Ιππόδρομος. O Αιγυπτιακός οβελίσκος, στο βάθος η Αγία Σοφία. (Φωτογραφία από την έκθεση «Η Κωνσταντινούπολη των Jean Pascal Sebah & Polycarpe Joaillier»)

Κεφάλαιο 3

Η πόλη του φωτός
περ. 680-540 π.Χ.
Εκείνη η αργασμένη απ’ τα δελφίνια, βασανισμένη από τα κύμβαλα θάλασσα.
Γ. Μπ. Γέιτς, «Βυζάντιο»

Κι αυτό γιατί το Βυζάντιο διαθέτει γόνιμο έδαφος και παραγωγικές θάλασσες, καθώς πελώρια κοπάδια ψαριών ξεχύνονται από τον Πόντο και ωθούνται από την επιφάνεια των βράχων κάτω από το νερό να παρατήσουν τα στριφογυρίσματα της ασιατικής όχθης και να αναζητήσουν καταφύγιο σε αυτά τα λιμάνια. Επομένως, οι κάτοικοι αρχικά ήταν εύποροι έμποροι […]

Τάκιτος, Χρονικά

Τα Μέγαρα δεν είναι τόπος που σε εμπνέει με την πρώτη ματιά. Στην εποχή μας, τον επισκέπτη τον υποδέχονται στον δρόμο που οδηγεί στην πόλη, αφήνοντας την Εθνική Οδό Αθηνών-Κορίνθου, διάφορα υπερμεγέθη τρακτέρ και εξατμίσεις, που τα διαφημίζουν τα αντίστοιχα καταστήματα ανταλλακτικών. Η πόλη χωρίζεται στα δύο από μια σιδηροδρομική γραμμή, η οποία διαθέτει και μια σκουριασμένη καφετιά ατμομηχανή, παρατημένη εκεί εδώ και μισό αιώνα. «Απλή», «του μόχθου», «αυτάρκης» είναι οι λέξεις που σου έρχονται στον νου όταν επιχειρείς να περιγράψεις την πόλη. Τα Μέγαρα είναι μια πόλη τόσο πεισματικά αγροτική, ώστε, στη διάρκεια της δικτατορίας των Συνταγματαρχών (1967-1974), ορισμένοι από τους κατοίκους της κατευθύνθηκαν στην Αθήνα προκειμένου να διαδηλώσουν εναντίον της Χούντας πάνω σε τρακτέρ, όμως άρματα μάχης τους έφραξαν τον δρόμο. Είναι ένας τόπος, όπως αναφέρει ο συντηρητικός λογογράφος του 4ου αιώνα π.Χ. Ισοκράτης, μάλλον αποκαρδιωτικά, όπου οι άνθρωποι καλλιεργούν πέτρες. Εκτός από πέτρες, ασχολούνταν με το μαλλί, τα άλογα και το αλάτι. Το αλάτι, βεβαίως, ήταν ένα από τα αλχημικά συστατικά της αρχαιότητας, καθώς προσέφερε –χάρη στις ιδιότητές του ως συντηρητικό– μια επιλογή ανάμεσα στην επιβίωση και τη λιμοκτονία. Η διασφάλιση του αλατιού αποτέλεσε για τους κατοίκους της πόλης προτεραιότητα· το λιμάνι των Μεγάρων, στην πορεία, συνδέθηκε με μακρά τείχη με την κυρίως πόλη. Κι ίσως να ήταν εκείνο το δώρο της θάλασσας, εκείνο το δώρο που είχε πάντοτε κάτι να προσφέρει, το στοιχείο που ενθάρρυνε τους αρχαίους Έλληνες εδώ να στρέψουν το βλέμμα τους προς τη θάλασσα και να αφήσουν τη φαντασία τους να ταξιδέψει πέρα από τον ορίζοντα.

Η Bettany Hughes είναι βραβευμένη ιστορικός, συγγραφέας και παρουσιάστρια.

