«Ζωγραφίζω και σμιλεύω τη γυναίκα, το ωραιότερο θέμα που δόθηκε ποτέ στους καλλιτέχνες, γιατί είναι ανεξάντλητο και αιώνιο», έλεγε ο εμβληματικός Alain Goudron, alias Aslan, διάσημος για τα pin-ups του με τις εκρηκτικές καμπύλες.
Γεννημένος στο Μπορντώ το 1930, ο Aslan έδειξε από πολύ μικρός το ταλέντο του στην τέχνη και το σχέδιο. Μόλις στα 14 του βρίσκεται να σπουδάζει στη Σχολή Καλών Τεχνών της πόλης του, προτού φύγει για Παρίσι. Προστατευόμενος του ζωγράφου και χαράκτη Jean-Gabriel Domergue και φίλος του César, ξεκινά μια καριέρα γλύπτη, εκτελώντας σειρά κρατικών παραγγελιών. Στα 22 του χρόνια κερδίζει τον τίτλο του επίσημου ζωγράφου των Ενόπλων Δυνάμεων. Όμως,την αμέσως επόμενη χρονιά, αρχίζει να σχεδιάζει pin-ups.
Τα ονειρεμένα αυτά πλάσματα έκαναν θραύση στις ΗΠΑ ήδη από τη δεκαετία του ’40, εξαιτίας των GI’s που συνήθιζαν να τα καρφιτσώνουν στους τοίχους των δωματίων τους και στις καμπίνες των αεροπλάνων τους. Αλλά είναι ο Aslan εκείνος που κάνει μια ολόκληρη γενιά Γάλλων να τα ανακαλύψουν, αρχίζοντας να τα σχεδιάζει για μάρκες αυτοκινήτων, όπως η Fiat, η Peugeot ή η Renault.
Περιζήτητα σήμερα στις αίθουσες δημοπρασιών (ένα αυθεντικό γκουάς έπιασε τα 10.500 ευρώ), τα pin-ups του Aslan ξεδίπλωναν λάγνα τις καμπύλες τους στις σελίδες του μηνιαίου περιοδικού Lui από το 1963 έως το 1981 (250 το σύνολο), στολίζοντας ταυτόχρονα αίθουσες νοσοκομείων, καμπίνες φορτηγών ή, πιο διακριτικά, τα συρτάρια των αστών, συγκροτώντας έτσι μια πραγματική αδελφότητα των θαυμαστών του Aslan.
Εικονογράφος ολκής, σχεδίασε τόσο τον Πινόκιο όσο και τα παραμύθια του Perrault, προτού αφήσει ελεύθερη τη φαντασία του για χάρη του Crazy Horse, του l’Olympia, του Casino de Paris και των Folies Bergère. Ξέροντας πώς να εναλλάσσει γκλάμουρ και παραστατική γλυπτική, ο Aslan θεωρείται ένας καλλιτέχνης με κοφτερή και τολμηρή γραμμή μεν, αλλά ντελικάτη.
Το 1968, φτιάχνει την προτομή της Μπριζίτ Μπαρντό ως Marianne, την αλληγορική μορφή της γαλλικής Δημοκρατίας, κατόπιν παραγγελίας της Ένωσης Εθνικών Μουσείων. Θα παραχθεί σε πάνω από 20.000 αντίτυπα και θα στηθεί στα Δημαρχεία, γεννώντας μια καινούργια παράδοση. Δέκα χρόνια αργότερα σμιλεύει μια νέα Μαριάν, τούτη τη φορά με τα χαρακτηριστικά της Μιρέιγ Ματιέ. Το 1986 είναι η σειρά του Αλέν Ντελόν κι ένα χρόνο μετά της Δαλιδά, υπογράφοντας δύο μπούστα, ένα για να τοποθετηθεί στον τάφο της κι ένα για την πλατεία που φέρει το όνομά της στη Μονμάρτρη.
Ο Aslan πέθανε ένα Φεβρουάριο πριν από επτά χρόνια. Έχοντας εγκατασταθεί στον Καναδά από το 1995, ζωγράφιζε μεγάλους καμβάδες με λάδι και γκουάς ή πάνω σε αλουμίνιο, σχεδίαζε με μολύβι, έκανε ακουαρέλες. Ο Ηδονίξ αυτός δημιούργησε μια νέα εικαστική γλώσσα και τα pin-ups του έχουν εντυπωθεί διά παντός στο πλανητικό υποσυνείδητο.
