Ο Μπρους Τσάτουιν ήταν ο πιο διάσημος φυγάς της γενιάς του. Η ασυνήθιστη ζωή του κύλησε με φόντο ένα κοσμογονικό ιστορικό ημίχρονο: γεννήθηκε τη χρονιά που ξεκινούσε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και πέθανε οκτώ μήνες πριν από την πτώση του τείχους του Βερολίνου. Οι περιπέτειες του, τα μυστικά του, οι έρωτες του κύλησαν σαν εξωτικοί μύθοι σε μια εποχή που τα παραμύθια και η αθωότητα ανήκαν πια στο παρελθόν των ποιητών.
Μπορεί να μην ήταν ποιητής, ήταν όμως ορκισμένος περιπλανητής. Τι θα ήταν η ποίηση χωρίς την περιπλάνηση; Και τι θα ήταν η περιπλάνηση χωρίς το ομηρικό στίγμα, χωρίς τη μνήμη του Οδυσσέα, ο οποίος καταδικάστηκε από τον Όμηρο να επιστρέφει αιώνια από έναν πύρινο ορίζοντα; Ο Τσάτουιν δεν ήταν ακριβώς Οδυσσέας, αλλά ένας Άγγλος που ζήλευε την τύχη του πολυμήχανου!
Βλέπετε, κανένας Οδυσσέας δεν επιθυμεί να απομακρυνθεί από τη χώρα του ήλιου. Οι Άγγλοι, όμως, ριζωμένοι στην καταδίκη της συννεφιασμένης αυτοκρατορίας, το έβλεπαν πάντα αλλιώς. Όπως παρατήρησε κάποτε ένας φίλος του Τσάτουιν, «δεν του άρεσε η Αγγλία, αλλά αυτό είναι πολύ αγγλικό χαρακτηριστικό. Εξάλλου, η Βρετανική Αυτοκρατορία στηριζόταν πάντα σε ανθρώπους που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τη Βρετανία».
Από τον Δαρβίνο και τον Τ. Ε. Λόρενς, ως τον λόρδο Βύρωνα και τον Τσάτουιν, η αγγλική ιστορία είναι γεμάτη από τερτίπια εκκεντρικού ενθουσιασμού που οδήγησαν τα πιο λαμπρά παλικάρια της σε άλλη γη, σ’ άλλα μέρη. Μερικά απ’ αυτά, όπως ο Δαρβίνος και ο Λόρενς, επέστρεψαν στα πάτρια εδάφη μετά από πολύχρονες περιπλανήσεις (και λίγο-πολύ το μετάνιωσαν, αλλά ήταν αργά να ξαναφύγουν). Κάποιοι άλλοι, όπως ο Βύρων και ο Μπρους, δεν γύρισαν ποτέ.
Ήταν κι οι δύο ελεύθερες ψυχές, στριμωγμένες κάτω από το προσωπείο της εγγλέζικης συντηρητικής κοινοτοπίας. Ήταν και οι δύο δραπέτες με στόχο το ωραίο και προορισμό τη γη της ομορφιάς. Και για τους δύο αυτή η γη ήταν η Ελλάδα. Ο Βύρων ξεψύχησε υπερασπίζοντάς την. Ο Μπρους ετοιμαζόταν να επιστρέψει στην Ελλάδα για να βαφτιστεί χριστιανός ορθόδοξος στο Άγιο Όρος. Τον πρόλαβε ο θάνατος στη Γαλλία, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να ξεψυχήσει με την επιθυμία-εντολή να κηδευτεί ως ορθόδοξος, χριστιανός και Έλληνας.
Οι φίλοι του νόμιζαν πως τα είχε χάσει. Η αποκήρυξη της ταυτότητας ενός ανθρώπου, λίγο πριν από το τελευταίο αντίο, σοκάρει τον περίγυρο ως μια πράξη βέβηλη, ανορθόδοξη, σχεδόν υβριστική. Αλλά ο Τσάτουιν, όπως θα δούμε, τα είχε τετρακόσια.
Οι περιπλανήσεις του ήταν κάτι παραπάνω από ταξίδια περιέργειας και αναψυχής. Ήταν μάλλον μια διαδικασία αυτογνωσίας και εξέλιξης: Μέσα από την εμπειρία της επαφής του με άλλους πολιτισμούς, διαμόρφωσε μια φιλοσοφία ζωής που τον οδήγησε στη διαπίστωση πως ο άνθρωπος είναι πάνω απ’ όλα γεννημένος νομάς – ένας ταξιδευτής που με τους αιώνες αιχμαλωτίστηκε στα όρια της περιφρουρημένης κοινωνίας.
