«Ο καλύτερος τρόπος ν’ αρχίσεις είναι να πεις: ο Baltus είναι ένας ζωγράφος για τον οποίο δεν ξέρουμε τίποτα. Και τώρα, ας δούμε τους πίνακες». Αυτή ήταν η λακωνική απάντηση που έδωσε στην Tate Gallery, όταν αυτή θέλησε να εμπλουτίσει τον κατάλογο της έκθεσης και με κάποια βιογραφικά στοιχεία του. Ο «Βασιλιάς των γάτων», τίτλος μιας αυτοπροσωπογραφίας του, ήταν πάντα ένα καλοκρυμμένο μυστικό, ένα κάστρο φτιαγμένο από μετάξι και σιωπή, απ’ όπου πότε-πότε στέλνονταν κάποια μηνύματα στον κόσμο.
Με τρυφερότητα, ο Φιλίπ Νουαρέ αναφερόταν στην ευγένειά του. Ο Πρίγκιπας Εμμανουήλ της Σαβοϊας δεν μπορούσε να ξεχάσει εκείνο το τσιγάρο το μονίμως βιδωμένο στα χείλη του. Παιδί-θαύμα για τον Ρίλκε, δεν έχανε ποτέ το χιούμορ του και ιδίως τον αυτοσαρκασμό του. Σε μάγευε. Ήταν ένα παζλ μοναδικό. Ο Αλμπέρ Καμί, ο Αντονέν Αρτό, ο Ρενέ Σαρ, ο μέγας τεχνοκριτικός Ζαν Κλερ έγραψαν για κείνον και τη ζωγραφική του. Και μαζί ένα σωρό φίλοι: ο Μπονάρ, ο Ντερέν, ο Φελίνι, ο Μπόνο, ο Ρίτσαρντ Γκιρ, ο Ντέιβιντ Μπάουι.
Γεννήθηκε στις 29 Φεβρουαρίου του 1908 στο Παρίσι κι έσβησε στις 18 Φεβρουαρίου 2001. Πολωνικής καταγωγής από την πλευρά του πατέρα του, ιστορικό τέχνης, ζωγράφο και σκηνογράφο, και ρωσικής από εκείνη της μητέρας του. Μοίρασε τη ζωή του ανάμεσα στη Γαλλία, την Ελβετία, τη Γερμανία, την Ιταλία. Φιλοτεχνώντας μια περσόνα δανδή και «φεουδαλικού» αριστοκράτη –έτσι περιέγραφε τον εαυτό του- ανήκε στις υψηλότερες τάξεις των Σλάβων και Ευρωπαίων ευγενών.
Ο κόμης Balthazar Klossowski de Rοla, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, δεν ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Τον καιρό που η αφηρημένη ζωγραφική μεσουρανούσε και οι Rothko και Pollock θριάμβευαν, εκείνος, ερωτευμένος με τον Pierro de la Francesca, επαναφέρει τον παραστατικό χώρο των αρχών του Quattrocento. Γι’ αυτόν, η καταφυγή στην αφαίρεση ήταν ανανδρία.
Το 1962, ο André Marlaux, τότε Υπουργός Πολιτισμού, τον ονομάζει Διευθυντή της Ακαδημίας της Γαλλίας στη Villa Medici. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, o Balthus αποφασίζει να αποσυρθεί μαζί με την Ιαπωνέζα γυναίκα του, Setsuko Ideta, στο Grand Chalet de Rossinière στην Ελβετία. Δεν επρόκειτο για συνταξιοδότηση. Δεν έκανε ποτέ διακοπές. Δούλευε καθημερινά. Ως την τελευταία του ώρα, συνέχιζε ακούραστα να ζωγραφίζει, μην μπορώντας να απελευθερωθεί από την εμμονή του «να κατακτήσει την ανυπαρξία».
Τα έργα του μπορεί να κατηγορήθηκαν ως αμφίσημα και διαστροφικά, όμως μόνο σ’ ένα πράγμα στόχευαν: την ομορφιά. Ο Baltus αγαπούσε εκείνα τα κορίτσια στην εφηβεία που παρίσταναν τα κοιμισμένα, εκείνα τα σώματα που μόλις έχουν ξυπνήσει στον πόθο, εκείνες τις εσωτερικές καταστάσεις χαύνωσης όπου τίποτα απ’ όσα μας περιστοιχίζουν δεν είναι πραγματικό. Όλες αυτές οι Αλίκες του μέσα στον καθρέφτη, οι βιβλιόφιλες, οι λαίμαργες διέθεταν μια λάμψη στο βλέμμα που υπεδείκνυε ότι η λογική δεν ήταν παρά κάτι ασήμαντο πάνω στο δέρμα του ανθρώπου και του κόσμου.
Και το προβοκατόρικο «Μάθημα κιθάρας» του 1934, το έκανε γιατί ήθελε να προκαλέσει το σκάνδαλο. Χάριν αυτής της καθαρά «αριστοκρατικής ηδονής να γίνεσαι δυσάρεστος», σύμφωνα με την αγαπημένη διατύπωση του Μποντλέρ.
Αλλά υπέφερε όταν τον κατηγορούσαν ότι ζωγραφίζει λολίτες. «Δεν ζωγραφίζω βιβλικές σκηνές, απαντούσε, αλλά ζωγραφίζω αγγέλους. Όλες οι γυναικείες εικόνες μου είναι άγγελοι, οπτασίες. Οι άνθρωποι πιστεύουν πως πρόκειται για ερωτισμό. Είναι απολύτως παράλογο. Η ζωγραφική μου είναι βαθιά θρησκευτική».
Όταν τον ρωτούσαν, προς το τέλος της ζωής του, αν προσευχόταν, εκείνος χάιδευε με το βλέμμα τους μισοτελειωμένους πίνακες του ατελιέ του. «Να οι προσευχές μου» έλεγε, και μετά έβαζε τα κλάματα.
Διαβάστε ακόμα: Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944), ο flâneur.