«Για να πάω στο εξωτερικό και για να εμφανιστώ κάπου έπρεπε να συμμετάσχω στους διαγωνισμούς, γιατί ήταν ο μόνος τρόπος για να πάρω διαβατήριο και τη σχετική άδεια από την τότε κομμουνιστική κυβέρνηση».

Στις 6 Ιουλίου 2021 μια ομάδα διακεκριμένων μουσικών παιδαγωγών και σολίστ από όλη την Ευρώπη και την Ελλάδα θα ανέβουν στη σκηνή του θεάτρου στην Αναργύρειο και Κοργιαλένειο Σχολή Σπετσών (ΑΚΣΣ) για την πανηγυρική, εναρκτήρια συναυλία της νέας διεθνούς θερινής μουσικής ακαδημίας, που από φέτος και κάθε καλοκαίρι θα φιλοξενείται στο κοσμοπολίτικο νησί και στις άρτιες εγκαταστάσεις του ιστορικού ιδρύματος.

Για τους ενδιαφερόμενους νέους μουσικούς που θα ήθελαν να παρακολουθήσουν τη δεκαήμερη ακαδημία, παραμένουν ακόμα μερικές θέσεις διαθέσιμες, με τελευταία πρόσκληση για αιτήσεις συμμετοχής την 20η Ιουνίου (early bird με σημαντική έκπτωση ως τη 10η Ιουνίου).

Με αυτή την αφορμή είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε με τον Bartek Niziol, ο οποίος θα διδάξει την τάξη του βιολιού. Γεννημένος στο Στέτιν της Πολωνίας το 1974, σπούδασε υπό την επίβλεψη της Jadwiga Kliszewska στο Πόζναν και του Pierre Amoyal στη Λωζάνη, και συμμετείχε σε Master Class των Zachar Bron, Ruggiero Ricci, Mauricio Fuks και Michael Frischenschlager.

«Όταν ξεκίνησα τη σταδιοδρομία μου, τη δεκαετία του ’80, και μέχρι το 1989, η Πολωνία ήταν μια κλειστή, κομμουνιστική χώρα».

«Υπάρχουν κάποιοι καλλιτέχνες που δεν πήραν ποτέ μέρος σε διαγωνισμούς και άλλοι που συμμετείχαν σε πάρα πολλούς».

Καταξιωμένος δεξιοτέχνης και νικητής πολλών διεθνών διαγωνισμών, είναι κορυφαίος στην Ορχήστρα της  Όπερας της Ζυρίχης, πρώτο βιολί στο  κουαρτέτο Valentin Berlinsky της Ζυρίχης, ενώ παράλληλα διδάσκει, ηχογραφεί και εμφανίζεται ως σολίστ σε όλο τον κόσμο παίζοντας σε βιολί Giuseppe Guarneri del Gesù του 1727.

Γνωρίσαμε έτσι έναν πολυσχιδή καλλιτέχνη και παιδαγωγό που περισσότερο από το να κατακτήσει τη διασημότητα τον ενδιέφεραν οι προσωπικές του επιλογές στη ζωή και η… μουσική.

– Πριν συμπληρώσετε τα είκοσί σας χρόνια είχατε συμμετάσχει σε δώδεκα διεθνείς διαγωνισμούς (στους περισσότερους από τους οποίους πήρατε το πρώτο βραβείο) με αρχή τον Διεθνή Διαγωνισμό Yehudi Menuhin για Νέους Βιολονίστες σε ηλικία 13 ετών και αποκορύφωμα τον Διαγωνισμό Marguerite Long-Jacques Thibaud σε ηλικία 19 ετών. Αυτό είναι ένα εντυπωσιακό επίτευγμα, αλλά ποιο είναι το νόημα της συμμετοχής σε τόσους πολλούς;

Όταν ξεκίνησα τη σταδιοδρομία μου, τη δεκαετία του ’80, και μέχρι το 1989, η Πολωνία ήταν μια κλειστή, κομμουνιστική χώρα. Για να πάω στο εξωτερικό και για να εμφανιστώ κάπου έπρεπε να συμμετάσχω στους διαγωνισμούς, γιατί ήταν ο μόνος τρόπος για να πάρω διαβατήριο και τη σχετική άδεια από την κυβέρνηση. Οι διαγωνισμοί ήταν επομένως η ευκαιρία να ταξιδέψω και να γνωρίσω άλλους ανθρώπους: καλλιτέχνες, καθηγητές, καλλιτεχνικούς πράκτορες.