«Η πράξη της περιπλάνησης συντελεί σε μια αίσθηση φυσικής και πνευματικής υγείας, ενώ η μονοτονία της παρατεταμένης εγκατάστασης ή της μόνιμης εργασίας υφαίνει σχήματα στο μυαλό που γεννούν την κούραση και μια αίσθηση προσωπικής ανεπάρκειας», παρατηρεί ο Τσάτουιν στο δοκίμιό του «Νομαδικές εισβολές». «Αυτό που οι ηθολόγοι έχουν περιγράψει ως “επιθετικότητα” είναι απλώς μια αντίδραση θυμού στην απογοήτευση του περιορισμού».
Δεν ήταν, λοιπόν, το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης –απ’ όπου κάποτε το έσκασε, όπως θα έφευγε αργότερα από την Αγγλία– που έφτιαχνε μυαλά. Ήταν μέσα από το οδοιπορικό της περιπλάνησης και την εναλλαγή τοπίων που ο Τσάτουιν απέρριψε την ενέργεια της μπουρζουαζίας ως μιας απάνθρωπης ρουφήχτρας. «Η αναζήτηση των νομάδων είναι η αναζήτηση του Θεού», σημείωσε ο ίδιος τη χρονιά που επισκέφτηκε για πρώτη φορά το Άγιον Όρος.
Παραδόξως, πριν από την άφιξή του στο κάστρο της Ορθοδοξίας, υπήρξε ομολογουμένως αγνωστικιστής, αν όχι άθεος. Τι είχε συμβεί, λοιπόν, στο Άγιο Όρος; Ήταν η προαίσθηση του θανάτου που τον φόβιζε ή μια θεία επιφοίτηση που τον στοίχειωνε; Ως τότε ζούσε με ένα σακίδιο στον ώμο και τη βεβαιότητα πως το μόνο βέβαιο πράγμα στη ζωή είναι η μεταβολή. «Η αλλαγή είναι το μόνο πράγμα για το οποίο αξίζει να ζει κάποιος», όπως το έθεσε κάποτε ο ίδιος.
Γεννημένος νομάς
Αλλά ποιος ήταν στ’ αλήθεια ο Μπρους Τσάτουιν; Δεν ξέρω, γιατί κανείς τη φύτρα του δεν τη γνωρίζει, θα απαντούσε ο ίδιος με ομηρική πονηριά. Του άρεσε πάντοτε να παρουσιάζει τον εαυτό του ως ένα «αίνιγμα» που γαργαλούσε την περιέργεια της αγγλικής μπουρζουαζίας, την οποία ο ίδιος αντιπαθούσε όσο και το γκρίζο ουρανό της πατρίδας του. Στην ουσία, όμως, ήταν γέννημα θρέμμα της αγγλικής μπουρζουαζίας, κάτι το οποίο συντέλεσε αναμφίβολα στη κατοπινή μεγάλη φυγή του.
Οι γονείς του ήταν εύποροι μεσοαστοί και εκείνος, πρωτότοκος της οικογένειας, μεγάλωσε στο νότιο Γιορκσάιρ με όλα τα προνόμια και τις ιδιορρυθμίες της τάξης του. Τον έστειλαν εσώκλειστο σε οικοτροφείο στα επτά του. Και αργότερα, λίγο προτού ξεκινήσουν οι σπουδές του στην Οξφόρδη, εκπλήσσοντας τους γονείς του και τους φίλους του, προτίμησε να πάει να δουλέψει ως θυρωρός στους Sotheby’s, όπου χάρη στο δαιμόνιο του και στο πάθος του για την τέχνη αναρριχήθηκε γρήγορα σε διευθυντή της εταιρείας.
Εκείνα τα χρόνια γνώρισε την Ελίζαμπεθ Τσάνλερ, η οποία δούλευε επίσης στους Sotheby’s. Την παντρεύτηκε το καλοκαίρι του 1965, για να εγκαταλείψει αργότερα δουλειά και σύζυγο και να πάει στο πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου να σπουδάσει αρχαιολογία.
Όντας ανυπόμονος, παρότι έμαθε πολλά στο Εδιμβούργο, έφυγε και από εκεί χωρίς πτυχίο, για να κατέβει στο Λονδίνο όπου, χάρη στη μεσολάβηση ενός φίλου, άρχισε να αρθογραφεί για το περιοδικό των κυριακάτικων Times. Τότε άρχισε να ταξιδεύει σε δημοσιογραφικές αποστολές και με τον καιρό ανακάλυψε ότι το νόημα της ζωής βρίσκεται πέρα από την απομόνωση της πατρίδας του.
Μόλις πέρασε τη Μάγχη, αισθάνθηκε περισσότερο από ποτέ πως η Αγγλία ήταν ένα κλειστοφοβικό νησί και ο κόσμος πέρα από αυτήν μια απέραντη κοιλάδα. Όπως παρατηρεί ο Νίκολας Σέξπιρ στη βιογραφία του Τσάτγουιν, την οποία έγραψε το 1999, «ήταν Άγγλος με τον τρόπο που ήταν ο Τ.Ε Λόρενς, απομακρυσμένος από τον τόπο του». «Η ιδιότητα του Άγγλου με ταράζει», είπε κάποτε ο ίδιος. Βρίσκω πως μπορώ να είμαι Άγγλος και να συμπεριφέρομαι σαν Άγγλος μόνο όταν δεν είμαι στην Αγγλία».
