«Η βασική μου θέση στη ζωή είναι ότι πρέπει να σεβόμαστε τον άλλο άνθρωπο».

Ένα πλάσμα γήινο και ταυτόχρονα αέρινο είναι η Αθηνά. Αν την παρατηρήσεις με προσοχή, από μακριά και λίγο πιο κοντά, θα αντιληφθείς αμέσως τη δύναμη αλλά και τη διακριτικότητά της. Είναι σθεναρή και μπορεί να χτυπήσει το τακούνι σαν μια χορεύτρια fados, πάντα όμως χωρίς φόρα. Σταθερά και μόνο με αιτία. Συζητώντας μαζί της ένιωσα τον βαθύ σεβασμό της για τους ανθρώπους, κάτι όχι και τόσο σύνηθες.

Νομίζω πως αυτό που είπε ο Καντ για την ελευθερία μας που σταματά εκεί που αρχίζει η ελευθερία των άλλων είναι για εκείνη πυξίδα ζωής. Είναι μια γυναίκα που δεν σταματά να παρατηρεί, εαυτόν και άλλους, να δίνεται στη δουλειά της και να αναγνωρίζει ευτυχείς στιγμές στο σύμπαν της που μόνο δίκαιο το ονειρεύεται. Δεν είναι τυχαίο που αγαπά τόσο απόλυτα και αγαπιέται εξίσου απόλυτα.

«Ο Αιμίλιος μπορεί να έχει αυτό το ψαρωτικό ύφος αλλά κατά βάθος είναι ένα πολύ τρυφερό πλάσμα».

– Στο μυαλό μου σας ορίζω, χωρίς να σας γνωρίζω καλά, από διαίσθηση μόνο, με κάποιους χαρακτηρισμούς όπως αγαπημένη σύντροφος, καλή ηθοποιός, χαμηλών τόνων και διακριτικός άνθρωπος, γυναίκα που δουλεύει πολύ. Αν αληθεύουν όλα, ποια είστε ακριβώς; Ξέρετε;
Η βασική μου θέση στη ζωή είναι ότι πρέπει να σεβόμαστε τον άλλο άνθρωπο και για να το κάνουμε αυτό, πρέπει πρώτα να σεβόμαστε τον εαυτό μας. Προφανώς αυτό υπήρχε ανέκαθεν μέσα μου – είτε DNAικά είτε από την  οικογένεια και το κοντινό μου περιβάλλον. Πάντα με ενοχλούσε όταν οι άνθρωποι σκέφτονται μόνο τον εαυτό τους και δεν προσπαθούν να αντιληφθούν μήπως κάτι που κάνουν μπορεί να ενοχλεί κάποιον. Οπότε οι χαρακτηρισμοί που περιγράφετε – αν ισχύουν, ξεκινούν από εκεί.

«Ο Αιμίλιος πληγώνεται πολύ εύκολα και ίσως η στάση του αυτή να είναι ένας τρόπος άμυνας».

– Θα συμπληρώσω ότι διακρίνω μια καθαρότητα και μια δύναμη, χωρίς επιθετικότητα – σπάνιος συνδυασμός. Και βεβαίως – πώς αλλιώς να είναι κάποια σύντροφος ζωής του Αιμίλιου Χειλάκη…
Ο Αιμίλιος μπορεί να έχει αυτό το ψαρωτικό ύφος αλλά κατά βάθος είναι ένα πολύ τρυφερό πλάσμα, με πολλές ευαισθησίες. Μπορεί να δείχνει ότι είναι πάρα πολύ δυνατός και αυστηρός, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι έτσι, πληγώνεται πολύ εύκολα και ίσως η στάση του αυτή να είναι ένας τρόπος άμυνας.

«Μεγάλωσα σε μια «διπολική» οικογένεια, με την έννοια ότι ήταν χωρισμένοι οι γονείς μου, οπότε υπήρχαν δύο σπίτια, δύο οικογένειες, δύο διαφορετικές συνθήκες πραγματικότητας».

