«Μέχρι να διαβάσω το βιβλίο του Στέφαν Τσβάιχ «Αμόκ, ή ο τρελός της Μαλαισίας» τίποτα δεν προδίκαζε ότι θα γίνω συγγραφέας».

Τίποτα δεν προδίκαζε ότι θα γίνω συγγραφέας. Μου άρεσε βέβαια, όταν ήμουν παιδί, να μου διαβάζει η μάνα μου παραμύθια στο κρεβάτι –κι αργότερα είχα βρει την πατέντα να παριστάνω τον άρρωστο για να την έχω πλάι μου να μου διαβάζει ιστορίες από περιοδικά της εποχής· και μπορεί στη συνέχεια να  είχα αναλάβει εγώ να αφηγούμαι περιπέτειες της φαντασίας μου στον μικρό μου αδελφό για να κοιμηθεί, όμως στιγμή δεν είχε περάσει από το μυαλό μου ότι θα περνούσα την ενήλικη ζωή μου σκυμμένος μελαγχολικά πάνω από άδειες σελίδες που θα εκλιπαρούσαν με το τυφλό τους βλέμμα να γεμίσω τον άδειο χώρο τους με μελάνι (η φύση, ως γνωστόν, αποστρέφεται το κενό).

Αυτό που με έστρεψε, δίχως επιστροφή, στην πεζογραφία ήταν ένα μικρό βιβλιαράκι που ανέσυρα σχεδόν διαλυμένο από μια μικρή ξύλινη βιβλιοθήκη με τζαμένια πόρτα  –τότε οι άνθρωποι θεωρούσαν τα  βιβλία τους πολύτιμο απόκτημα και δεν ήθελαν να τα βλέπουν να σκονίζονται. Η βιβλιοθηκούλα εκείνη ήταν ένα είδος μαυσωλείου· υπήρχαν τόμοι δερματόδετοι, εκκλησιαστικές συνόψεις αλλά και λεξικά κι εγχειρίδια εκμάθησης ξένων γλωσσών που κάποια μέλη της οικογένειάς μου, κάποια στιγμή, είχαν σκύψει πάνω τους. Ανάμεσά τους βρίσκονταν και μυθιστορήματα όπως «Τα μυστήρια των Παρισίων», «Ο αλήτης με τη σουρντίνα» (αγαπημένος  Κνουτ Χάμσουν, που διάβασα πολύ αργότερα) και κάμποσα του Ιουλίου Βερν.

«Από παιδί κιόλας είχα μανία με τους ξένους τόπους. Μάζευα σημαίες από άλλες χώρες και σχεδίαζα να ταξιδέψω κάποτε σε όλο τον πλανήτη. (Τούτο το πάθος μου το εκπλήρωσα αρκετά ως τα τώρα.) Οπότε ‘‘Ο τρελός της Μαλαισίας’’, παρά το αμόκ του, ήταν ιδανικό ανάγνωσμα για μένα». (Αριστερά: Tayfun Dereli, «Stefan Zweig»).

Εκείνο ωστόσο που τράβηξε την προσοχή μου, όταν άφησα πίσω μου τα παιδικά αναγνώσματα κι άρχισα να αναζητώ πνευματική τροφή μέσα στη μικρή βιβλιοθήκη, το βιβλίο πες που μου άλλαξε τη ζωή ήταν ένα λεπτό, ασθενικό βιβλιαράκι με κίτρινο εξώφυλλο. Μάλλον με τράβηξε ο τίτλος: «Αμόκ, ή ο τρελός της Μαλαισίας». Από παιδί κιόλας είχα μανία με τους ξένους τόπους. Μάζευα σημαίες από άλλες χώρες και σχεδίαζα να ταξιδέψω κάποτε σε όλο τον πλανήτη. (Τούτο το πάθος μου το εκπλήρωσα αρκετά ως τα τώρα.) Οπότε «Ο τρελός της Μαλαισίας», παρά το αμόκ του, ήταν ιδανικό ανάγνωσμα για μένα. Φυσικά δεν ήξερα τον συγγραφέα του τότε –μα τον αγάπησα κι αυτόν αργότερα, ιδίως όταν έμαθα ότι αυτοκτόνησε με τη γυναίκα του στο Ρίο ντε Τζανέιρο (όπου πήγα πριν χωρίσω με την δική μου).

Το βιβλίο εκείνο ήταν μια συλλογή από τέσσερις νουβέλες. Δεν θυμάμαι σήμερα παρά την πρώτη, που είχε δώσει και τον τίτλο της στο βιβλίο. Αμόκ παθαίνει ένας Ευρωπαίος γιατρός που βρίσκεται σε κάποια απόμερη πολίχνη της Μαλαισίας όπου τον επισκέπτεται μια λευκή γυναίκα για να την βοηθήσει να «ρίξει» ένα μπάσταρδο πριν επιστρέψει ο άντρας της από ένα πολύμηνο ταξίδι. Ο γιατρός ερωτεύεται παράφορα τη γυναίκα και σ’ αντάλλαγμα της βοήθειάς του –που δεν έχει δώσει ακόμα– της ζητά να κοιμηθεί μαζί του. Αυτή τον εγκαταλείπει με περιφρόνηση, κι ο φτωχός γιατρός τρελαίνεται και τρέχει να την αναζητήσει στην άλλη άκρη της χώρας. Το διήγημα είναι σπουδαίο, και δεν θα μιλήσω άλλο γι’ αυτό. Όμως με έκανε να θέλω να γράψω κι εγώ, να αφηγηθώ στο χαρτί μια ιστορία που κάποιος, σε κάποιο μέρος μακρινό, να πιάσει στα χέρια του και να αρχίσει να διαβάζει με την απόλαυση που διάβασα εγώ το βιβλίο του Τσβάιχ.

Κι έτσι φτάσαμε ως εδώ. Απομένει η αυτοκτονία.

 

//Το τελευταίο βιβλίο του Άρη Σφακιανάκη «Η σκιά του Κυβερνήτη» κυκλοφόρησε το 2019 από τις  Εκδόσεις Κέδρος.

 

Διαβάστε ακόμα: Άρης Σφακιανάκης – «Έτσι, ‘’κλέπτων οπώρας’’, έφτιαξα την πρώτη μου βιβλιοθήκη».

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top