Έτσι έπιασε την πένα και καθ’ οδόν άρχισε να καταγράφει τις εμπειρίες ενός αυτοεξόριστου Άγγλου σε διαρκή αναζήτηση ενός άγνωστου κόσμου. Από την Παταγονία και το Μπουένος Άιρες (όπου είχε οργώσει κάποτε ο Δαρβίνος), ως το Αφγανιστάν και την Αυστραλία, πέρασε μεγάλες περιόδους βιώνοντας, μαθαίνοντας και αντανακλώντας τα μυστικά ετερόκλητων πολιτισμών. Δεν ήταν ούτε ανθρωπολόγος, ούτε ακριβώς ρεπόρτερ. Τι ακριβώς ήταν; Η ιδιότητα του αναδύθηκε από τις περιπλανήσεις του ως μια έμφυτη ανάγκη που περίμενε χρόνια για να εξωτερικευτεί: ένας διανοούμενος νομάς που θα κατέγραφε τις εντυπώσεις του με την ευαισθησία του ποιητή και το χάρισμα του λογοτέχνη.
Το πρώτο ταξιδιωτικό οδοιπορικό του, «Στην Παταγονία», έγινε μπεστ σέλερ το 1977 και με, τα χρήματα που άρχισε να κερδίζει από τον εκδότη του, χρηματοδότησε τα επόμενα μεγάλα ταξίδια του που ενέπνευσαν τα επόμενα οδοιπορικά του, όπως τα περίφημα «Τα μονοπάτια των τραγουδιών» και «Τι γυρεύω εδώ;», τα οποία έγιναν μπεστ σέλερ στη δεκαετία του ’80.
Κινούμενα ανάμεσα στη φαντασία και στη πραγματικότητα, τα βιβλία του δεν είναι ακριβώς ούτε μυθιστορήματα ούτε αμερόληπτα ταξιδιωτικά οδοιπορικά. Ο Τσάτουιν άθελά του είχε πατήσει στα χνάρια του πρωτοπόρου Ηρόδοτου, του «πατέρα της ιστορίας», ο οποίος, τον 5ο αιώνα π.Χ., είχε καταγράψει τις εντυπώσεις του από τις περιπλανήσεις του στην μακρινή Ασία με μυθοπλαστική διάθεση και υποκειμενική εκτίμηση. Η εποχή του σαφώς βρισκόταν σε πολύ πιο προηγμένο στάδιο από εκείνη του Ηρόδοτου και, αν ο Φρόιντ είχε ήδη μιλήσει για την εξαρτημένη σχέση του μυθοπλάστη με την πραγματικότητα, ο Τσάτουιν πήγε ένα βήμα παραπέρα από τον Ηρόδοτο και τον Φρόιντ.
Διαβάστε ακόμα: Ποιος ήταν ο Λούσιαν Φρόιντ;
Η περιπλάνηση σε άγνωστα τοπία, τον έφερε αντιμέτωπο με το πιο αδάμαστο στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης, την ίδια την ψυχή του και ήταν μέσα από αυτήν την αναμέτρηση που οδηγήθηκε σε μια σχεδόν υπαρξιακή παραζάλη. Για όσους θυμούνται το περίφημο μυθιστόρημα «Ο Ξένος» του Αλμπέρ Καμί και το καλτ φιλμ «Επάγγελμα Ρεπόρτερ» του Μικελάντζελο Αντονιόνι –και τα δύο χαρακτηριστικές σύγχρονες εκφράσεις της υπαρξιακής αναζήτησης–, θα τους είναι πιο εύκολο να κατανοήσουν το πνεύμα του.
Σ’ έναν κόσμο χωρίς αρχή και τέλος, με φτιαχτά σύνορα και πλασματικές αξίες, η μόνη αλήθεια παραμένει ο καυτός ήλιος κάτω από την εξουσία του οποίου μεσουρανεί κυρίως η μεταβλητότητα της ανθρώπινης ταυτότητας, όπως την είχε προνοήσει ο Όμηρος: κανείς τη φύτρα του δεν τη γνωρίζει ο ίδιος! Το ανθρώπινο και το θείο, το θνητό και το αιώνιο, η ψυχή και η σάρκα αναδύονται ως τα αταίριαστα ζευγάρια σε αυτή την δυσεπίλυτη εξίσωση που λέγεται ζωή – η μόνη εξίσωση που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία κανενός Αϊνστάιν. Έτσι, η αναζήτηση της ανθρώπινης φύσης μέσα από την υπαρξιακή περιπέτεια, όπως την περιέγραψε ο Καμί και την απεικόνισε ο Αντονιόνι, έγινε το φετίχ, ο στόχος, ο σκοπός ζωής του ταξιδιώτη που τον έλεγαν Τσάτουιν.