– Σήμερα έχουν αλλάξει τα πράγματα; 

Σήμερα υπάρχει το διαδίκτυο και ίσως αρκεί να κάνεις ένα καλό βίντεο και να γίνεις διάσημος μέσω του YouTube, αλλά τότε τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά. Υπήρχαν πολλοί καλλιτέχνες που συμμετείχαν σε πολλούς διαγωνισμούς. Για παράδειγμα, ο Maxim Vengerov, ο οποίος έγινε διάσημος αφού κέρδισε το 1ο βραβείο στον διαγωνισμό Carl Flesch – ήμουν κι εγώ εκεί, πήρα το 4ο βραβείο – ή ο Vadim Repin, ο οποίος ήταν λίγο μεγαλύτερος από μένα και αργότερα κέρδισε τον διαγωνισμό Queen Elizabeth. Και οι δύο συμμετείχαν σε πολλούς διαγωνισμούς, όπως ο διαγωνισμός Wieniawski-Lipinski για νέους βιολιστές στο Lublin (Πολωνία).

Στην πανέμορφη Αναργύρειο και Κοργιαλένειο Σχολή Σπετσών θα διεξαχθεί φέτος για πρώτη φορά η θερινή ακαδημία για νέους μουσικούς.

– Είναι ανάγκη και σήμερα κάποιος νέος μουσικός να δοκιμαστεί σε διαγωνισμούς; 

Αν βρεις έναν πολύ καλό ατζέντη που επενδύει χρήματα σε σένα και σε προωθεί, τότε δεν χρειάζεται να πας σε άλλους διαγωνισμούς. Αλλά δεν είναι πάντα εύκολο να πεις τι είναι αρκετό: υπάρχουν κάποιοι καλλιτέχνες που δεν πήραν ποτέ μέρος σε διαγωνισμούς και άλλοι που συμμετείχαν σε πάρα πολλούς.

«Το να ταξιδεύω μόνος μου όλη την ώρα ήταν αρκετά καταθλιπτικό».

– Ποιος ήταν ο πιο σημαντικός διαγωνισμός για εσάς; 

Για μένα, ο πιο σημαντικός ήταν φυσικά ο διαγωνισμός Henryk Wieniawski στην Πολωνία, στο Πόζναν, ο οποίος είναι ο παλαιότερος στον κόσμο. Πήρα την πρώτη θέση εκεί το 1991, και ήταν πολύ σημαντικό, επειδή μετά έδωσα πολλές συναυλίες και έγινα γνωστός στην πατρίδα μου. Μετά επεδίωξα να κερδίσω κάποιο διαγωνισμό στο εξωτερικό και πήρα μέρος στο διαγωνισμό Jacques Thibaut στο Παρίσι το 1993, τον οποίο κέρδισα επίσης, και μετά πλέον είχα πολλές συναυλίες σε όλο τον κόσμο και είπα όχι άλλοι διαγωνισμοί! Έτσι, το ‘93 τελείωσαν οι διαγωνισμοί για μένα.

– Και ήταν η αρχή μιας σολιστικής σταδιοδρομίας, στην οποία όμως δεν επιμείνατε.