– Αλήθεια, πώς ήσασταν μικρό κορίτσι – έχετε αλλάξει πολύ;
Συνειδητοποιώ πως αυτό που έχω καταλήξει να είμαι, είναι και αυτό που θυμάμαι από τον εαυτό μου μικρό. Οι άνθρωποι βέβαια, κατά τη διάρκεια των παιδικών χρόνων και της εφηβείας, καθοριζόμαστε από εξωτερικούς παράγοντες και συνθήκες που στη διαδρομή ίσως και να χάνουμε. Το ευτύχημα είναι να ξαναπροσδιορίζεται αυτό που χάνεται. Αντιλαμβάνομαι λοιπόν πως όσα ξαναπροσδιορίσει δεν διαφέρουν και πολύ από όσα ήμουν ως παιδί.

»Γενικά μεγάλωσα σε μια «διπολική» οικογένεια, με την έννοια ότι ήταν χωρισμένοι οι γονείς μου, οπότε υπήρχαν δύο σπίτια, δύο οικογένειες, δύο διαφορετικές συνθήκες πραγματικότητας – άλλοι κανόνες στο ένα σπίτι, άλλοι στο άλλο. Όφειλα λοιπόν να βρω έναν τρόπο να υπάρχω μέσα σ’ αυτούς τους κανόνες, πολλές φορές αναγκαστικά βέβαια, με αποτέλεσμα στη διάρκεια των χρόνων να μην ξέρω τι είναι τελικά αυτό που εγώ ήθελα. Έκανα πολλή δουλειά με τον εαυτό μου, για να καταλάβω τι είναι αυτό που η Αθηνά θέλει, παράλληλα με την προσπάθεια του μικρού παιδιού που θέλει να ευχαριστήσει τόσα πρόσωπα γύρω του. Το τελευταίο είχε ως αποτέλεσμα το «βαρύ» σύνδρομο του καλού παιδιού -θυμάμαι όταν πήγαινε η μαμά μου να πάρει τους βαθμούς μου στο σχολείο, η έγνοια μου κυρίως ήταν να της πουν οι δάσκαλοι πόσο καλό παιδί είμαι παρά πόσο καλή μαθήτρια.

«Έκανα πολλή δουλειά με τον εαυτό μου, για να καταλάβω τι είναι αυτό που η Αθηνά θέλει».

– Η απόφαση να γίνετε ηθοποιός ήταν του «καλού» ή του «κακού» παιδιού;
Ήταν του «πραγματικού» παιδιού. Ήταν δική μου επιλογή και ανάγκη – και μάλιστα από πολύ μικρή. Θυμάμαι σαν χθες μια παράσταση που είχαμε πάει να δούμε με τους γονείς μου, τα Μπαλέτα Μπεζάρ στο «Μπολερό», όπου είχα μείνει άφωνη. Ήμουν τότε μόλις τριάμισι ετών. Αισθανόμουν ότι κάτι καταπληκτικό συμβαίνει μπροστά μου -κι αυτό ήταν ο πρώτος σπόρος. Έκτοτε παρακολουθούσαμε συχνά με τη μητέρα μου πολλές παραστάσεις. Στη Γ’ Λυκείου, είπα ότι θα έδινα Πανελλήνιες αλλά και στη Δραματική Σχολή. Δεν είχα βέβαια καμία αντίσταση από τους δικούς μου.

«Αυτό που κατάλαβα αμέσως είναι ότι σ’ αυτή τη δουλειά, δεν γίνεται τίποτα χωρίς βάσανο και κόπο».

– Όταν αρχίσατε να ασχολείστε με την υποκριτική, ήταν μια εύκολη «πίστα» για σας, είχατε ευχέρεια ή αντιμετωπίσατε δυσκολίες;
Αυτό που κατάλαβα αμέσως είναι ότι σ’ αυτή τη δουλειά, δεν γίνεται τίποτα χωρίς βάσανο και κόπο. Ακόμη κι αν, μέσα στα χρόνια, αποκτάς την εμπειρία και την τεχνική και τα πράγματα γίνονται πιο βατά, κάθε φορά βρίσκεσαι σε ένα σημείο που νομίζεις ότι είσαι στην αρχή.

«Στη Γ’ Λυκείου, είπα ότι θα έδινα Πανελλήνιες αλλά και στη Δραματική Σχολή. Δεν είχα βέβαια καμία αντίσταση από τους δικούς μου».