Ήταν σχεδόν αυτοδίδακτος, μπορεί κάποιος να πει και καλοδιαβασμένος. Έγραφε με την αυτοπεποίθηση του φτασμένου λογοτέχνη. Και φτασμένοι λογοτέχνες, όπως ο φίλος του ο Σαλμάν Ρουσντί, δεν δίστασαν κατά καιρούς να ομολογήσουν πως υποκλίνονται μπροστά στη δύναμη του αυθορμητισμού, της αδιατάρακτης έμπνευσης και του καλοζυγισμένου λόγου που διακρίνει το έργο του Τσάτουιν. Ορισμένοι κριτικοί έχουν αναρωτηθεί γιατί το έργο του Τσάτουιν, σε σύγκριση με το έργο του Καμί ή του Ρούσντι, δεν κατάφερε να γίνει μέρος του Κανόνα στην τρίτη χιλιετία. Αν «Ο Ξένος» και «Τα παιδιά του μεσονυχτίου» διαβάζονται από φοιτητές στα περισσότερα πανεπιστήμια του δυτικού κόσμου, τα οδοιπορικά του Τσάτγουιν παραμένουν εκτός ακαδημαϊκών τειχών και διαβάζονται ολοένα και λιγότερο από τη γενιά του Facebook.
Κατά ένα ειρωνικό τρόπο, ο Τσάτουιν, παρότι δεν έζησε αρκετά για να το δει, είχε περιγράψει προφητικά την παντοδυναμία του Ίντερνετ, ως «μια συνδετική σούπερ-λεωφόρο χωρίς σύνορα». Παράλληλα είχε αισθανθεί το ρίγος της επερχόμενης πολιτισμικής ασυναρτησίας που θα κυριαρχούσε στο τοπίο της παγκοσμιοποίησης. Ένας από τους αγαπημένους ποιητές του Τσάτουιν, ο Τ.Σ. Έλιοτ είχε αναρωτηθεί σ’ ένα από τα γνωστότερα ποιήματα του «Πού είναι η σοφία που έχουμε χάσει στη γνώση;/ Πού είναι η γνώση που έχουμε χάσει στην πληροφορία;/Οι κύκλοι του Ουρανού σε είκοσι αιώνες/Μας φέρνουν μακριά από τον Θεό κοντά στις Στάχτες».
Είναι περίπου σ’ αυτό το στάχτινο τοπίο που βρίσκουμε τον ήρωά μας να αναζητάει το νόημα της ύπαρξης και μέσα από αυτό το νόημα της θεότητας που αναζήτησαν κατά καιρούς οι λαμπερότεροι και πιο ετερόκλητοι διανοούμενοι μετά την Αναγέννηση, από τον Χέλντερλιν και τον Νίτσε, ως τον Μπλέικ, τον Καμί και τον Ελύτη. Το ιδεώδες του «υπεράνθρωπου», όπως τον φαντάστηκε κάποτε ο Νίτσε, ήταν η σωτηρία μέσα από την ανακάλυψη, την αποδοχή και την αφύπνιση του εσωτερικού θεού που κοιμάται στα άδυτα κάθε ανθρώπινης ύπαρξης. Η ιδέα του ένθεου σιγόκαιγε πάντα στη ψυχή της ποίησης, οι δημιουργοί της οποίας λαχταρούσαν συχνά το φιλί της μούσας και τη ζεστασιά της θεότητας. Η φαντασία το πρόσφερε αυτό αγόγγυστα στους ποιητές –ο Μπλέικ είχε αναφερθεί στην «ηθική πρωτοκαθεδρία της φαντασίας»– και στην πηγή αυτής της φαντασίας θέριεψε το έργο του Τσάτουιν.
Στην αρχή ο Μπρους δεν ήξερε πως άθελα του βάδιζε σε αναζήτηση του ένθεου. Γι’ αυτόν ο Θεός ήταν κάποτε μια αφηρημένη ελπίδα που, όπως και για τον Νίτσε, πέθανε άδοξα στις εκκλησίας της μπουρζουαζίας. Είναι σπαραχτικό –και άδικο για μας τους αναγνώστες– πως όταν ο Τσάτουιν ανακάλυψε την αγιοσύνη και τη δύναμη του Θείου στο Άγιον Όρος δεν πρόλαβε να βάλει τις σκέψεις του σε βιβλίο. Και είναι τα ανέκδοτα ημερολόγια του Τσάτουιν, τα οποία κυκλοφόρησαν στην Αγγλία σε μορφή βιβλίου επιμελημένου από τη γυναίκα του, την Ελίζαμπεθ, και τον βιογράφο του Νίκολας Σέξπιρ, που φωτίζουν αυτό το πιο σημαντικό, τελευταίο κεφάλαιο της ζωής του Τσάτουιν, το οποίο ξεκίνησε και ολοκληρώθηκε στην Ελλάδα.
