Ο Ρεμπώ ήταν ένας μπήτνικ σε λάθος αιώνα.

Ο Ρεμπώ είναι ο πρώτος των οδοιπόρων, ο άγιός τους. Ο ορισμός του ταξιδευτή, του globe-trotter. Όταν το 1870, στα 16 του, το σκάει απ’ το σπίτι, εγκαταλείποντας μητέρα κι αδελφές και σαν τον κλέφτη παίρνει το τρένο για Παρίσι, έχει ξεσπάσει ο Γαλλο-πρωσικός πόλεμος. Ένας παλιός πόλεμος που έχουμε ξεχάσει, επειδή ζήσαμε κι άλλους πολλούς. Για τον Αρθούρο, θα είναι το πρώτο του ταξίδι χωρίς επιστροφή.

Σε μια υβριδική εποχή. Υπάρχουν ακόμα άμαξες, το τρένο γίνεται συνήθεια, σε λίγο θα εμφανιστεί το αεροπλάνο. Είναι τα τελευταία χρόνια του παρελθόντος. Χρόνια ερεθιστικά για όλους εκείνους που, όπως ο Ρεμπώ, δεν σταματούν να φτιάχνουν τις βαλίτσες τους. Πάνε πιο γρήγορα, αλλά ακόμα βραδυπορούν διαολεμένα. Στα 20 χρόνια που του απομένουν να ζήσει, ο Ρεμπώ θα διανύσει χιλιάδες χιλιόμετρα με τα πόδια ή θα ταξιδέψει μ’ όλα τα μέσα της εποχής, εκτός από το αερόστατο που προοριζόταν για τον Γαμβέτα και τον Φιλέας Φογκ: τρένα, ταχυδρομικές άμαξες, φελούκες, ατμόπλοια, πιρόγες, άλογα, μουλάρια, καμήλες. Συν, δυστυχώς, στο τέλος, στο Χαράρ, 500 χιλιόμετρα από την Αντίς-Αμπέμπα, με φορείο που σχεδίασε ο ίδιος.

Είχε το πνεύμα του τέλειου οδοιπόρου: τη φαντασία, την πανουργία, την αχρειότητα, και τη βεβαιότητα ότι ολάκερος ο κόσμος οφείλει να τον υπηρετεί.

Θα επινοήσει ό,τι βάλει ο νους για να επιβιώσει, είτε με ελάχιστα χρήματα είτε χωρίς καθόλου χρήματα. Ήξερε να τρυπώνει στους πολέμους και να επωφελείται. Είχε το πνεύμα του τέλειου οδοιπόρου: τη φαντασία, την πανουργία, την αχρειότητα, και τη βεβαιότητα ότι ολάκερος ο κόσμος οφείλει να τον υπηρετεί. Νιώθει παντού σαν στο σπίτι του, βασιλιάς.

Οι φίλοι αδελφοί Ρήγας στο Τζιμπουτί, όρθιοι στο βάθος (1903).

Εκείνη λοιπόν τη Δευτέρα της 29ης Αυγούστου που φτάνει στο σταθμό το μόνο που θέλει είναι να βρεθεί στο passage Choiseul, στο σπίτι του Alphonse Lemerre, του εκδότη των παρνασσιστών, τα είδωλά του. Καταφέρνει να φτάσει ώς το Saint-Quentin, όπου θα τον πιάσει η πρωσική αστυνομία και θα τον χώσει φυλακή. Από το κελί του θα στείλει ένα γράμμα απελπισίας στον Georges Izambard, τον νεαρό καθηγητή ρητορικής στο κολέγιο της γενέθλιας πόλης του, τη Charleville των Αρδεννών, εκείνον που πρώτος πίστεψε σ΄αυτόν. Η επιστολή είναι επιτακτική και σχολαστική. Παρά την άμεση ανταπόκριση του δασκάλου του που θα τον σώσει και θα τον φιλοξενήσει, ο Arthur δεν θα διστάσει λίγο καιρό αργότερα να τον κάνει στεγνά πέρα.

Είναι «ο σημαντικός περαστικός», ο «φτεροπόδαρος», στον οποίο δεν αρκεί να στρογγυλοκαθίσει στο σπιτικό όλων εκείνων που μαγεύει με τη μεγαλοφυΐα του.