Μαθαίνουμε ότι Έλληνες από τα Μέγαρα ήταν αυτοί που «θεμελίωσαν» το Βυζάντιο. Οι Έλληνες έλεγαν πως ο θεός Απόλλων, μέσα από έναν χρησμό του ιερού μαντείου των Δελφών, ήταν εκείνος που τους οδήγησε στο συγκεκριμένο σημείο. Αναμφίβολα, οι ηγέτες της πόλης κατευθύνθηκαν προς την ενδοχώρα και τους Δελφούς, προκειμένου να λάβουν την ευλογία του Απόλλωνα, όμως θα υποψιαζόταν κανείς πως είχαν ήδη ένα επεκτατικό σχέδιο κατά νου. Το εύφορο κομμάτι γης που συνόρευε με τη Θάλασσα του Μαρμαρά μπορεί να μην ήταν ακριβώς παρθένο (οι Μεγαρείς πιθανότατα ανέπτυξαν κάποιον προϋπάρχοντα εμπορικό οικισμό Θρακών, όπως μαρτυρούν εκείνα τα αγγεία και η κεφαλή ροπάλου)· όμως αυτός ο οικισμός, σε απαράμιλλη στρατηγική θέση, πρόσφερε το είδος αυτό της ζωής που λαχταρά να ανοίξει πανιά και να οργώσει τις φουσκωμένες θάλασσες προς τα ανατολικά. Θα μπορούσαμε να φανταστούμε τους αποίκους να αναχωρούν από τα Μέγαρα, γεμάτοι ελπίδες, με το σκεπτικό πως σε αυτή την περιπέτεια ο νικητής έχει τα πάντα να κερδίσει, και να αφήνουν πίσω τους την πόλη, πλέοντας προς τον ανατολικό ορίζοντα. Να παρακολουθούν τα παραλιακά τοπία που άφηναν πίσω τους να αλλάζουν, κι από κιτρινωποί ασβεστόλιθοι να γίνονται λευκά μάρμαρα κι έπειτα μαύρα ηφαιστειακά πετρώματα· κι όλα αυτά πρέπει να τους φάνταζαν παρήγορα οικεία, προτού αλλάξουν για μια ακόμα φορά, καθώς η Ευρώπη απειλούσε να μετατραπεί σε Ασία.

Τα θέλγητρα των εδαφών και των ακτών που θα τα ονόμαζαν «Βυζάντιο» είναι ολοφάνερα. Η περιοχή βρίσκεται σε ιδανικό σημείο για εμπορική δραστηριότητα και προσφέρεται για άμυνα: η σφήνα γης προστατευόταν από τη Θάλασσα του Μαρμαρά, από τον Βόσπορο και από τον Κεράτιο, σχηματίζοντας έτσι έναν φυσικό σταθμό διοδίων. Η ευκολία του ψαρέματος εδώ, στοιχείο το οποίο θα σχολίαζε αργότερα ο Ρωμαίος ιστορικός Τάκιτος, επέτρεπε στους κατοίκους να είναι αυτάρκεις και παράλληλα να βγάζουν κέρδος. Οι τόννοι που κολυμπούσαν μαζί με δελφίνια από τη Μαύρη Θάλασσα προς τα θερμότερα νερά της Θάλασσας του Μαρμαρά προωθούνταν στο φυσικό λιμάνι που σχημάτιζε τον Κεράτιο· το όνομα λέγεται προς προέρχεται από τον αριθμό των αστραφτερών ψαριών και θαλάσσιων θηλαστικών που μπορούσαν να πιαστούν εδώ καθώς επιχειρούσαν την ετήσια μαζική αποδημία τους προς τον νότο. Οι ντόπιοι ψαράδες που έβγαζαν το ψωμί τους στην Κωνσταντινούπολη πριν από τη μαζική μόλυνση της δεκαετίας του 1960 κάνουν λόγο για νερά που η επιφάνειά τους στραφτάλιζε από τα λέπια αμέτρητων ψαριών. Υπάρχουν ακόμη δελφίνια εκεί, είναι ευκολότερο να τα εντοπίσει κανείς νωρίς το πρωί και το βράδυ· πλέον κινούνται σε όλο και μικρότερες ομάδες, όμως σε αλλοτινές εποχές ήταν αμέτρητα. Οι αρχαίοι ανέφεραν στα κείμενά τους σκουμπριά, ξιφίες, θαλάσσιες χελώνες, ακόμα και φώκιες. Τα πρώτα βυζαντινά νομίσματα ήταν διακοσμημένα με τη μορφή ενός δελφινιού που πηδούσε κάτω από ένα βόδι. Οι μύθοι των Ελλήνων ανέφεραν πως ο Αγαμέμνονας επιχείρησε να δωροδοκήσει τον Αχιλλέα ώστε να μετρίαζε τον θυμό του και να επέστρεφε στο πεδίο της μάχης γύρω από την Τροία, με την υπόσχεση να του εκχωρούσε τα αλιευτικά δικαιώματα του Βοσπόρου. Για εκείνους τους αποίκους θα ήταν αυταπόδεικτο πως ο τόπος αυτός ήταν ένα έπαθλο για το οποίο άξιζε να πολεμήσουν, ένα έπαθλο το οποίο φύλασσαν ζηλόφθονα διάφορα πνεύματα, πάνω και κάτω από το νερό. Το πλούσιο γεωλογικό παρελθόν πρόσφερε στους αρχαίους Βυζαντινούς ένα πλούσιο μέλλον.