Διαβάστε ακόμα: Γιατί όλοι μέσα μας λαχταράμε μια καλύβα στη φύση;
Το πέρασμα στο Όρος
Ο ρομαντικός ποιητής Ουίλιαμ Ουέρντσγουερθ είχε αναφερθεί κάποτε στη «διπλή συνείδηση» του λογοτέχνη, η οποία επιτυγχάνεται συνήθως στη μέση ηλικία. Τότε που ο μεσήλικας διανοούμενος μπορεί, κοιτώντας πίσω, να διακρίνει τον εαυτό του όπως ήταν στα νιάτα του και όπως είναι τώρα, στα ύψη της μεστότητας, όπου η εμπειρία έχει μεταβάλει το μυαλό και ο χρόνος τη σάρκα. Η διπλή συνείδηση αποτελεί μια αναπόφευκτη καμπή που κάθε διανοούμενος αγγίζει – σε άλλους λειτουργεί θετικά, σε άλλους προκαλεί ιλίγγους. Και είναι σ’ αυτήν την καμπή όπου το έργο κάποιου διχοτομείται στο «πριν» και στο «τώρα».
Στο Άγιον Όρος, ο Τσάτουιν είδε για πρώτη φορά το «πριν» σε απόσταση από το «τώρα». Ποιος ήταν πριν; Ένας εγωκεντρικός πλάνης, έρμαιο της ψυχής και των αισθήσεων, της σάρκας και της περιέργειας, της στιγμής και της αιωνιότητας. Ένας απόλυτα βυρωνικός χαρακτήρας, ο οποίος απήχε από τον Βύρωνα μόνο χρονικά. Αλλά κατά τα άλλα… είχε παντρευτεί χωρίς ιδιαίτερη σκέψη, είχε κοροϊδέψει ένα κατεστημένο, είχε απομακρυνθεί εσκεμμένα, είχε απορρίψει τη γενέτειρά του για ένα ιδεώδες, είχε διαπρέψει με τη μάσκα και τα λεφτά του Άγγλου σε τοπία όπου η παρουσία του Άγγλου αντιμετωπιζόταν ως ευχή και κατάρα.
Η ειλικρίνειά του ήταν η ειλικρίνεια του Άγγλου: μια υπεκφυγή, ένα λευκό ψέμα, μια μουτζούρα ζωής σερβιρισμένη σαν αριστοτέχνημα. Στην αρχή, έπρεπε να μοιραστεί το κρεβάτι του με την Ελίζαμπεθ, όταν στην πραγματικότητα ποθούσε κυρίως άντρες, με τους οποίους έκανε έρωτα συχνά και με πάθος, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη, εν γνώσει της γυναίκας του, η οποία δεν έπαψε ποτέ να τον αγαπάει και να τον φροντίζει ως την ύστατη στιγμή. Όταν διαγνώστηκε με AIDS στα μέσα της δεκαετίας του ’80 –τότε δηλαδή που οι πατέρες της εκκλησίας αναφέρονταν σ’ αυτό δημοσίως ως «μάστιγα του Θεού εναντίον των ανώμαλων»–, ένας κύκλος είχε ολοκληρωθεί, τόσο ιστορικά όσο και προσωπικά για τον Τσάτουιν.
Πέρα από τον πανικό που προκάλεσε στις αρχές της δεκαετίας του ’80, το AIDS συντέλεσε στη σύνθλιψη της ερωτικής απελευθέρωσης –και όχι μόνο των γκέι–, σε μια εποχή όπου οι φιλελεύθεροι νόμιζαν πως οι μεσαιωνικές αντιλήψεις γύρω από το σεξ, διατηρημένες μέσα από αιώνες χριστιανικής ηθικολογίας, είχαν ουσιαστικά στερέψει μετά την έξαψη των λουλουδάτων 70’s. Μέσα στο κλίμα του ξαφνικού αποπροσανατολισμού και φόβου, το AIDS δημιούργησε την ανάγκη για ένα νέο ηρωισμό, καθώς και το πρότυπο ενός νέου μάρτυρα που φώναζε προκλητικά “έρωτας ή θάνατος”!
Ένα χρόνο προτού ο Τσάτουιν διαγνωστεί με τον ιό, το Παρίσι θρηνούσε έναν τέτοιο ξακουστό μάρτυρα, τον διάσημο Γάλλο θεωρητικό Μισέλ Φουκό, ο οποίος πέθανε από AIDS το 1984. Ένα χρόνο πριν από το θάνατό του, ο Φουκό, του οποίου η τρίτομη «Ιστορία της σεξουαλικότητας» τον είχε καθιερώσει ως μια διεθνή φυσιογνωμία, είχε δηλώσει προκλητικά σε μια συνέντευξή του πως ο νέος πειρασμός, το νέο συμβόλαιο του Φάουστ (στις μέρες του AIDS) ήταν «η ανταλλαγή μιας ολόκληρης ζωής για το σεξ, για την αλήθεια και την υπεροχή του σεξ. Αξίζει κάποιος να πεθαίνει για το σεξ».