Γεννημένος στις 20 Οκτωβρίου του 1854, η ζωή του Rimbaud είναι le guide du routard, όχι του εξευγενισμένου ταξιδευτή του σήμερα που ψάχνει το μικρό ξενοδοχείο, το μικρό εστιατόριο, τη μικρή κομπίνα. Είναι «ο σημαντικός περαστικός», ο «φτεροπόδαρος», στον οποίο δεν αρκεί να στρογγυλοκαθίσει στο σπιτικό όλων εκείνων που μαγεύει με τη μεγαλοφυΐα του, που σαγηνεύει με την ομορφιά του ή που τρυφερεύει με το εξωφρενικά νεαρόν της ηλικίας του, αλλά θέλει να είναι ο καταληψίας της ζωής και του μυαλού τους. Είχε ανακαλύψει την αρχή που γνωρίζουν καλά όλοι οι οδοιπόροι: οι άνθρωποι δένονται με τις κολλιτσίδες.

Αυτοπορτρέτα του Ρεμπώ στο Χαράρ (1883).

Είναι φορές που επιδεικνύει την ελαφρότητα και την ανεμελιά μιας κίσσας κλέφτρας. Κατά τη διάρκεια μιας από τις επιδρομές του στο ταραγμένο Παρίσι του 1871, αριβάρει στο σπίτι του André Gill, ενός σκιτσογράφου που θαυμάζει, boulevard d’ Enfer. Eίναι Φεβρουάριος μήνας, ο Ρεμπώ κρυώνει και πεινάει. Ο ένοικος απουσιάζει, αλλά η πόρτα είναι πάντα ανοιχτή για τους αρτίστες. Ο Ρεμπώ μπαίνει, ξαπλώνει στο κρεβάτι και τον παίρνει ο ύπνος. «Είμαι ποιητής και κάνω ωραία όνειρα», θα πει αντί συγγνώμης. Η στάση του εκτιμάται δεόντως. Ο Ζιλ τον χαρτζιλικώνει και του προσφέρει στέγη.

Είχε φροντίσει να σκορπάει το χάος στα σαλόνια, να παίρνει ναρκωτικά και να πίνει λίτρα αψέντι, πότε δίπλα στον Βερλαίν και πότε απέναντί του.

Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, ο Αρθούρος μας είχε επιδοθεί σε μερικές κλεψιές μέσα κει κι ένας μπρατσάς απ’ την παρέα που σύχναζε στο ατελιέ θέλησε να του σπάσει τα μούτρα. Ο Ρεμπώ σταυρώνει τα χέρια και του λέει: «Δεν πλακώνομαι με άλογα». Μέγα μάθημα. Ο ταξιδευτής, όταν μπλεχτεί σε ευαίσθητες καταστάσεις, οφείλει να επιδείξει γοητεία, χάρη, επινοητικότητα, ετοιμότητα. Να διαθέτει λέγειν. Το να τη βγάλεις καθαρή με μια τόση δα πιρουέτα δεν είναι αυτονόητο.

Το Δεκέμβριο του 1878, πάει να βρει δουλειά στην Κύπρο. Οι Άγγλοι είχαν «νοικιάσει» το νησί από τους Οθωμανούς πέντε μήνες πριν. Κι είχαν περάσει 5 χρόνια αφότου έγραψε το Μια εποχή στην Κόλαση, το μόνο που εκδόθηκε όσο εκείνος ζούσε. Εντωμεταξύ, είχε φροντίσει να σκορπάει το χάος στα σαλόνια, να παίρνει ναρκωτικά και να πίνει λίτρα αψέντι, πότε δίπλα στον Βερλαίν και πότε απέναντί του, να συχνάζει στα χαμαιτυπεία του Παρισιού και των Βρυξελλών μα και στη βιβλιοθήκη του Λονδίνου, «απαλλαγμένος από κάθε ηθική», επειδή «μια νύκτα πήρε την ομορφιά στα γόνατά του μα τη βρήκε πικρή και τη βλαστήμησε».