Και κάπως έτσι οι Έλληνες (σχεδόν βήμα βήμα, επεκτείνοντας τον προϋπάρχοντα θρακικό εμπορικό οικισμό στην πορεία του χρόνου) έφτασαν στο σημείο που έμελλε να ονομάσουν Βυζάντιο – και είτε με αιματοχυσία είτε ειρηνικά, έθεσαν τις βάσεις για μια πόλη που θα συγκαταλεγόταν μεταξύ των πλέον περιώνυμων σε ολόκληρο τον κόσμο.

Το Βυζάντιο, σε στρατηγική θέση, απολαμβάνοντας τους πολιτισμικούς, πνευματικούς και οικονομικούς καρπούς, είχε όλα τα εχέγγυα να σημειώσει επιτυχία.

Οι Έλληνες έφτασαν εκεί στη διάρκεια ενός εκπληκτικού κεφαλαίου της ιστορίας του ανθρώπου. Στην Ευρώπη και την Ασία μεταξύ του 7ου και του 5 αιώνα π.Χ. ένα νέο φαινόμενο –η πόλη των πολιτών– είχε αρχίσει να κάνει σιγά σιγά την εμφάνισή του. Επρόκειτο για ένα διαφορετικό είδος τόπου, όπου οι απλοί άνθρωποι είχαν το περιθώριο να εξελιχθούν σε οικονομικούς παράγοντες· ένας τόπος όπου έμποροι και επιχειρηματίες γνώριζαν επιτυχία χάρη στο μυαλό, την ευστροφία, την τύχη και την ικανότητα, κι όχι αποκλειστικά και μόνο επειδή είχαν γεννηθεί σε καλή οικογένεια, διέθεταν την υποστήριξη κάποιου βασιλιά ή την ευλογία των αρχιερέων. Ήταν μια εποχή κατά την οποία οι εξελίξεις στην τεχνολογία του σιδήρου επέτρεπαν την κατασκευή καλύτερων εργαλείων και την εξασφάλιση ανώτερων σοδειών, κι έτσι υπήρχαν χορτάτες κοιλιές και περισσότερος χρόνος για σκέψη. Εμφανίστηκαν επίσης ανώτερα πλοία και όπλα – οι συγκρούσεις κλιμακώνονταν, ως αποτέλεσμα ενός είδους κούρσας εξοπλισμών μεταξύ των διαφόρων πόλεων. Οι πόλεις ήταν, εν πολλοίς, δύσκολα μέρη, όπου δεσμοί αίματος και έθιμα χιλιετιών βρίσκονταν υπό αμφισβήτηση. Όμως οι δρόμοι που φτιάχτηκαν προκειμένου να κινηθούν εκείνοι οι καλά εξοπλισμένοι στρατοί επέτρεψαν παράλληλα την κυκλοφορία και νέων ιδεών. Την εποχή της ίδρυσης του Βυζαντίου, οι άνθρωποι των πόλεων είχαν την ευκαιρία να κάνουν περισσότερα, να αποκτήσουν περισσότερα. Και, σύμφωνα με τις ιδέες διανοητών όπως ο Σωκράτης, ο Κομφούκιος και ο Βούδας, ακόμα επιτακτικότερα αισθάνονταν την ανάγκη να κατανοήσουν τον κόσμο τους καλύτερα και, επομένως, να αξιοποιήσουν τις δυνατότητές τους ώστε να σταθούν καλύτερα σε αυτόν. Αυτή ήταν η χρονική στιγμή κατά την οποία η πόλη μετατράπηκε στο μέλλον της ανθρωπότητας.

Το Βυζάντιο, σε στρατηγική θέση, απολαμβάνοντας τους πολιτισμικούς, πνευματικούς και οικονομικούς καρπούς, καθώς και την ώθηση τόσο από την Ανατολή, όσο και τη Δύση, είχε όλα τα εχέγγυα να σημειώσει επιτυχία.