Διαβάστε ακόμα: Αλκίνοος Ιωαννίδης – «Ζήσαμε μέσα στην ηλιθιότητα για δεκαετίες».
Ο Τσάτουιν, ο οποίος είχε διαβάσει Φουκό, αντιστεκόταν σε αυτήν τη λογική. Αν ο Φουκό αντιπροσώπευε τη γαλλική κουλτούρα της ερωτικής απενεχοποίησης και του ερωτικού ηρωισμού, εκείνος εκπροσωπούσε όλα τα αντίθετα της δικής του κουλτούρας, σύμφωνα με τους άγραφους νόμους της οποίας η εγκράτεια και ο καθωσπρεπισμός ήταν υπεράνω αισθήσεων και ταξικών διαφορών, ήταν εθνική επιταγή! Ο παρανομαστής του αγγλικού καθωσπρεπισμού, βεβαίως, ήταν πάντα αυτό που ένας Άγγλος διανοούμενος εντόπισε ως “snobismus”, μια «αγγλική ασθένεια, μια ακαταμάχητα επείγουσα παρόρμηση να παρουσιάζεται κάποιος στον κόσμο ως κάτι καλύτερο και σπουδαιότερο από ό,τι στα αλήθεια είναι σε ό,τι έχει σχέση με την οικογένεια, τη μόρφωση, τον πλούτο, τους φίλους και τις επιδόσεις».
Ο Τσάτουιν δεν ήταν καθόλου ανεπηρέαστος από αυτή την «αγγλική ασθένεια», η οποία είχε πλήξει πολλά αστέρια της αγγλικής διανόησης, πριν από αυτόν. Το σνομπάρισμα της αλήθειας, ακόμα και της ανθρώπινης φύσης, ως ύστατη έκφραση του snobismus είναι αυτό που τον οδήγησε, όπως και τον Βύρωνα πριν από αυτόν, να αποποιηθεί την εγγλέζικη κληρονομιά του, απλώς επειδή αισθάνθηκε ανώτερος από τα υπόλοιπα πιόνια της αυτοκρατορίας. Όταν ήρθε η ώρα να αναμετρηθεί προσωπικά με τον ερωτισμό του, σνομπάρισε τη φύση του, όπως είχε σνομπάρει την Αγγλία.
Το AIDS εισέβαλλε στη ζωή του ως μια θανατηφόρα προοπτική που τον προκάλεσε να διαλέξει ανάμεσα στο μονοπάτι που είχε πάρει ο Φουκό ή στο μονόδρομο που είχε χαράξει η οργανωμένη κοινωνία. Διάλεξε το δεύτερο και, ως μετανοημένος «αμαρτωλός», επέλεξε το δρόμο του Θεού. Ήταν παράξενο για έναν διανοούμενο, αλλά αυτή ήταν η επιλογή του κι έτσι έφτασε στο Άγιον Όρος, αναζητώντας αυτό που δεν είχε αναζητήσει ποτέ πριν, τον εξαγνισμό. Όπως παρατήρησε ένας φίλος του, «δεν μαγεύτηκε απλώς από τον πρωτόγονο μυστικισμό του Όρους. Ήταν ευάλωτος εκείνη την εποχή, ήξερε ότι η αρρώστια του ήταν θανατηφόρα και κατά κάποιο τρόπο στο περιβάλλον του Όρους προέκυψε η ελπίδα ότι το φάρμακο βρισκόταν εκεί».
Στο έξοχο οδοιπορικό του «Ταξίδι στον Άθω», το οποίο γράφτηκε το 2005, ο Αμερικανός συγγραφέας Κρίστοφερ Μέριλ παρατηρεί πως «το φάρμακο της Ορθοδοξίας είναι η εγρήγορση, η πρακτική της προφύλαξης της καρδιάς από τη φαντασία, την πηγή της αμαρτίας – αλαζονεία, φθόνος, πλεονεξία, το κυνήγι των σαρκικών ηδονών». Ο Τσάτουιν δεν ήταν ο πρώτος τέως άθεος διανοούμενος που υποκλίθηκε στη δύναμη του Όρους ή, όπως ο ίδιος το έθεσε σ’ ένα γράμμα του, «ο Άθως είναι πασιφανώς ένα αταβιστικό θαύμα». Πολύ πριν από αυτόν, γίγαντες της διανόησης του εικοστού αιώνα, όπως ο Καζαντζάκης, είχαν διχαστεί στον Άθω: αν δεν υπήρχε Θεός, τότε τίνος ήταν η δύναμη που κεραυνοβολούσε τον επισκέπτη του Όρους; Ειδικά σε ευάλωτες στιγμές όπου η προοπτική του θανάτου ξεπροβάλλει ως αυριανή αλήθεια, πολλοί τέως αδιάφοροι προς τη θρησκεία δημιουργικοί άνθρωποι ασπάστηκαν κατά καιρούς το σταυρό ως ύστατη ελπίδα.