– Η τεχνική λοιπόν είναι ένα σπουδαίο κομμάτι, δεν αρκεί μόνο το ταλέντο.
Η τεχνική είναι ένα τεράστιο κομμάτι αλλά μέσα στην τεχνική εντάσσω και τα ψυχικά εργαλεία που χρειάζεται ένας ηθοποιός. Πρέπει να φροντίζει τη φωνή του, το σώμα του, τις γνώσεις του κυρίως, γιατί η μελέτη περιέχει το στοιχείο της παρατήρησης, που είναι πολύ σημαντικό και αέναο – δεν σταματάει ποτέ. Το θέατρο λοιπόν τα περιέχει όλα αυτά -και το λέει πολύ ωραία ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, «Το θέατρο είναι μια καλοστημένη παγίδα. Ξέρουμε και εμείς οι ηθοποιοί που τη φτιάχνουμε στις πρόβες και ο θεατής ότι πρόκειται για μία συνθήκη αφήγησης και όχι για πραγματικότητα, και μετά, πρέπει να πέσουμε μέσα». Αυτό για μένα είναι ένας πάρα πολύ ωραίος ορισμός τού τι σημαίνει θέατρο. Τη στήνεις βέβαια αυτή την παγίδα πολύ «μαθηματικά» και κάποια στιγμή, μπορεί να σε ρουφήξει κιόλας -και το εννοώ με τον ευχάριστο τρόπο.

«Μια σχέση, οποιαδήποτε κι αν είναι αυτή, φιλική, γονεϊκή, ερωτική, επαγγελματική, στηρίζεται στην έννοια της συνεργασίας».

– Πόσο δύσκολο ή εύκολο είναι για ένα ζευγάρι να κάνουν και οι δύο την ίδια δουλειά;
Ίσως φανεί κυνικό αυτό που θα πω αλλά για μένα δεν είναι. Μια σχέση, οποιαδήποτε κι αν είναι αυτή, φιλική, γονεϊκή, ερωτική, επαγγελματική, στηρίζεται στην έννοια της συνεργασίας. Συνεργάζεσαι με τον άλλον και από κοινού, με έναν τρόπο, ασυναίσθητα, συναισθηματικά ή μη, συνεννοείσαι για το τι προσφέρει ο καθένας. Αυτό λοιπόν, όσον αφορά εμένα και τον Αιμίλιο, το ότι συνεργαζόμαστε ακόμα και επαγγελματικά, στηρίζεται σε μία βαθιά και ουσιαστική συναισθηματική συνεργασία. Φυσικά συμβαίνουν τα πάντα – κολλήματα, προβλήματα, αντιρρήσεις, ανάληψη ευθύνης, όπως σε όλες τις συνεργασίες. Όταν όμως κάποιος ενηλικιώνεται, οφείλει να βρίσκει τα εργαλεία για να προχωράει παρακάτω και να το φροντίζει αυτό με πολλή τρυφερότητα.

«Όταν κάποιος ενηλικιώνεται, οφείλει να βρίσκει τα εργαλεία για να προχωράει παρακάτω».

– Στη δουλειά όμως, σε μια δύσκολη στιγμή που δεν αφορά τους δυο σας, δεν σας έχετε την τάση να τον προστατεύσετε με έναν τρόπο;
Αν δω ότι κάτι δεν κατάλαβε καλά, σε μια οδηγία του σκηνοθέτη ας πούμε, θέλω να του το πω εγώ με τον τρόπο που γνωρίζω ότι θα το καταλάβει. Παλιότερα, έπαιρνα και λίγο τον ρόλο της μαμάς. Όταν κατάλαβα όμως ότι αυτό είναι ένα άχρηστο πράγμα, που μόνο προβλήματα δημιουργεί, το σταμάτησα, γιατί δεν είναι αυτή η σχέση μας.