Ελληνόφωνοι, με τις λαρυγγικές δωρικές διαλέκτους τους, οι Μεγαρείς (συγγενέστεροι πολιτισμικά με τους Πελοποννήσιους γείτονές τους, τους Σπαρτιάτες, παρά με τους Αθηναίους, που έρρεπαν περισσότερο σε πειραματισμούς) βάλθηκαν να δημιουργήσουν στο Βυζάντιο μια εκδοχή του κόσμου που ήδη γνώριζαν. Πάνω σε εκείνο το θρακικό ακρωτήρι, έχτισαν ελληνικά λουτρά, γυμνάσια, στοές (στεγασμένα περιστύλια) και υδραγωγεία. Προσέφεραν θυσίες στον ποταμό Λύκο, ο οποίος διέτρεχε άλλοτε το κέντρο της πόλης. Οι αρχαιολογικές ανασκαφές κάτω από τις οθωμανικές φυλακές που κατέστησαν διαβόητες μέσα από την κινηματογραφική ταινία Το Εξπρές του Μεσονυκτίου (και όπου σήμερα στεγάζεται ξενοδοχείο πολυτελείας) έφεραν στο φως μια πόρπη μανδύα από τη Φρυγία (τα εξωτικά αξεσουάρ από την κεντρική Ανατολία πρέπει να είχαν μεγάλη ζήτηση), καθώς και γαβάθες ελληνικής τεχνοτροπίας, με εξαιρετική διακόσμηση, για την ανάμειξη του οίνου με νερό και το σερβίρισμα λαδιού.

Το εξώφυλλο του βιβλίου «Κωνσταντινούπολη: Μια ιστορία τριών πόλεων» της Bettany Hughes.

Οι Μεγαρείς πήραν μαζί τους στο Βυζάντιο τη μάλλον δωρική στάση τους απέναντι στη ζωή, αφού απολάμβαναν τη στρατιωτική μουσική, ενώ το ημερολόγιό τους είχε για άξονες συγκεκριμένες θρησκευτικές γιορτές, όπως τα Υακίνθεια και τα Κάρνεια. Στην ιερή Ολυμπία, εντοπίστηκε πρόσφατα ένα αφιερωματικό δώρο από το Βυζάντιο· το βήτα και το έψιλον στην επιγραφή είναι πράγματι χαρακτηριστικά των Μεγάρων. Επομένως, αρχικά το Βυζάντιο ήταν μία πόλη περίπου 20.000 κατοίκων, όπου κυριαρχούσε το ελληνικό στοιχείο, ενώ στη γύρω περιοχή κατοικούσαν «βάρβαροι». Παρότι οι ταφικές πρακτικές δείχνουν ότι οι Έλληνες ανέπτυξαν σχέσεις και επηρεάστηκαν από τους γηγενείς Θράκες, οι ίδιοι επέλεγαν να αφηγούνται ιστορίες για τον εαυτό τους οι οποίες τόνιζαν την ελληνικότητά τους, αποδεικνύοντας με τον τρόπο αυτό στον γνωστό κόσμο ότι η Πόλη του Βύζαντα δεν ήταν μια κοινή, τραχιά, παραμεθόρια πόλη. Θα μπορούσαμε να φανταστούμε αυτούς τους αποίκους τη νύχτα, με τους ήχους του καινούργιου ολόγυρά τους, να παρηγορούν ο ένας τον άλλο με παραφουσκωμένες ιστορίες γύρω από το μεγαλείο της μητρόπολής τους, να υπενθυμίζουν στον περίγυρό τους ότι ένας δικός τους, ο Όρσιππος, ήταν αυτός που φερόταν πως ήταν ο πρώτος που έτρεξε γυμνός στους Ολυμπιακούς Αγώνες, και ότι ο Έλληνας πρόδρομος του Ρομπέν των Δασών, ο Θεαγένης ο Μεγαρεύς, κέρδισε την υποστήριξη των φτωχών σκοτώνοντας τα βόδια των πλουσίων. (Είναι μάλλον χαρακτηριστικό το ότι στη συνέχεια ο Θεαγένης εξελίχθηκε σε τύραννο.) Αυτοί οι Μεγαρείς γνώριζαν ότι έπρεπε να υποτάξουν το περιβάλλον τους αν ήθελαν να διατηρήσουν τον έλεγχο της κατάστασης. Με θράσος και υπεροψία που θύμιζε τους Σπαρτιάτες, οι ντόπιοι σύντομα χαρακτηρίστηκαν προύνικοι –αχθοφόροι– από τους νέους Έλληνες ηγεμόνες τους.