Ο Μπρους έφτασε στο Άγιον Όρος το 1985, απευθείας από την Αυστραλία, όπου είχε διαγνωστεί με την αρρώστια του και όπου πιθανώς την είχε κολλήσει σε προηγούμενο ταξίδι του εκεί. Η μεταμόρφωσή του ξάφνιασε τους φίλους του. Όπως παρατηρεί ο βιογράφος του, πριν από το ταξίδι του στον Άθω δεν είχε ποτέ αναφερθεί στο θέμα της θρησκείας και κανένας από τους φίλους του δεν τον θυμάται ως θρήσκο.
Διαβάστε ακόμα: Άθως – Ένας κόσμος που αντέχει σε αιώνες μοναξιάς.
Όπως σχολίασε κάποτε ο Πάτρικ Λι Φέρμορ, ο 95χρονος διάσημος Άγγλος συγγραφέας που ζούσε στην Καρδαμύλη της Μάνης όπου το 1958 έγραψε το πολυδιαβασμένο βιβλίο του «Μάνη», «ο Μπρους ποτέ, μα ποτέ, δεν είχε πει μια κουβέντα για τον Θεό». Ο Φέρμορ υπήρξε ένας από τους επιστήθιους φίλους του Τσάτουιν και κατά καιρούς οικοδεσπότης του στα ταξίδια του στην Ελλάδα. Το σπίτι του στην Καρδαμύλη ήταν ένας από τους πιο δημοφιλείς σταθμούς φιλοξενίας Άγγλων διανοούμενων που έρχονταν από το Λονδίνο για να γευτούν τον ήλιο και τη φιλοξενία σε αυτήν την «Τοσκάνη με θάλασσα», όπως συχνά αποκαλείται η Μάνη στους κύκλους των διεθνών ταξιδευτών.
Ανάμεσα στη Μάνη και στο Όρος, ο Τσάτουιν αισθάνθηκε την Ελλάδα ως το πιο «ανακουφιστικό καταφύγιο», όπως το διατύπωσε κάποτε ο ίδιος. Ακόμα και αν το λιτό περιβάλλον του Αγίου Όρους δεν ήταν σε θέση να του προσφέρει τη ραφινάτη φιλοξενία του Φέρμορ, αισθανόταν ευτυχής. Όπως παρατηρεί ένας φίλος του, ο Ντέρεκ Χιλ, ένας Άγγλος καλλιτέχνης που είχε ήδη κάνει πολλαπλές επισκέψεις στο Όρος και χάρη στην επιμονή του οποίου αποφάσισε να το επισκεφτεί και ο Μπρους, «στην αρχή ήμουν κάπως διστακτικός επειδή ήταν δύσκολος και γκρινιάρης. Νόμιζα ότι θα τον ενοχλούσε η μυρωδιά των μοναχών ή τα άβολα κρεβάτια ή η οσμή των καμπινέδων. Αλλά τελικά ήταν μια αποκάλυψη γι’ αυτόν που νομίζω πως τον χτύπησε σαν βόμβα».
Όπως θα ομολογούσε ο ίδιος ο Τσάτουιν στις επιστολές του, εκεί υπερέβη τα όρια του φθαρτού σώματός του και ξέφυγε στην απεραντοσύνη της συνείδησης, η οποία ξαφνικά, χάρη στην αποκάλυψη του Όρους, είχε αποκτήσει κέντρο τον Θεό. Δεν είναι μυστικό ότι, όπως ισχυρίστηκε ο Κρίστοφερ Μέριλ, «στην Ορθοδοξία, η ενόραση υπερισχύει της λογικής: η απευθείας επαφή με τον Θεό έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία από μια λογική απόδειξη της ύπαρξής του».
Καθισμένος στο πεζούλι έξω από τη μονή Σταυρονικήτα πλάι στο Αιγαίο, ο Τσάτουιν θα σημείωνε πως «το πιο όμορφο θέαμα από όλα είναι ένας σιδερένιος σταυρός πάνω σ’ ένα βράχο στη θάλασσα». Οι αντιστάσεις του απέναντι στην άγνωστη δύναμη είχαν μειωθεί. «Πρέπει να υπάρχει Θεός», θα έγραφε λίγο αργότερα. Λίγες εβδομάδες μετά θα συναντούσε τη σύζυγό του, από την οποία δεν πήρε ποτέ διαζύγιο και διατήρησε μαζί της μια σχέση ζωής μετά το χωρισμό τους, για να της εκμυστηρευτεί την εσωτερική μεταμόρφωσή του. Όπως θυμάται η Ελίζαμπεθ, «όταν επέστρεψε από το Όρος, μου είπε: “Δεν είχα ιδέα πως θα ανακάλυπτα κάτι τέτοιο”. Δεν ήταν όπως τα άλλα του ταξίδια ανακάλυψης. Ήταν εντελώς εσωτερικό».