»Πρέπει κανείς να ορίζει ξεκάθαρα την κάθε σχέση του, γιατί όταν αυτό το μπερδεύουμε εμείς οι άνθρωποι, δημιουργείται μια τεράστια σύγχυση, η οποία μας οδηγεί σε πολύ μεγάλα αδιέξοδα. Οπότε η στάση μου είναι η εξής: εγώ αρθρώνω με τρυφερότητα και ενδιαφέρον αυτό που καταλαβαίνω ως Αθηνά και από ‘κει και πέρα ο άλλος κανονίζει είτε να το ακούσει είτε να το πετάξει και να κάνει αυτό που λέει το κεφάλι του ή η καρδιά του. Δεν θα επέμβω περισσότερο.

«Παλιότερα, έπαιρνα και λίγο τον ρόλο της μαμάς. Όταν κατάλαβα όμως ότι αυτό είναι ένα άχρηστο πράγμα».

– Ασχολείστε με τον εαυτό σας καθόλου ή πάντα νοιάζεστε και για τους δυο σας στη δουλειά;
Τα τελευταία χρόνια ασχολούμαι με τον εαυτό μου πάρα πολύ, γιατί έχω μάθει να μπορώ να ξεχωρίζω τι με αφορά προσωπικά και τι όχι. Θεωρώ ότι όταν ένας άνθρωπος τα παίρνει όλα προσωπικά, διακατέχεται από έντονη αίσθηση ναρκισσισμού αφού νιώθει ότι όλα περιστρέφονται γύρω από αυτόν. Όπως και το αντίθετο είναι άλλη αναπηρία, γιατί τότε δεν καταλαβαίνει πού είναι η δική του ευθύνη που πρέπει να αναλάβει και να φέρει σε πέρας. Αυτός είναι λοιπόν ο διαχωρισμός, να καταλαβαίνω κάθε φορά, σε ό,τι συμβαίνει, αν πρέπει να κάνω εγώ κάτι γι’ αυτό ή να κάνω πίσω γιατί δεν με αφορά και να αφήσω τον άλλο να φροντίσει να το λύσει μόνος του.

«Όπως στη ζωή, έτσι και στο θέατρο, δεν αρέσουν όλα σε όλους, οι άνθρωποι έχουμε τις αντιρρήσεις μας, τις αντιδράσεις, τις αντιστάσεις μας».

– Έχει τύχει να ακούσετε να κάνουν συγκρίσεις για τους δυο σας, όταν παίζετε μαζί;
Αυτό είναι αστείο, γιατί τις συγκρίσεις τέτοιου είδους τις κάνουν συνήθως τα πολύ κοντινά μας πρόσωπα – δηλαδή η μαμά του ή κάποιοι φίλοι μας. Όμως, το μεγάλο προτέρημα αυτού του γλυκού, υπέροχου, τρυφερού ανθρώπου που λέγεται Αιμίλιος είναι ότι ποτέ δεν είναι ανταγωνιστικός -ίσα ίσα, πραγματικά συγκινούμαι πολύ βαθιά όταν κάποιες φορές φτάνει να το παρακάνει, λέγοντας ότι εγώ κάνω διάφορα πράγματα καλύτερα. Είμαστε δυο πολύ διαφορετικοί χαρακτήρες, αλλά το μαγικό είναι ότι υπάρχει η επιθυμία αυτού του διαφορετικού.

«Το μεγάλο προτέρημα αυτού του γλυκού, υπέροχου, τρυφερού ανθρώπου που λέγεται Αιμίλιος είναι ότι ποτέ δεν είναι ανταγωνιστικός».

– Σε τι είδους έργα σάς αρέσει να παίζετε;
Δεν έχω τέτοιου είδους προτιμήσεις. Φυσικά μου αρέσουν ιδιαίτερα κάποιοι συγγραφείς που με συγκινούν υπαρξιακά, όπως ο Τσέχωφ και ψιθυρίζω μέσα μου, ότι θα ήθελα να κάνω ό,τι έχει γράψει αυτός ο άνθρωπος, αλλά το κύριο μέλημά μου είναι οι συνεργάτες.