Ως νέος σολίστ, μετά τη νίκη μου στον διαγωνισμό, είχα πάρα πολλές συναυλίες. Ταξίδευα σε όλο τον κόσμο και εμφανιζόμουν παντού, στη Νότια Αφρική, στη Νότια και Βόρεια Αμερική, πάρα πολύ στην Ασία: Ιαπωνία, Κίνα, Κορέα, Ταϊβάν, Χονγκ Κονγκ…  και είχα αρχίσει να βρίσκω ότι το να ταξιδεύω μόνος μου όλη την ώρα ήταν αρκετά καταθλιπτικό. Συνειδητοποίησα έτσι ότι το να είμαι σολίστ ήταν πολύ δύσκολο για μένα. Είναι μια ζωή όπου είσαι σχεδόν όλη την ώρα μόνος και ο καλύτερος φίλος σου είναι το ξενοδοχείο σου, ο περισσότερος χρόνος που περνάς είναι σε αεροδρόμια και αεροπλάνα, οπότε ήμουν πλέον σίγουρος ότι αυτή δεν είναι η ζωή των ονείρων μου. Εκείνη τη στιγμή απολάμβανα αυτά τα ταξίδια, αλλά κατάλαβα ότι δεν ήταν κάτι που θα έκανα για πάντα.

– Έτσι γίνατε μουσικός ορχήστρας και συγκεκριμένα πρώτο βιολί (concertmaster).

Εκείνη την εποχή σπούδαζα στη Λωζάνη με τον διάσημο βιολιστή Pierre Amoyal και ήθελα να μείνω στην Ελβετία. Όμως το 1995 με το πολωνικό διαβατήριο δεν ήταν τόσο εύκολο να αποκτήσω άδεια παραμονής, για αυτό έψαχνα για δουλειά, όταν προκηρύχθηκε η θέση του concertmaster σε μια από τις καλύτερες ορχήστρες, την Tonhalle της Ζυρίχης. Κέρδισα την ακρόαση και τότε ήμουν σίγουρος ότι μπορούσα να μείνω στην Ελβετία με την οικογένειά μου, με τη γυναίκα μου και το μικρό μου αγόρι, τον Jacob. Αυτό μου έδωσε μια μικρή ασφάλεια, επειδή μπορούσα να μείνω στη χώρα που ήθελα να ζήσω και όπου εξακολουθώ να ζω και μου αρέσει πραγματικά. Μου αρέσει πραγματικά η Ελβετία. Τώρα είμαι και Ελβετός και Πολωνός πολίτης και είναι πραγματικά ένα από τα καλύτερα μέρη για να ζει κανείς στον κόσμο. Είναι τόσο κεντρική, κοντά σε όλα τα μέρη της Ευρώπης, είναι μια από τις πιο όμορφες χώρες, μπορείς να απολαύσεις τη φύση και είναι πολύ καλά οργανωμένη για τους μουσικούς.

«Το να είσαι σολίστας μερικές φορές σημαίνει απλώς να βρίσκεσαι μπροστά στην ορχήστρα και να παίζεις το σόλο σου».

«Αν βρεις έναν πολύ καλό ατζέντη που επενδύει χρήματα σε σένα και σε προωθεί, τότε δεν χρειάζεται να πας σε άλλους διαγωνισμούς» (Φωτογραφία: bartekniziol.com).

– Και αφήνει και χρόνο για διδασκαλία.

Όταν έγινα 30 ετών άρχισα να αναζητώ μια θέση καθηγητή, επειδή βρίσκω συναρπαστικό να κάνω πολλά διαφορετικά πράγματα, και μου αρέσει πραγματικά να δουλεύω με νέους ανθρώπους, όπως μου αρέσει επίσης να παίζω σόλο συναυλίες, μου αρέσει να παίζω στην ορχήστρα, και νομίζω ότι αυτό είναι πολύ πιο ενδιαφέρον από το να πάω και να παίξω 50 φορές το κονσέρτο του Τσαϊκόφσκι – αυτή είναι η δική μου γνώμη, τουλάχιστον. Απλώς πρέπει να οργανώνομαι πολύ καλά, έχω περιόδους όπου πραγματικά επικεντρώνομαι στο να παίζω σολίστ και να δίνω 10-15 συναυλίες, ενώ σε άλλη περίοδο της σεζόν κάνω άλλα πράγματα.