Στη γαλήνη της Μάνης
Η μνήμη του Αγίου Όρους στοίχειωσε στο υποσυνείδητο του Τσάτουιν και η εμμονή του να επιστρέψει εκεί έγινε αναπόσπαστο μέρος του επιλόγου της ζωής του. Σε ώρες ντελίριου και παραισθήσεων, εν μέρει αποτέλεσμα των πειραματικών φαρμάκων που έπαιρνε, έβλεπε μπροστά του εικόνες του Χριστού από τις μονές του Όρους. Σε μια σύντομη περίοδο ύφεσης της αρρώστιας του, αναζήτησε συμβουλές και βοήθεια από τον Καλίστο Ουέαρ, έναν Έλληνα ορθόδοξο επίσκοπο από την Οξφόρδη, στον οποίο έκανε πολλές επισκέψεις. Όπως αποκάλυψε ο επίσκοπος στον Νίκολας Σέξπιρ, είχε αποφασίσει να βαφτιστεί Χριστιανός και «ήθελε να βαφτιστεί στο Άγιον Όρος, αφού είχε παίξει τόσο σημαντικό ρόλο στον προσηλυτισμό του». Χωρίς να το ξέρει κανείς τότε, άρχισε να προετοιμάζει το δεύτερο ταξίδι του εκεί. Αλλά ο θάνατος τον πρόλαβε στις 18 Ιανουαρίου του 1989, στη Νίκαια της Γαλλίας.
Είχε προλάβει μόνο να εκφράσει την τελευταία επιθυμία του στον επίσκοπο Καλίστο. Στην κηδεία του, η οποία έγινε στις 14 Φεβρουαρίου στον ελληνορθόδοξο ναό της Αγίας Σοφίας, στο Μπεϊσγουότερ, στο Λονδίνο, ο Καλίστο συγκινημένος είπε στους παρευρισκόμενους πως «ο Μπρους ήταν ένας ταξιδευτής που πέθανε προτού να ολοκληρωθούν όλα τα ταξίδια του και το ταξίδι στην Ορθοδοξία ήταν ένα από τα ανεκπλήρωτα ταξίδια του». Την επομένη, η χήρα του Τσάτουιν έφυγε για τη Μάνη, όπου σύμφωνα με την επιθυμία του άνδρα της, έθαψε τις στάχτες του κάτω από ένα ελαιόδεντρο, πλάι στον Άγιο Νικόλαο, μια μικρή βυζαντινή εκκλησία στη Χώρα, ένα μικρό χωριό ανατολικά της Καρδαμύλης.
Κατά ένα ειρωνικό τρόπο, η μέρα της κηδείας του Τσάτουιν πέρασε στην ιστορία ως η ημέρα που ο Αγιατολάχ Χομεϊνί εξέδωσε την περίφημη θανατική ποινή (την fatwa) εναντίον του Σαλμάν Ρουσντί, του οποίου το μυθιστόρημα «Σατανικοί στίχοι» είχε θεωρηθεί βλάσφημο από την κάστα του Χομεϊνί. Εκείνο το πρωί, ο Ρουσντί δεν είχε ιδέα τι τον περίμενε και ανύποπτος ακολουθούσε τον τελευταίο αποχαιρετισμό του φίλου του του Μπρους στην Αγία Σοφία. Όπως θυμάται ένας άλλος παρευρισκόμενος, «όταν βγήκαμε από το ναό, όλοι κατηφείς και δακρυσμένοι, μας περίμενε ένα μεγάλο σοκ: ήταν εκεί μαζεμένα όλα τα ΜΜΕ της Αγγλίας και η αστυνομία που περίμενε, για να φυγαδεύσει τον Ρουνσντί. Ήταν μια σουρεαλιστική στιγμή αποχωρισμού. Ο Ρουσντί έφευγε για να “ταφεί” σαν ζωντανός-νεκρός σε άγνωστο σημείο, μακριά από τα σκάγια του Ισλάμ, και η σωρός του Μπρους για την αιώνια ηρεμία της Μάνης».
Στη γαλήνη της Μάνης η παρέα του Τσάτουιν ήπιε ρετσίνα στη μνήμη του κάτω από το ελαιόδεντρο και τον αποχαιρέτησε στα ελληνικά: «Αιωνία σου η μνήμη». Κάτι που πιθανότατα θα γίνει. Όταν ο Νίκολας Σέξπιρ ρώτησε μια ηλικιωμένη σερβιτόρα σε μια ταβέρνα της Καρδαμύλης αν είχε ακουστά τον Τσάτουιν, το πρόσωπο της έλαμψε. «Αχ, ο Τσάτουιν!», είπε. «Ο Άγγλος θεός».
Διαβάστε ακόμα: Tα 5 κορυφαία λογοτεχνικά ξενοδοχεία στην Ευρώπη.