– Με τον Δημήτρη Καραντζά είχατε συνεργαστεί στο παρελθόν;
Όχι, δεν είχαμε ξανασυνεργαστεί. Είναι πολλά χρόνια που γνωριζόμαστε και θέλαμε να δουλέψουμε μαζί, όμως δεν είχαμε την τύχη να συναντηθούμε. Φέτος λοιπόν, που συναντηθήκαμε, στις «Τρεις Αδελφές» του Τσέχωφ, πραγματικά είναι από τις φορές που ως άνθρωπος και ως ηθοποιός νιώθω πολύ περήφανη.

«Μου αρέσουν ιδιαίτερα κάποιοι συγγραφείς που με συγκινούν υπαρξιακά, όπως ο Τσέχωφ».

– Είδα την παράσταση, ομολογώ πως μου άρεσε πάρα πολύ και προσπαθώ να καταλάβω τι είναι αυτό το μαγικό που έχει. Εσείς τι πιστεύετε;
Για μένα, είναι δύο πράγματα. Το ένα είναι ο τρόπος και το βλέμμα του Δημήτρη, εννοώ το πώς έσκυψε πάνω στο κείμενο. Έκανε μια μεγάλη βουτιά σε μια περιοχή μνήμης των τριών αυτών γυναικών που τις καθόρισε. Επίσης, με έναν τρόπο, συνειδητά ή ασυνείδητα, το ίδιο ήταν το ζητούμενο από εκείνον για μας – να κάνουμε αυτή τη βουτιά.

»Το δεύτερο που θεωρώ μαγικό είναι ότι ο τρόπος με τον οποίο έγιναν οι πρόβες, μας έκανε να ενωθούμε εμείς οι ηθοποιοί τόσο πολύ σκηνικά και πιστέψαμε τόσο πολύ σ’ αυτό, που είμαστε πολύ ανοιχτοί ο ένας προς τον άλλο, κάτι που δεν είναι πάντα αυτονόητο. Αυτό λοιπόν δημιουργεί μια μεγάλη έκρηξη συναισθημάτων, που μεταδίδεται στους θεατές. Φυσικά, όπως στη ζωή, έτσι και στο θέατρο, δεν αρέσουν όλα σε όλους, οι άνθρωποι έχουμε τις αντιρρήσεις μας, τις αντιδράσεις, τις αντιστάσεις μας. Άσχετα, λοιπόν, με το αν το αποτέλεσμα είναι γενικότερα ή ειδικότερα αποδεκτό, για μένα η συγκεκριμένη συνθήκη είναι από τις σπάνιες συναντήσεις στην επαγγελματική μου ζωή.

«Ο καθένας ορίζει τα πράγματα με βάση τις εμπειρίες του, τις σκέψεις του, τα συμπλέγματά του, τη στιγμή του».

– Γενικά πάντως δεν νομίζω να βρεθεί κάποιος να πει ότι δεν του άρεσε καθόλου αυτό το έργο. Είναι σαν αυτό που λέμε για την ομορφιά, δηλαδή μπορεί κάτι να μην αρέσει σε μας αλλά αντικειμενικά παραδεχόμαστε ότι είναι ωραίο.
Κι όμως, έχω ακούσει ότι υπάρχει μια αίσθηση ότι είτε αρέσει πολύ είτε δεν αρέσει καθόλου – και το βρίσκω ανθρώπινο κι αυτό, όπως είπα προηγουμένως. Δεν υπάρχει σωστό ή λάθος πάντα, όπως δεν υπάρχει και μία αλήθεια. Ο καθένας ορίζει τα πράγματα με βάση τις εμπειρίες του, τις σκέψεις του, τα συμπλέγματά του, τη στιγμή του. Εξάλλου αν όντως ήταν αντικειμενικά τα πράγματα, ίσως η ζωή να ήταν βαρετή. Τα διλήμματα είναι που μας προχωράνε μπροστά, αυτή η αντιπαλότητα αν κάτι είναι σωστό ή λάθος, που τελικά είναι ένα ερώτημα που δεν υφίσταται επί της ουσίας.

«Τα διλήμματα είναι που μας προχωράνε μπροστά».