Έλεγε: «Τρέφω για τη γυναίκα άμετρη αγάπη, ένα αίσθημα που δεν έχει σχέση με τις ευτελείς ορμές που ξυπνάνε στους άντρες όταν βλέπουν αυτές τις υπαινικτικές εικόνες. Έχω πραγματικό καλλιτεχνικό πάθος για την ομορφιά της γυναίκας. Το ον και όχι το αντικείμενο, που είναι το πιο δύσκολο να αναπαραστήσεις…»
Διότι ο Aslan θέλει να αιχμαλωτίσει το βλέμμα. Τίποτα δεν πρέπει να το αποσπάσει από τη θέαση του σαγηνευτικού, τροπαιοφόρου Pin-up. Στο πλαίσιο αυτής της σχέσης που θέλει να συνάψει μεταξύ του δημιουργήματός του και του παραλήπτη, το πρόσωπο παίζει πρωταρχικό ρόλο, ιδίως το βλέμμα. Πολύ γρήγορα, εξάλλου, δείχνει προτίμηση για τα κρυστάλλινα και υπνωτικά γαλάζια μάτια. Τα κορίτσια του δεν τα κλείνουν ούτε τα αποστρέφουν, αλλά τα ανοίγουν για να κοιτάξουν τον κόσμο και τους άντρες. Είναι σαν να λένε, σίγουρες για τον εαυτό τους, «Υπάρχω, σε βλέπω, σεβάσου με».
Πότε κατεργάρικες, πότε σκανδαλιάρικες, πότε προκλητικές, ενίοτε αθώες αλλά σπάνια υποταγμένες, οι γυναίκες του Aslan σε μαγνητίζουν και σε παθιάζουν. Απευθύνουν μια πρόσκληση που, όμως, ποτέ δεν συνεπάγεται εγκατάλειψη, αλλά κοινωνία… ή απλά ένα παιχνίδι, αλλά για δύο.
Ύστερα είναι η απαράμιλλη τεχνική του, στο επίπεδο της οποίας ποτέ δεν κατάφεραν να φτάσουν οι διάδοχοί του. Οι αποχρώσεις της σάρκας, ο χειρισμός των χρωμάτων και των όγκων που συχνά μεγαλύνονται από ένα φόντο σε πλακάτο λευκό είναι μοναδικά.
Φυσικά, χρησιμοποιούσε φωτογραφίες. Μετά έκανε τη σύνθεση παίρνοντας ένα μπράτσο από δω, ένα ρούχο από κει, προσθέτοντας ένα άλλο πρόσωπο στο σύνολο. Μόλις το μωσαϊκό του ολοκληρωνόταν, έπαιρνε το μολύβι του και σμίλευε με διαδοχικές στρώσεις γκουάς ώσπου να πετύχει το αποτέλεσμα που έψαχνε.
Όλα αυτά μπορεί να φαίνονται εύκολα, αλλά το πλήθος των εκδοχών του ίδιου σχεδίου που βρέθηκαν σε κάνουν να συνειδητοποιήσεις το βάθος και την πολυμορφία του ταλέντου του. Συν ότι έπρεπε να λάβει υπ’ όψιν του τα ήθη της εποχής και τη λογοκρισία. Για να το αντιληφθούμε, θα σας δώσω ένα μικρό χρονολόγιο 6 σταδίων της εξέλιξης των γυμνών του:
– 1964-1968: Το 1963, ο Daniel Filipacchi εκδίδει το Lui. Το πρώτο pin-up του Aslan δημοσιεύεται σε ολοσέλιδο στο τεύχος 7 του Ιουνίου 1964. Ο γαλλικός Τύπος έχει ακόμα προβλήματα με τη λογοκρισία κι έτσι ο ερωτισμός των σχεδίων του Aslan παραμένει διακριτικός με το στήθος μόλις να αποκαλύπτεται.
– 1968-1971: Η χρονιά που όλα αλλάζουν… ή σχεδόν. Τα pin-ups του Aslan καθιερώνονται, αλλά η γύμνια του εφηβαίου δεν είναι ανεκτή. Πρέπει να περιμένουμε το τεύχος 95, για να κάνουν ντροπαλά την εμφάνισή τους λίγες τριχούλες.
– 1972-1974: Πρόκειται για μεταβατική περίοδο με την ήβη να ορθώνεται και τα pin-ups να ξεγυμνώνονται. Ο Aslan προσπαθεί όλο και περισσότερο να ζωγραφίσει το ιδεώδες της ξανθιάς. Μια «πυρετώδης αναζήτηση του χρυσόμαλλου δέρατος».
– 1975-1976: Ο ΟΗΕ αναγνωρίζει το 1975 ως Διεθνές Γυναικείο Έτος. Το ρεαλιστικό σχέδιο του Aslan επιβάλλεται ακόμα περισσότερο. Οι οπτικές γωνίες και οι πόζες αποκτούν μεγαλύτερη ποικιλία.
– 1976-1979: Η εξέλιξη των ερωτικών κωδίκων ωθεί τον Aslan να το πάει ακόμα παραπέρα. Το σχέδιό του γίνεται υπερ-ρεαλιστικό: κάθε εικονογράφηση του παίρνει κατά μέσον όρο 60 ώρες για να την ολοκληρώσει.
– 1979-1982: Η δεκαετία του ’80 σηματοδοτεί τη γενίκευση της πορνογραφίας. Ο Aslan παρακολουθεί την εξέλιξη, χωρίς να απαρνείται ωστόσο όσα χαρακτηρίζουν το στυλ του: η χυδαιότητα -που σιχαινόταν- δεν υπάρχει πουθενά. Εξ ου και χαρακτηρίστηκε ως «εφευρέτης του porno chic πριν της ώρας του».
Διαβάστε ακόμα: Αλέξ Βαρέν, ο Roy Lichtenstein του κώλου.