Ο Μπράνα αρπάζεται από την ανέμελη εποχή του 9χρονου και τα σκόρπια περιστατικά για να μιλήσει για τα παιδικά του χρόνια (Φωτογραφία: Rob Youngson/Focus Features).

Επειδή οι κριτικοί  και οι κριτικές πολλές φορές στάθηκαν απέναντι στον Κένεθ Μπράνα λίγο άτσαλα,  καλό είναι να ρίξουμε μια ματιά σε μερικά από αυτά  που έχει κάνει όλα αυτά τα χρόνια στη δαιδαλώδη καριέρα του. Ο Μπράνα προσπάθησε να φέρει το κοινό κοντά στον Σαίξπηρ και το έργο του.

Έπαιξε και σκηνοθέτησε την ταινία «Χειμωνιάτικο Παραμύθι» καθώς και τις κινηματογραφικές μεταφορές των έργων του Σαίξπηρ «Πολύ κακό για το τίποτα», «Άμλετ» και «Αγώνας Αγάπης Άγονος» Το 1995 εμφανίστηκε ως Ιάγος στην κινηματογραφική μεταφορά του «Οθέλου» από τον Όλιβερ Πάρκερ και το 2006 σκηνοθέτησε τη μεταφορά της σεξπιρικής κωμωδίας «Όπως σας αρέσει».

O Mπράνα επιστρέφει στη μεγάλη πατρίδα, την παιδική ηλικία, στις φευγαλέες της στιγμές, στις σκόρπιες συγκινήσεις και στις εύφορες αναμνήσεις της.

Επίσης, σκηνοθέτησε κι έπαιξε στις ταινίες «Νεκροί Ξανά» και «Φρανκενστάιν της Μαίρη Σέλλεϋ». Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Μπράνα συνέχισε να σκηνοθετεί για το κινηματογράφο ταινίες, όπως τα «Παιγνίδια Μυαλού», ο «Thor»,  το «Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές». Στη συνέχεια σκηνοθέτησε και πρωταγωνίστησε στο «All Is True» (2018), που επικεντρώνεται στα τελευταία χρόνια του Σαίξπηρ.

Ο Κένεθ Μπράνα στα γυρίσματα της ταινίας με τον μικρό πρωταγωνιστή του Jude Hill (Φωτογραφία: Rob Youngson/Focus Features).

O Μπράνα, μετά από όλα αυτά κάνει μια μεγάλη παύση να πάρει μια δημιουργική ανάσα και ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να ησυχάσει για λίγο ο νους και να ημερέψει η καρδιά; Μα η επιστροφή στη μεγάλη πατρίδα, την παιδική ηλικία, τις φευγαλέες της στιγμές, τις σκόρπιες συγκινήσεις και τις εύφορες αναμνήσεις της.  Μέσα από την  ιστορία ενός μικρού παιδιού στο νότιο Μπέλφαστ στα τέλη της δεκαετίας του ’60 ο σκηνοθέτης τρέχει στις δικές του αναμνήσεις.

Αρπάζεται από την ανέμελη εποχή του 9χρονου και τα σκόρπια περιστατικά για να μιλήσει για τα παιδικά του χρόνια και ό,τι ακόμα επιπλέει στη επιφάνεια της μνήμης του από την εποχή εκείνη. Όλα όμως  θα διακοπούν απότομα, καθώς η κοινότητα που ανήκει και ζει αρμονικά ο μικρός, παρά τα προβλήματα της καθημερινότητας, θα διαταραχτεί από συγκρούσεις σε όλη την πόλη, με τη θρησκεία να πυροδοτεί το χωρίς μέτρο μίσος, τη χωρίς τέλος  σύγκρουση και τον χωρίς σκοπό πόλεμο. Καθολικοί εναντίον Προτεσταντών.

Ο Κένεθ Μπράνα σχεδίασε μια αυτοβιογραφική, ασπρόμαυρη ιστορία ενηλικίωσης με τις πολιτικές και κοινωνικές ταραχές στο φόντο των δικών του αναμνήσεων.

Οι γονείς του, ένα  ζευγάρι της εργατικής τάξης που ξέρει να ζει τον έρωτα του παρά τις οικονομικές δυσκολίες, προσπαθεί να τα βγάλει πέρα και ο πατέρας αναγκάζεται να δουλέψει στην Αγγλία. Όταν το μίσος θα κάτσει σαν καταχνιά πάνω σε όλη την πόλη και ο πόλεμος  θα φτάσει στην εξώθυρά τους, ο μικρός θα πρέπει να ενηλικιωθεί απότομα σε αβάσταχτα πυκνό χρόνο, ενώ οι γονείς του θα πρέπει να λάβουν δύσκολες αποφάσεις που θα τραυματίσουν τη ζωή τους, θα αναστείλουν τα σχέδιά  τους,  θα πληγώσουν τα όνειρά τους και θα παίξουν χωρίς τη θέλησή τους  το μέλλον της οικογένειας στα ζάρια της ανάγκης.

Η ασπρόμαυρη φωτογραφία ήταν μια καθοριστική απόφαση για τον Μπράνα (Φωτογραφία: Rob Youngson/Focus Features).