Αριστερά: ο Σωτήρο Χρυσέο, φωτογραφημένος από τον Ρεμπώ στο Χαράρ (1883). Δεξιά: ο αγωνιστής Γιώργης Γανοτάκης (Γιώργος Φώτης ή Γιώργος Μπαλαμπάρας) από τη Λίνδο που πολέμησε με το στρατό του Μενελίκ.

Είχε κόψει κάθε σχέση με την ποίηση, αφού πρώτα απέσπασε τα «βρομερά φύλλα από το σημειωματάριο ενός κολασμένου», για να τα μοιράσει στους μικροαστούς και τους μέλλοντες καταραμένους του σιναφιού, τον Ντίλαν Τόμας, τον Τζιμ Μόρισον, τον Ρίτσι Έντουαρντς. Ήταν πηγή έμπνευση για τον Μπομπ Ντίλαν, τον Τζον Λένον, την Πάτι Σμιθ. Κι ακόμα τον Πικάσο και τον Κοκτώ, τον Χατζιδάκι και τον Γκάτσο, τον Μωρίς Μπεζάρ.

Στην Κύπρο, στην αρχή δούλεψε στη Λάρνακα ως προϊστάμενος λατομείου. Ήταν αισιόδοξος πως θα υπάρξουν πολλές δουλειές για κείνον. Όμως, μετά από λίγους μήνες η διαβίωση δυσκολεύει. Από τη ζέστη, τους ψύλλους, τα κουνούπια μα και από ένα καυγά που είχε με τους Κύπριους εργάτες. Ζήτησε μάλιστα να του σταλούν και όπλα. Το 1880, φεύγει για την Αίγυπτο γυρεύοντας δουλειά. Αλλά επιστρέφει μετά από λίγες βδομάδες άπραγος. Θα βρεθεί στο όρος Τρόοδος ως προϊστάμενος στα έργα ενός παλατιού για τον Άγγλο διοικητή του νησιού. Του αρέσει η κουμανταρία.

Είχε πολλούς Έλληνες φίλους. Κατ’ αρχάς, μεταξύ άλλων, τον δοκιμασμένο εξερευνητή Σωτήρο Κωνσταντίνο Χρυσέο, εξόριστο, με καταγωγή από τον Άγιο Ευστράτιο.

Δυο μήνες μετά εγκαταλείπει το νησί ξαφνικά. Λέει πως είχε διαφωνίες με τον υπεύθυνο μισθοδοσίας και τον μηχανικό. Ο Ιταλός Ottorino Rosa, κατοπινός σύντροφος του στα ταξίδια, αναφέρει ένα θάνατο που προκάλεσε ο Ρεμπώ όταν πέταξε μια πέτρα στο μέτωπο ενός Κύπριου εργάτη, γι’ αυτό κι αναχώρησε εσπευσμένα με το πρώτο πλοίο που βρήκε.

Είχε πολλούς Έλληνες φίλους. Κατ’ αρχάς, μεταξύ άλλων, τον δοκιμασμένο εξερευνητή Σωτήρο Κωνσταντίνο Χρυσέο, εξόριστο, με καταγωγή από τον Άγιο Ευστράτιο. Είναι μαζί στο Χαράρ, στα υψίπεδα του Κέρατος της Αφρικής, όπου ο Ρεμπώ έζησε από το 1881 ώς το θάνατό του. Ύστερα, ένας άλλος Έλληνας της διασποράς, ο Κωνσταντίνος Ρήγας από την Εύβοια έρχεται να τους συναντήσει. Ωστόσο, παραμένει άγνωστη η σχέση του με τον Γεώργιο Φώτη, τον μέγα πολέμαρχο που αγωνίστηκε δίπλα στον Μενελίκ ενάντια στους Ιταλούς εισβολείς. Ούτε ξέρουμε αν ποτέ συνάντησε στην Αβησσυνία τον Έλληνα γιατρό του Μενελίκ Παραδείση ή τον αρχηγό της αστυνομίας του Χαϊλέ Σελασιέ Παπαδόπουλο.

