουν μεγάλοι και τρανοί – έπεφτα πάντα μέσα. Μ’ άρεσε να είμαι μπροστά, να ψάχνω το «μετά» και η τεχνολογία στο έδινε αυτό. Στα 15 μου, μεταξύ καταλήψεων και διαβασμάτων, συμμετέχω στο θεατρικό του σχολείου μου απλώς και μόνον για να βρίσκομαι περισσότερο με τους φίλους μου. Στην Γ’ Λυκείου, συνοδεύω μία φίλη μου που ήθελε να καταθέσει τα χαρτιά της στο Εθνικό. Δεν είχα κάποιο μικρόβιο, δεν το είχα σκεφτεί ποτέ. Μόλις μπήκα εκεί όμως, μαγεύτηκα! Και κατέθεσα και τα δικά μου χαρτιά! Γύρισα στη θεατρική μου ομάδα και μέσα σε δέκα μέρες έκανα μόνος μου μια υποτυπώδη προετοιμασία. Κάπως έτσι έγινε το όλο πράγμα, τυχαία. Το μόνο σχετικό με τον χώρο που θυμάμαι από μικρός είναι πως έβλεπα φανατικά κινηματογράφο. Το Πολυτεχνείο το άφησα, λοιπόν, πήγα μόνο σε ένα μάθημα και με θυμάμαι να ζωγραφίζω στο χαρτί που είχα μπροστά μου έναν γάμο σε μία εκκλησία με φράκτη! Δες τώρα ανάμνηση…

– Τουλάχιστον δεν έχασες χρόνο σε λάθος σπουδές…
Ούτε κέρδισα και κάτι συγκλονιστικό. Δεν ήταν σπουδαία τα χρόνια εκείνα, οι καθηγητές μας ήταν ηθοποιοί του 1950 και 1960 με πολύ παλιακές μεθόδους μεταβίβασης των αρχών υποκριτικής που ουσιαστικά και εκείνοι εμπειρικά είχαν μάθει. Δεν είχαν, δηλαδή, κάποια μέθοδο διδασκαλίας άξια λόγου. Τσακωνόμουν πολύ στη σχολή αλλά δεν σκέφτηκα να τα παρατήσω. Και στο τρίτο έτος, οι συμφοιτητές μου, μου κανόνισαν μία οντισιόν με τον Γιάννη Χουβαρδά, χωρίς να το ξέρω.

«Εχω μεγαλώσει στη λαϊκή, και όχι στην κοσμική, πλευρά του Μαρουσιού με περιορισμένες γενικά δυνατότητες».

– Και κάπως έτσι ξεκινά το ταξίδι στο ΑΜΟΡΕ.
Και κάπως έτσι ξεκινά και αυτή η φιλία και εμπειρία ζωής με τον σκηνοθέτη Θωμά Μοσχόπουλο. Κάτι που σίγουρα το ήθελε η μοίρα διότι όταν εκείνος με έψαχνε για μια παράστασή του, αφότου φυσικά είχα περάσει την έγκριση του Χουβαρδά, ήταν αδύνατον να με βρει. Δεν είχαμε κινητά, οι γονείς μου και εγώ λείπαμε συνεχώς από το σπίτι και με πέτυχε στην τελευταία του προσπάθεια προτού φύγει για το εξωτερικό. Βρεθήκαμε αμέσως, συζητούσαμε όλο το βράδυ και το πρωί τον πήγα εγώ στο αεροδρόμιο! Είναι αυτό το μαγικό που σε βρίσκει και χαράζει τον δρόμο σου χωρίς να έχεις κάνει τίποτα για αυτό.

– Τι μπορεί να σε εκπλήξει ιδιαιτέρως σε μία παράσταση;
Δεν χρειάζεται να συμβεί κάτι ιδιαίτερο, δεν απαιτείται κάποια ανατροπή για να σου διατηρήσει το καθημερινό ενδιαφέρον – κάτι που θα ήταν λάθος. Εχεις πάντα όμως την αίσθηση ότι αυτό που κάνεις είναι ζωντανό, ότι έχει μία δυναμική η οποία κρατιέται παλλόμενη, που δεν σβήνει.

– Πάντως ακολουθείς συγκεκριμένου ύφους επιλογές και φαντάζομαι ότι ακόμη και το κοινό σου δεν αποτελεί έκπληξη.
Είμαι ολιγαρκής άνθρωπος και αυτό μου δίνει μια ελευθερία επιλογών. Δεν έχω άμεση ανάγκη από χρήματα, όχι επειδή είμαι πλούσιος, αλλά επειδή δεν με απασχολούν. Από τα 12 μου δούλευα στο κατάστημα με σφραγίδες του πατέρα μου και γνωρίζω καλά πως είναι να βγάζεις λεφτά και να μην θεωρείται κάτι δεδομένο. Εχω μεγαλώσει στη λαϊκή, και όχι στην κοσμική, πλευρά του Μαρουσιού με περιορισμένες γενικά δυνατότητες. Θέλω, λοιπόν, να κάνω μια δουλειά γιατί την πιστεύω και όχι για τα χρήματα, που άλλωστε είναι τόσο λίγα στο ελληνικό θέατρο!