– Σε αυτά περιλαμβάνεται και η μουσική δωματίου.

Είναι τόσο σπουδαίο να έχεις αυτή τη δυνατότητα να παίζεις τα κουαρτέτα, είναι φανταστικό. Κάθε σολίστας θα πρέπει επίσης να παίζει στο κουαρτέτο, καταρχήν για να γνωρίσει το ρεπερτόριο, το οποίο είναι φανταστικό, και επίσης για να μάθει πώς ακούς άλλους μουσικούς, πώς αντιδράς με άλλους μουσικούς. Το να είσαι σολίστας μερικές φορές σημαίνει απλώς να βρίσκεσαι μπροστά στην ορχήστρα και να παίζεις το σόλο σου – αυτή είναι τουλάχιστον η γνώμη μου. Υπάρχουν πολλοί σολίστ που φαντάζουν υπέροχοι, στέκονται και παίζουν το κοντσέρτο, αλλά δεν υπάρχει πάντα πραγματικά “δράση και αντίδραση” με την ορχήστρα. Αυτό είναι κάτι που κάνεις στο κουαρτέτο. Για αυτό όλοι οι μουσικοί πρέπει να παίζουν μουσική δωματίου.

– Έχετε παίξει σε σπουδαία όργανα, σε  Stradivari και Guarneri. Ποιο είναι το αγαπημένο σας;

Είχα αυτή τη μεγάλη τύχη να παίξω δύο όργανα Stradivari, το πρώτο το απέκτησα ως concertmaster της Tonhalle Orchester και μετά από μερικά χρόνια μεταπήδησα στην Όπερα της Ζυρίχης και απέκτησα αυτό το όμορφο όργανο που κατασκευάστηκε από τον Guarneri del Jesu το 1727, το οποίο είναι το αγαπημένο μου. Υπάρχουν βιολιστές που είναι περισσότερο “τύπος Stradivari”, άλλοι που είναι περισσότερο “τύπος Guarneri”. Απολαμβάνω πολύ περισσότερο να παίζω σε ένα Guarneri επειδή έχει τόσο βαθύ ήχο, έχει τόση ζεστασιά. Το θέμα δεν είναι πόσο δυνατά μπορεί να παίξει ένα όργανο, αλλά τι είδους ηχητική ποιότητα έχει και τι είδους δυνατότητες σου δίνονται, ως βιολιστής όταν παίζεις σε ένα τέτοιο όμορφο όργανο. Τα Stradivari έχουν αυτόν τον ισχυρό ήχο, ο οποίος μεταφέρεται πάντα καλά στις μεγάλες αίθουσες, αλλά αυτός ο ζεστός ήχος που μπορεί να σου δώσει το Guarneri, αυτό βρίσκω ότι τους λείπει λίγο.

«Δεν είχα καθόλου κατάθλιψη την περίοδο της πανδημίας, μπορούσα να επωφεληθώ από αυτόν τον χρόνο, μπορούσα να μάθω νέο ρεπερτόριο».

– Πιστεύετε σε αντίστοιχες διαφορές ανάμεσα στις διάφορες σχολές, στυλ ή παραδόσεις βιολιού;

Φυσικά, αλλά εγώ πάντα αναζητούσα τον εαυτό μου. Είχα την ευκαιρία να κάνω μαθήματα με τους δασκάλους μου στην Πολωνία – η δασκάλα μου είχε σπουδάσει στις Βρυξέλλες, οπότε εκπροσωπούσε την πολωνική αλλά και τη γαλλοβελγική σχολή. Είχα την ευκαιρία να δουλέψω με τον Zakhar Bron μερικές φορές, αυτή ήταν η πραγματικά ρωσική σχολή, και στη συνέχεια σπούδασα επίσης στο Πανεπιστήμιο McGill στο Μόντρεαλ του Καναδά με τον Mauricio Fuks, ο οποίος υπήρξε μαθητής του Jascha Heifetz, οπότε γνώρισα επίσης λίγο από αυτή την αμερικανική σχολή, η οποία είναι στην πραγματικότητα η παλιά ρωσική σχολή. Αλλά για μένα αυτό που είναι σημαντικό είναι να αναζητήσω ένα προσωπικό παίξιμο.