Ο δαίμονας αυτός, προγονός της beat generation, ο μακρινός αδελφός του Ουίλιαμ Μπάροουζ και του Τζακ Κέρουακ, έδωσε έναν οδηγό, τα κεφάλαια του οποίου δεν έγραψε αλλά έζησε:

1. Το οτοστόπ. Εκείνος το εφηύρε. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία περί αυτού. Όταν ο Ρεμπώ παίρνει τους δρόμους, ο Θεός έχει ενημερωθεί, παίζει τον μουεζίνη, καλεί κάρα, αμάξια και βαγόνια να τον οδηγήσουν στον προορισμό του. Να γιατί κατάφερε να καλύψει τέτοιες αποστάσεις χωρίς δεκάρα στην τσέπη. Παράδειγμα: η βόλτα του στη Γερμανία. Ήταν το 1876. Είχε περάσει το χειμώνα με τη μητέρα του. Ξαφνικά την κάνει, ως συνήθως. Πρώτη στάση θα ήταν η Βάρνα, στη Βουλγαρία, με προορισμό την Εγγύς Ανατολή. Θέλει να φτιάξει κατάσταση εκεί. Ο οραματιστής έχει γίνει ρεαλιστής. Αλλά στη Βιέννη αποκοιμιέται, τύφλα, μέσα σ’ ένα ταξί, και του κλέβουν το πορτοφόλι. Τουλάχιστον, αυτό ισχυρίστηκε… Τον απελαύνουν για αλητεία και γυρνάει πεζή στο Σαρλεβίλ μέσω Στρασβούργου. Όπερ σημαίνει 1.500 χιλιόμετρα. Συνήθως πληρώνει το εισιτήριό του αφηγούμενος ανέκδοτα κι απίθανες ιστορίες. Δεδομένου ότι μιλάει γαλλικά, αραβικά, ιταλικά, γερμανικά, ελληνικά, αμχαρικά, σομαλικά, ορόμο…

Αριστερά: Ο αυτοκράτορας Μενελίκ Β΄ της Αβησσυνίας. Δεξιά: Ο Ρεμπώ στα 37 του, λίγο πριν από το θάνατό του.

2. Επιδοτήσεις και βοηθήματα. Όταν ο Αρθούρος διασχίζει ένα χωριό, επισκέπτεται τον δήμαρχο και παρουσιάζεται ως απόστρατος. Έτσι βρίσκει να κοιμηθεί σε κάποιον αχυρώνα και να έχει ένα πιάτο φαΐ. Ένα άλλο κόλπο του είναι να κατατάσσεται σε κάποιον ξένο στρατό, να τσιμπάει το μισθό και μετά να λιποτακτεί. Το έκανε με τους Ολλανδούς. Δούλεψε. Τον πήγαν ώς την Ιάβα με το Prinz-van-Orange, αλλά κατάφερε να δραπετεύσει και να γυρίσει στην Ευρώπη ως επιβάτης του Wandering-Chief. Μια κρουαζιέρα που του απέφερε 300 φράγκα.

Ο Αρθούρος Ρεμπώ είναι πάνω απ’ όλα ένα πεπρωμένο. Όλη του τη σύντομη ζωή προσπαθούσε να δραπετεύσει από την πραγματικότητα.

3. Δουλίτσες. Έκανε τον εφημεριδοπώλη στη Βιέννη, τον λογιστή σ’ ένα περιοδεύον τσίρκο στη Σκανδιναβία, τον παιδαγωγό σε μια γερμανική οικογένεια. Επίσης υπήρξε στρατολόγος μισθοφόρων για τον ολλανδικό στρατό, που δεν του το φύλαξε όταν λιποτάκτησε.

Ο Ρεμπώ ήταν ένας μπήτνικ σε λάθος αιώνα. Θα μπορούσε να είναι μηχανοδηγός της Pacific Railways ή να ασχολείται με την πυροπροστασία στα αχανή δάση της Αμερικής αντί να πουλάει τουφέκια στον Μενελίκ Β’, βασιλιά της Αιθιοπίας. Πότε-πότε γύρναγε στη μαμά του, όπως ο Κέρουακ.