«Μπορούμε όλοι, και εσύ και εγώ και όλοι, να δείχνουμε την πολιτική μας στάση μέσα από τον τρόπο που επιλέγουμε να ζούμε και να δουλεύουμε».

– Ποιο είναι το κριτήριο των επιλογών σου τελικά;
Το κείμενο είναι η πρώτη ύλη σου – ένας μάγειρας, όσο καλός και να είναι, δεν μπορεί να δημιουργήσει ένα εκπληκτικό πιάτο χωρίς να έχει καλά υλικά. Επονται οι ηθοποιοί και η συνθήκη, δηλαδή ο χώρος.

– Η ιστορία του έργου πρέπει να σε ακουμπάει σε κάποιο συναίσθημα;
Μέσα από τα χρόνια που έχω εργαστεί στο θέατρο, έχω αναπτύξει συγκεκριμένο κριτήριο σε σχέση με το τι θεωρώ καλή δραματουργία, για το πώς πρέπει να εξελίσσεται μία ιστορία, για το πώς πρέπει να διαδέχονται τα συμβάντα το ένα το άλλο και να λαμβάνουν χώρα οι σκηνές. Οι θεματικές όμως είναι ζωντανός οργανισμός που έχει να κάνει με τη στιγμή σου και με τη στιγμή της περιρρέουσας κατάστασης. Μπορεί να πέσεις πάνω σε εξαιρετικά έργα που να μην είναι η στιγμή τους. Ένα έργο δεν πρέπει προφανώς να αναπαριστά την τρέχουσα πραγματικότητα, αλλά να συντονίζεται μαζί της με έναν τρόπο. Οι καλλιτέχνες οφείλουμε να είμαστε πιο μπροστά από τα πράγματα και να δείχνουμε κάτι παραπέρα από αυτό που ζούμε.

– Μπορείς ποτέ να δεις σαν θεατής το έργο που παίζεις;
Όχι, είναι αδύνατον να περάσουμε από τη διαδικασία του θεατή. Σε επίπεδο σκέψεων, ιδεών, εικόνων και ποικίλων σεναριακών ανατροπών έχω ακούσει πράγματα από θεατές που δεν θα μπορούσα να τα έχω σκεφτεί ποτέ. Οι ιδέες είναι όσοι και οι άνθρωποι που αφήνουν ελεύθερο το συναίσθημά τους. Εγώ όμως, σαν ηθοποιός δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Νομίζω ότι οι θεατές πρέπει να νιώθουν «ασφαλείς» όταν βλέπουν μία παράσταση. Πρέπει το ταξίδι στο οποίο σε παρασύρω να είναι καθαρό εκ μέρους μου, να μην παρεκκλίνω συναισθηματικά – αλλιώς θα σου δημιουργήσω ανασφάλεια, κάτι ανεπίτρεπτο για τη σχέση μας.

«Είμαι ολιγαρκής άνθρωπος και αυτό μου δίνει μια ελευθερία επιλογών. Δεν έχω άμεση ανάγκη από χρήματα, όχι επειδή είμαι πλούσιος, αλλά επειδή δεν με απασχολούν».

– Πώς είναι να δουλεύεις με τη γυναίκα σου, τη Δέσποινα Κούρτη;
Πολύ ωραίο και ενδιαφέρον. Δεν δουλεύουμε τόσο πολύ μαζί, πέντε φορές είναι στο σύνολο που έχουμε βρεθεί. Το αξιοσημείωτο είναι πως δεν συζητάμε ποτέ στο σπίτι για την παράσταση και τη δουλειά. Μιλάμε για άλλα πράγματα, για όσα μοιράζεται ένα οποιοδήποτε ζευγάρι. Είμαστε τόσο διαφορετικοί, όμως με αυτόν τον διαφορετικό τρόπο, μας αρέσουν τα ίδια πράγματα. Η βάση από την οποία ξεκινάμε είναι άλλη, αλλά ο στόχος είναι πάντα κοινός. Η Δέσποινα έχει ενδιαφέρουσες αντιθέσεις – είναι, για παράδειγμα, η απόλυτη ευαισθησία και η απόλυτη ακρίβεια μαζί. Είναι για μένα ό,τι πιο ακριβό μπορώ να κρατώ στα χέρια μου.