– Διάβασα ότι παίζετε σε στυλ «belcanto».

Ήταν πάντα σημαντικό για μένα ο ήχος του βιολιού να θυμίζει στους ακροατές το τραγούδι.  Υποθέτω ότι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο γίνεται αυτή η σύγκριση του τρόπου που παίζω με τη φωνητική τεχνική του belcanto. Λατρεύω την όπερα, ο αγαπημένος μου συνθέτης είναι στην πραγματικότητα ο Puccini (γέλια). Απολαμβάνω να παίζω τα όμορφα σόλο ως concertmaster στην ορχήστρα της όπερας και να έχω την ευκαιρία να ακούω αυτούς τους σπουδαίους τραγουδιστές. Το λατρεύω!

– Και τι κάνατε κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όταν το θέατρο ήταν κλειστό;

Ήταν βέβαια μια δύσκολη περίοδος, αλλά ευτυχώς φαίνεται ότι τελειώνει. Για μένα σήμαινε χρόνο να μείνω λίγο περισσότερο με την οικογένειά μου, να έχω χρόνο να πάω βόλτα, να έχω χρόνο να εξασκηθώ πραγματικά χωρίς άγχος, οπότε απόλαυσα αυτό το διάστημα και νομίζω ότι πολλοί άνθρωποι το απόλαυσαν. Όχι, δεν είχα καθόλου κατάθλιψη, μπορούσα να επωφεληθώ από αυτόν τον χρόνο, μπορούσα να μάθω νέο ρεπερτόριο, έκανα πολλές ηχογραφήσεις κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι οποίες θα κυκλοφορήσουν σύντομα. Νομίζω ότι είναι όπως με όλα, κάποιοι άνθρωποι θα επωφεληθούν, κάποιοι άλλοι θα πάθουν κατάθλιψη. Αλλά η ζωή πρέπει να συνεχιστεί, νομίζω ότι μετά από αυτή την επανεκκίνηση οι άνθρωποι θα σκεφτούν περισσότερο για το αν πρέπει πραγματικά να ταξιδεύει κανείς τόσο πολύ, να είσαι τη μια μέρα στο Λονδίνο και την επόμενη στη Μόσχα, και κάθε χρόνο να πηγαίνεις πολλές φορές για διακοπές στο εξωτερικό. Φυσικά είναι σημαντικό για τις χώρες που ζουν από τον τουρισμό, αλλά εξακολουθώ να πιστεύω ότι ο κόσμος μπορεί να επωφεληθεί από αυτή την κατάσταση.

Σπουδαίοι μουσικοί θα διδάξουν στις αίθουσες της Αναργύρειου και Κοργιαλένειου Σχολής κατά τη διάρκεια του φετινού καλοκαιριού.

– Και τι καλό ηχογραφήσατε;

Κυρίως πολωνική μουσική. Με ενδιαφέρει πραγματικά να ανακαλύπτω μουσική που με κάποιο τρόπο συντέθηκε και στη συνέχεια ξεχάστηκε. Δεδομένου ότι κατάγομαι από την Πολωνία, ανακαλύπτω κυρίως Πολωνούς συνθέτες. Έχω ένα project ηχογράφησης όλων των πολωνικών σονατών που γράφτηκαν ποτέ, είναι ένα ανοιχτό project, έχω ήδη ηχογραφήσει 12 σονάτες και μπορείτε να τις ακούσετε ελεύθερα. Η τελευταία μου ανακάλυψη είναι ο Felix Yaniewicz, ένας Πολωνός συνθέτης που πήγε στο Παρίσι και αργότερα λόγω της Γαλλικής Επανάστασης μετακόμισε στο Λονδίνο και στη συνέχεια στη Σκωτία. Ήταν φίλος με τον Μότσαρτ, έγραψε 5 κοντσέρτα τα οποία θα ηχογραφήσω, καθώς και μουσική δωματίου για δύο βιολιά, την οποία ηχογράφησα κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Επίσης ανακάλυψα τον Sigismond Stojowski, διάσημο στην Αμερική, κυρίως για τα κομμάτια του για πιάνο, αλλά και για ένα κοντσέρτο για βιολί, το οποίο ηχογράφησα στο Εδιμβούργο με την BBC Scottish Orchestra.