Θα μπορούσαμε να φανταστούμε τους τολμηρούς Δωριείς Έλληνες πάνω στη βυζαντινή ακρόπολη, να παρακολουθούν άλλους Έλληνες αποίκους καθώς κωπηλατούσαν με ανησυχία και περνούσαν από μπροστά τους, διαπλέοντας τον Βόσπορο με κατεύθυνση τη Μαύρη Θάλασσα, επιτρέποντας ίσως στον εαυτό τους να γευτούν μια ικανοποίηση, γνωρίζοντας πως, έχοντας θέσει υπό τον έλεγχό τους την πόλη των αετομάτηδων, είχαν χτυπήσει ήδη φλέβα χρυσού. Καθώς κυλούσαν ο 7ος και ο 6ος αιώνας π.Χ., η επιρροή των Ελλήνων στην περιοχή κλιμακώθηκε. Διερευνητικοί ελληνικοί οικισμοί, αρχικά χτισμένοι με λάσπη, κι αργότερα με πέτρα, άρχισαν να ξεφυτρώνουν παντού στις ακτές της Μικράς Ασίας. Η αποικία των Μεγαρέων, το Βυζάντιο, ήταν μοναδική σε οικονομικό επίπεδο, υπό την έννοια ότι λειτουργούσε ταυτόχρονα ως φύλακας μιας υδάτινης οδού η οποία συνέδεε δύο ηπείρους. Ο πρόδρομος της Κωνσταντινούπολης τον 6ο αιώνα π.Χ. ήταν ένας τόπος όπου δεν μπορούσες (και εξακολουθείς να μην μπορείς) να μην έχεις αίσθηση των ελπίδων και των φόβων, των σχεδίων και των επιθυμιών των άλλων.

Όμως μέσα σε διάστημα λίγων γενεών, το ποθητό θα εξελισσόταν σε περίζηλο. Μετά την προσεκτική, αισιόδοξη, μεθοδική ίδρυση του Βυζαντίου, ως μίας ενός πλήθους ελληνικών πόλεων, έκανε την εμφάνισή της η νέμεσις των Ελλήνων, με τη μορφή του σαρωτικού ζήλου της Περσίας. Εξαπολύοντας επίθεση από την απέναντι όχθη του Βοσπόρου, οι Πέρσες έθεσαν την πόλη υπό τον έλεγχό τους περίπου από το 546 π.Χ., διοικώντας τη από το Δασκύλιο (το οποίο βρίσκεται σε φάση ανασκαφής), εγκαθιστώντας Έλληνες τυράννους ως όργανα της νέας Περσικής Αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών, η οποία είχε συγκροτηθεί περίπου το 550 π.Χ. Στους Βυζαντινούς, από ό,τι φαίνεται, δεν άρεσε η επικυριαρχία της Ανατολής, και αποτίναξαν τον ζυγό των Ασιατών αρχόντων. Όμως οι Πέρσες έμελλε να επιστρέψουν, με επικεφαλής τον αυτοκράτορα Δαρείο και, στη συνέχεια, τον γιο του, Ξέρξη, πατώντας στην ισχύ που τους παρείχαν οι περίπου πενήντα εκατομμύρια ψυχές που κυβερνούσαν στην αχανή επικράτειά τους. Ο Μεγάβαζος, τον οποίο αναφέραμε νωρίτερα, εκείνος ο Πέρσης στρατηγός που, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, είχε χαρακτηρίσει τη Χαλκηδόνα «πόλη των τυφλών», εκτελώντας τις εντολές του θεϊκού αυτοκράτορά του, επικεφαλής μιας στρατιάς που λέγεται πως αριθμούσε 80.000 άντρες, «βάλθηκε να γονατίσει εκείνες τις κοινότητες που δεν υποτάσσονταν στην Περσία». Δυστυχώς για τους κατοίκους του Βυζαντίου, η Πόλη του Βύζαντα συγκαταλεγόταν στη λίστα των Περσών.

⇒ Το βιβλίο Κωνσταντινούπολη: Μια ιστορία τριών πόλεων της Bettany Hughes κυκλοφορεί στις 23 Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Ψυχογιός.

 

Διαβάστε ακόμα: Στέφαν Τσβάιχ – Μια μέρα με τον Ροντέν

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top