– Πείτε μου και γι’ άλλες τέτοιες μαγικές θεατρικές συναντήσεις…
Πρώτα απ’ όλα, οφείλω πάρα πολλά, για τον τρόπο και την αντίληψη που υπάρχω σ’ αυτή τη δουλειά, στον Βασίλη Παπαβασιλείου. Στην αρχή της πορείας μου είχα την τύχη να δουλέψω αρκετές φορές μαζί του. Είναι ένας άνθρωπος που χαίρεσαι να τον ακούς να μιλάει -για τον τρόπο που χρησιμοποιεί τη γλώσσα, τον τρόπο που διατυπώνει τη σκέψη του, τα χιλιάδες πράγματα που έχει διαβάσει. Είναι βαθιά ευγενής και με πολύ χιούμορ. Το φοβερό που μου έχει πει και μπορεί εκείνη τη στιγμή να ήταν σαν ένα μικρό πένθος, ήταν στην τελευταία μας συνεργασία, στο «Αν μια νύχτα του χειμώνα…», που γύρισε και μου είπε, «Αθηνά, νομίζω ότι τώρα πια δεν με χρειάζεσαι».

»Στην αρχή το παρεξήγησα, πίστεψα ότι εκείνος δεν ήθελε να δουλέψει άλλο μαζί μου, αλλά κατάλαβα ότι όταν οι άνθρωποι αγαπάμε, πρέπει να ελευθερώνουμε αυτούς που αγαπάμε και να τους αφήνουμε να συνεχίσουν κι ας μην είμαστε πια στη ζωή τους. Αυτό μάλιστα ισχύει σε κάθε σχέση, οποιασδήποτε μορφής, και πάντα ο χρόνος έρχεται κάποια στιγμή να το επαληθεύσει. Θέλω επίσης να αναφερθώ στον Νίκο Παναγιωτόπουλο, που ήταν ο λόγος της καθόδου μου στην Αθήνα και για αρκετά χρόνια ήταν η οικογένειά μου, γιατί εκείνη την εποχή δεν ήξερα ακόμη κανέναν εδώ και το σπίτι του ήταν πάντα ανοιχτό για μένα.

«Οφείλω πάρα πολλά, για τον τρόπο και την αντίληψη που υπάρχω σ’ αυτή τη δουλειά, στον Βασίλη Παπαβασιλείου».

– Τον Αιμίλιο πότε τον γνωρίσατε;
Ήταν το 2004, είμαστε δεκαέξι χρόνια μαζί και νομίζω ότι αμέσως καταλάβαμε ότι επρόκειτο για κάτι καρμικό, δηλαδή ότι είμαστε ο ένας για τον άλλον. Με δυσκολίες, φυσικά, δεν ήταν όλα τέλεια ξαφνικά, αλλά κατά βάθος ήταν σαν να το ξέραμε ότι θα παραμέναμε μαζί.

– Σας λείπει κάτι, έχετε κάποια επιθυμία;
Μπορεί κάποιες στιγμές να μου λείπει η ξεκούραση, αλλά γενικά δεν έχω ανεκπλήρωτες επιθυμίες. Είμαι αυτάρκης άνθρωπος και πιστεύω ότι για να ζητήσεις κάτι, πρέπει να ξέρεις αν ο άλλος έχει να στο δώσει, γιατί πολλές φορές μπορεί να είμαστε σε ανάγκη και προσπαθώντας να φροντίσουμε αυτή την ανάγκη μας, απευθυνόμαστε στους γύρω μας. Ο άλλος όμως ίσως να μην μπορεί να καλύψει τη συγκεκριμένη ανάγκη σου και μετά να τον κατηγορήσουμε ότι δεν μας στάθηκε τη στιγμή που τον θέλαμε. Δεν είναι όμως πάντα έτσι.

 

Μαλλιά-Μake up Αrtist: Κατερίνα Χατζάκη (Hair Heaven, Φαλήρου 46, Κουκάκι, Αθήνα 210 9221261)
Μαύρο φόρεμα: Liu Jo, 189€.
Διατίθεται σε επιλεγμένα καταστήματα.

//INFO
«Τρεις αδελφές», Θέατρο Βεάκη, Στουρνάρη 32, τηλ. 210 5223 522

 

Διαβάστε ακόμα: Βασίλης Παλαιολόγος: «Εχω περάσει δύο μεγάλες κρίσεις πανικού. Κατέληξα ακόμη και στο νοσοκομείο».

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top