Ο Αρθούρος Ρεμπώ είναι πάνω απ’ όλα ένα πεπρωμένο. Όλη του τη σύντομη ζωή προσπαθούσε να δραπετεύσει από την πραγματικότητα. Του ήταν αδύνατο να υποφέρει το εδώ που τον φυλάκιζε. Το είναι των πραγμάτων τα παγώνει΄ ο έρωτας παύει να είναι έρωτας από τη στιγμή που ερωτεύεσαι, πρέπει να τον επινοήσεις εξ αρχής. Εξ ου και η μανική αναζήτησή του, η επιθυμία του να προσεγγίσει διαφορετικά τον κόσμο με όλα τα μέσα: την απορρύθμιση των αισθήσεων, τον οραματισμό και, κορυφαία, «την αλχημεία του λόγου», δηλαδή το θαύμα των λέξεων. Μόλις όμως αναγνώρισε την ανεπάρκειά τους, κλείνει τους λογαριασμούς του με την ποίηση, διαλέγει τη φυγή, την απόλυτη περιπέτεια κάτω από άλλους ουρανούς, την εξάντληση που οδήγησε στο θάνατο 10 Νοεμβρίου 1891.

Ο Αλμπέρ Καμύ τον ονόμασε «ποιητή της εξέγερσης», είδωλο των φοιτητών του Μάη του ’68, κάποιον που εισήγαγε τα ρομαντικά ιδεώδη στον 20ο αιώνα.

Ο Ρεμπώ ήθελε να είναι άλλος από τον εαυτό του («Je est un autre»). Δεν το κατάφερε. Υπήρξε και δεν υπήρξε ο λαμπρός σπουδαστής του Κολεγίου της Σαρλεβίλ που κέρδιζε όλα τα βραβεία. Ούτε καν ο έκλυτος παλιάνθρωπος της συνέχειας. Ούτε καν ο Προφήτης με τις υπερφυσικές δυνάμεις (πράγματι τις απέκτησε, αλλά μόνο με τις λέξεις). Ούτε καν ο globe-trotter, κι ύστερα ο τυχοδιώκτης έμπορας που μάζευε χρήμα αλλά δεν το άγγιζε ποτέ. Ούτε καν, τέλος, ένας μάρτυρας που πέθανε στα 37 του χρόνια από καρκίνο των οστών ακρωτηριασμένος.

Δοκίμασε τα πάντα. Ήδη από την πρώτη του παραμονή στο Χαράρ, το 1880, επιθυμεί να φωτογραφίσει «παράξενα πράγματα», άγνωστα στην Ευρώπη. Πιστεύει πως η φωτογραφία, μια νέα τεχνική, μπορεί να είναι μία κερδοφόρα επιχείρηση, όπως το διαπίστωσε στο Άντεν. Ο Βερλαίν τον κορόιδευε αποκαλώντας τον «φιλομαθή», κάποιον δηλαδή που αγαπά υπέρμετρα τις επιστήμες.

Είναι ηγέτης του συμβολισμού; Θεμελιωτής του μοντερνισμού; Ποιητής της εξέγερσης; Αναρχικός ποιητής; Καταραμένος ποιητής;

Ο Αλμπέρ Καμύ τον ονόμασε «ποιητή της εξέγερσης», είδωλο των φοιτητών του Μάη του ’68, κάποιον που εισήγαγε τα ρομαντικά ιδεώδη στον 20ο αιώνα. Δεν συμβαίνει συχνά ένας άνθρωπος, σ’ αυτήν την ηλικία, να επηρεάζει σε τέτοιο βαθμό τη σύγχρονη ποίηση. Είναι ηγέτης του συμβολισμού; Θεμελιωτής του μοντερνισμού; Ποιητής της εξέγερσης; Αναρχικός ποιητής; Καταραμένος ποιητής;

Σύμφωνα με την έκφραση του Μαλαρμέ, ήταν όντως «ένας σημαντικός περαστικός». Δεν υπήρξε ποτέ δικός μας, γιατί δεν υπήρξε ποτέ δικός του. Με τον ίδιο τρόπο που τα κείμενά του βρίσκονται ανάμεσά μας σαν να μην είναι, με την απόλυτη μαγεία τους μέσα από την ιδιοφυή απουσία τους. Μας μένει το διάσημο πορτρέτο που του έκανε στο Παρίσι ο Eugène Carjat το 1871, μετά από προτροπή του Paul Verlaine (ο Ρεμπώ ήταν 17 χρόνων). Αυτό ενός άγγελου-δαίμονα σε μεθυσμένο καράβι.

 

Διαβάστε ακόμα: Ζαν Κοκτώ, το τρομερό παιδί.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top