Ο Κένεθ Μπράνα σχεδίασε μια αυτοβιογραφική, ασπρόμαυρη ιστορία ενηλικίωσης με τις πολιτικές και κοινωνικές ταραχές στο φόντο των δικών του αναμνήσεων. Με δύο εκπληκτικά φωτογενείς ηθοποιούς στους ρόλους των γονιών του, τον Τζέιμι Ντόρναν και την Κατρίνα Μπαλφ του «Outlander» και με εννιά τραγούδια του Βαν Μόρισον να συνοδεύουν ηχητικά αυτό το παιχνίδι επιστροφής στο αγαπημένο Μπέλφαστ του σκηνοθέτη. Τη φωτογραφία της ταινίας υπογράφει ο μόνιμος τα τελευταία χρόνια συνεργάτης του Μπράνα,  ελληνοκύπριος  Χάρης Ζαμαμπαρλούκος.

Στο Belfast, δεν απασχολεί τον σκηνοθέτη το πολιτικό σκέλος, οι διαμάχες και οι προστριβές, δεν παίρνει θέση για κανένα από τα επίμαχα ζητήματα.

Στο Belfast, δεν απασχολεί τον σκηνοθέτη το πολιτικό σκέλος, οι διαμάχες και οι προστριβές, δεν παίρνει θέση για κανένα από τα επίμαχα ζητήματα. Αυτό που τον  ενδιαφέρει είναι η ανθρώπινη τραγωδία αλλά σε προσωπική κλίμακα, στον περίγυρό του. Δεν ξεμακραίνει να μιλήσει για τις κοινωνικές, πολιτικές και θρησκευτικές επιπτώσεις των πράξεων των κατοίκων της διχασμένης πόλης .

Σαν να φοβάται ότι θα χάσει το στόχο θα φύγει μακριά από αυτά που θέλει να πει κι αυτά που θέλει να μας ιστορήσει είναι αυτά που νιώθει ο 9χρονος πιτσιρικάς, ο οποίος προσπαθεί να ψηλαφίσει τον παράξενο κόσμο που φωνασκεί, ξιφουλκεί και τέλος σπαράσσεται γύρω του.

Εκείνο το καλοκαίρι του ’69 ο άνθρωπος πατούσε στο φεγγάρι και το Μπέλφαστ κυλιόταν στον εμφύλιο. Κάτι μας θυμίζει από τα δικά μας αυτό, αλλά δεν είναι της παρούσης. Θα έπρεπε ο σκηνοθέτης  να ασχοληθεί με το κοινωνικό και το πολιτικό σκέλος της υπόθεσης; Καλό  θα ήταν να είχαμε ακούσει την άποψή του, αλλά δεν είναι το κύριο.

Η ταινία αποφεύγει να πάρει θέση για τα ταραγμένα χρόνια της Β. Ιρλανδίας (Φωτογραφία: Rob Youngson/Focus Features).

Πιθανόν όλα αυτά να έχουν αναλυθεί στα χρόνια που πέρασαν, από ιστορικούς, δημοσιογράφους και πολιτικούς. Αυτό που σίγουρα δεν αναλύεται, δεν ερμηνεύεται, δεν ολοκληρώνεται  στους αιώνας των αιώνων είναι η ψυχή ενός 9χρονου αγοριού, όταν πλακώνουν τα σύννεφα του πολέμου, της μισαλλοδοξίας και του αφανισμού και αυτό είναι που ενδιαφέρει τον Κένεθ Μπράνα.

Όσο περισσότερο χρώμα βάζεις στη μνήμη τόσο πιο άχρωμη, άοσμη και πνιγηρή εμφανίζεται.

Κάθε ασπρόμαυρη φωτογραφία και κάθε ασπρόμαυρο κινηματογραφικό καρέ είναι μια μάχη ανάμεσα στο σαρκώδες  περιεχόμενο του σκοπού και την αστραφτερή μορφή της επιθυμίας του δημιουργού. Όταν ο σκηνοθέτης αφήνει μία ταινία ασπρόμαυρη, δεν το κάνει γιατί δεν μπορεί να την «χρωματίσει», το κάνει γιατί θέλει να κάνει συμμέτοχο τον θεατή στο δημιούργημά του.

Η ταινία είναι ασπρόμαυρη και γιατί έτσι είναι η μνήμη (Φωτογραφία: Rob Youngson/Focus Features).

Όπως παλιά γινόταν με κάποιες εργασίες που μας έβαζαν στα εικαστικά, μας έδιναν το περίγραμμα από  ένα τοπίο, ένα ζώο ή ένα πρόσωπο και μας έλεγαν: χρωματίστε το, έτσι και ο σκηνοθέτης μας δίνει ένα σαφές και καλοφτιαγμένο  περίγραμμα και  ζητά από τον θεατή να βάλει τη φαντασία του, να βάλει τα χρώματα που νομίζει, να βάλει τις αναμνήσεις του και να το ολοκληρώσει, συμπράττοντας στο έργο του. Ασπρόμαυρο λοιπόν και γιατί έτσι είναι η μνήμη. Όσο περισσότερο χρώμα βάζεις στη μνήμη τόσο πιο άχρωμη, άοσμη και πνιγηρή εμφανίζεται.

 

Διαβάστε ακόμα: Eίδαμε τη «Μικρή Μαμά». Στο φωτεινό ξέφωτο της παιδικότητας.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top