«Θαυμάζω τόσο πολύ τον Λεωνίδα Καβάκο, ο οποίος είναι ένας από τους μεγαλύτερους μουσικούς σήμερα».

– Πώς αισθάνεστε που έρχεστε στην Ελλάδα για να διδάξετε;

Έχω βρεθεί δύο φορές στην Ελλάδα στο παρελθόν, πρώτα ως τουρίστας, επισκεπτόμενος την Αθήνα και τα νησιά με πλοίο, και στη συνέχεια με την Ορχήστρα της Όπερας της Ζυρίχης για μια συναυλία. Λατρεύω τους ελληνικούς μύθους, υπάρχουν τόσοι πολλοί, πρέπει κανείς να αφιερώσει χρόνο για να τους μάθει, είναι καταπληκτικοί. Παίζω συχνά τους «Μύθους» του Karol Szymanowski για βιολί και πιάνο, είναι τόσο σπουδαία έργα, και φυσικά είναι εμπνευσμένοι από την ελληνική μυθολογία. Τώρα λοιπόν ανυπομονώ για την Θερινή Ακαδημία MAAKSS και χαίρομαι που θα γνωρίσω Έλληνες μουσικούς και νέους βιολιστές. Θαυμάζω τόσο πολύ τον Λεωνίδα Καβάκο, ο οποίος είναι ένας από τους μεγαλύτερους μουσικούς σήμερα, και είχα επίσης την ευκαιρία να παίξω μαζί με τον Ηλία Καντέσα, που είναι γεμάτος ενέργεια. Είμαι επίσης φίλος με τον Θεόδωρο Κουρεντζή, είναι κατά τη γνώμη μου ένας από τους πιο ενδιαφέροντες μουσικούς στον κόσμο αυτή τη στιγμή, διηύθυνε την Όπερα της Ζυρίχης και ήταν μια σπουδαία εμπειρία.

 

// Εκτός από την εναρκτήρια συναυλία στις 6 Ιουλίου, στη διάρκεια της θερινής Μουσικής Ακαδημίας της  Αναργυρείου και Κοργιαλενείου Σχολής Σπετσών θα πραγματοποιηθεί αναδρομική έκθεση αφιερωμένη στον συνθέτη Ιάνη Ξανάκη (1922-2001), ο οποίος υπήρξε μαθητής της σχολής. Η έκθεση «ΧΧΧ = Xenakis3: ο μουσικός, ο μαθηματικός, ο μηχανικός» διοργανώνεται σε συνεργασία με την Μουσική Βιβλιοθήκη «Λίλιαν Βουδούρη» του Συλλόγου Οι Φίλοι της Μουσικής επιμέλεια Gabriella Spanòσε και θα διαρκέσει από τις 10 ως13 Ιουλίου 2021, ενώ θα γίνει παρουσίαση με ξενάγηση στα ελληνικά την Κυριακή 11 Ιουλίου και στα αγγλικά Δευτέρα 12 Ιουλίου.

Περισσότερες δράσεις για το κοινό αναμένεται να ανακοινωθούν στον ιστότοπο της MAAKSS.

 

Διαβάστε ακόμα: Dresden Music Festival: Τον Μάιο στην οθόνη, τον Ιούνιο στην αίθουσα

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top