– Θα μιλούσες ανοιχτά για την πολιτική όπως έκανε ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης που λοιδορήθηκε τόσο;
Πραγματικά με θυμώνει πολύ αυτό. Δεν καταλαβαίνω καθόλου πως γίνεται να εύχεσαι «ψόφο» σε κάποιον επειδή διαφωνείς με όσα λέει. Οσο για το αν θα ανακατευόμουν εγώ με τα κοινά… Πιστεύω ότι έχω την ικανότητα όχι όμως τη δύναμη να αναλάβω ένα ολόκληρο κύμα ανθρώπων. Δεν μπορώ και άλλωστε πιστεύω πως αν το κάνεις, θα πρέπει και να συμβιβαστείς. Θα πρέπει να θυσιάσεις κάτι πολύ ουσιαστικό και δεν θέλω να βάλω τίποτα απέναντι στη δουλειά μου. Μπορούμε όλοι, και εσύ και εγώ και όλοι, να δείχνουμε την πολιτική μας στάση μέσα από τον τρόπο που επιλέγουμε να ζούμε και να δουλεύουμε. Προτιμώ να «κηρύττω» το πώς θα ήθελα να «υπάρχουμε» μέσα από το θέατρο.

– Ταξιδεύεις;
Όταν ήμουν στο Αμόρε, είχα παίξει στη Γερμανία στη Γιέννα, κοντά στη Βαϊμάρη, όταν ήταν πολιτιστική πρωτεύουσα. Και η Δέσποινα έχει παίξει σε κάποιες παραστάσεις στο Volksbühne. Στη βασική μου ενασχόληση τα επόμενα χρόνια ήταν οι διεθνείς σχέσεις – έχω παρακολουθήσει συνέδρια στη Γερμανία, και όχι μόνον, που μου έχουν μάθει απίστευτα πράγματα και φυσικά μου έχουν επιβεβαιώσει το πόσο πίσω είναι η Ελλάδα σε σχέση με σημαντικά θέματα από την ασφάλεια των ηθοποιών μέχρι ό,τι μπορείτε να φανταστείτε. Τα τελευταία χρόνια, μέσω του Ωδείου Αθηνών όπου διδάσκω, ταξιδεύω πολύ στη Ρωσία λόγω της συνεργασίας που έχουμε με το Ινστιτούτο GITIS (Russian Institute of Theater Arts) – δύο φορές τον χρόνο γίνονται ανταλλαγές μαθητών σε ένα πρόγραμμα επιχορηγούμενο από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος για τα επόμενα 4 χρόνια. Τον 4ο χρόνο, οι σκηνοθέτες του GITIS θα κάνουν παραστάσεις με τους Έλληνες μαθητές – κάτι που θα είναι και η διπλωματική τους. Μαθαίνω συνεχώς πολύτιμα πράγματα από αυτούς τους σπουδαίους θεατρανθρώπους που αλλιώς δεν θα είχα ποτέ την τύχη να μάθω.

– Σου αρέσει η διδασκαλία;
Πάρα πολύ, προσωπικά παίρνω ένα έτος και το πάω μέχρι το τέλος – δεν ανανεώνω κάθε χρόνο δηλαδή μαθητές. Ουσιαστικά, είμαι υπεύθυνος σπουδών και ευθύνομαι για το μεγαλύτερο μέρος της διδακτικής τους ύλης και της εξέλιξης της. Όταν έχεις τη συνολική ευθύνη και τη συνολική εικόνα, δεν μπορεί να σε ξεγελάσει τίποτα ούτε να ξεγελάσεις εσύ!

«Το καλοκαίρι θα κάνω στην Κύπρο την ταινία “Πολιορκία στην οδό Λιπερτή”, μια περιπέτεια με θέμα τη ζωή ενός απόστρατου αξιωματικού».

– Εχεις ήδη προγραμματίσει τα επόμενα βήματα;
Μετά τη «Μόλλυ Σουήνη», θα είμαι στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Το καλοκαίρι θα κάνω στην Κύπρο την ταινία «Πολιορκία στην οδό Λιπερτή», μια περιπέτεια με θέμα τη ζωή ενός απόστρατου αξιωματικού. Τέλος, θα πάω στη Μόσχα με τους μαθητές μου.

– Αναρωτιέμαι και κάτι τελευταίο που αφορά τη «Μόλλυ Σουήνη» – στην οποία, ειρήσθω εν παρόδω είναι συγκλονιστική η Δέσποινα Κούρτη. Παίζετε στη μικρή αυτή σκηνή του δώματος του Θεάτρου του Νέου Κόσμου. Πόσο μεγάλη διαφορά έχει ο μεγάλος χώρος από τον μικρό για μία παράσταση;
Πολύ μεγάλη – ο μεγάλος χώρος σημαίνει ότι πρέπει να καταναλώσουμε την πολλαπλάσια ενέργεια από ό,τι στον μικρό. Δεν πρέπει όμως να υπερβάλεις τα εκφραστικά σου μέσα αλλά την εκπομπή τους. Επίσης, για να εισπράξεις κάτι από το κοινό στη μεγάλη σκηνή, καταβάλλεις κόπο ενώ στη μικρή σου έρχεται εύκολα και άμεσα.

//Ο Αργύρης Ξάφης παίζει στην παράσταση «Μόλλυ Σουήνη» στο Θέατρο του Νέου Κόσμου (έως τις 14 Ιανουαρίου 2018).

 

Διαβάστε ακόμα: Βαγγέλης Μπίκος – «Ελεύθερος είναι εκείνος που προσαρμόζεται, όχι αυτός που αντιστέκεται»

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top