O Malcolm McDowell ως κινηματογραφικός Καλιγούλας στην ομώνυμη ταινία του Τίντο Μπρας.

Μια χρυσή εποχή

Παραδόξως, τη δεύτερη φορά που έφτασα στη Ρώμη, προερχόμενη από μια κατοικία μακρινή, και πάλι ένα ουράνιο τόξο εκτεινόταν πάνω από την πόλη. Δεδομένης της δόξας που μας συνόδευε στην επιστροφή μας, μπορεί και να ξεγελάστηκε το μάτι, όμως το τόξο φάνταζε πολύ ψηλότερο, φωτεινότερο και ζωντανό σε αυτή την περίσταση.

Αυτή τη φορά δεν ήμαστε μια καταπιεσμένη ευγενής οικογένεια σε πένθος, που μετέφερε τις στάχτες του νεκρού μας, αντιμέτωπη με ένα αβέβαιο μέλλον. Αυτή τη φορά δεν ήμουν μωρό, γερμένο στην αγκαλιά της τροφού μου. Αυτή τη φορά, ο αδερφός μου ήταν ο ισχυρότερος άνθρωπος στον κόσμο, κι εμείς τα τιμημένα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας. Στη διάρκεια του ταξιδιού μας βόρεια, από το Μισηνό, μεταφέροντας μαζί μας τη σορό του Τιβέριου, που είχε αρχίσει να αποσυντίθεται, οι σκλάβοι του αυτοκρατορικού Οίκου, πρόθυμοι να εντυπωσιάσουν τον νέο τους αφέντη, έβαλαν τα δυνατά τους ώστε να περιποιηθούν και να ντύσουν τον Καλιγούλα όπως άρμοζε στη θέση του.

Οφείλω να πω ότι η μεταμόρφωση ήταν εντυπωσιακή. Ο αδερφός μου ήταν πάντοτε οξύνους και απαγόρευσε τις χειρότερες υπερβολές που επιχειρήθηκαν, θέλοντας να διατηρήσει μια σοβαρή εμφάνιση, και το αποτέλεσμα ήταν υποδειγματικό. Έδειχνε γοητευτικός, αρχοντικός και επιβλητικός, ενώ επί της ουσίας δεν έδινε την εντύπωση πως ήταν κάτι περισσότερο από ένας ευγενής, της τάξης των συγκλητικών, περιβεβλημένος την τήβεννο.
Το βέβαιο είναι πως ο λαός της Ρώμης ανταποκρίθηκε με θέρμη, καθώς μπαίναμε στην πόλη θριαμβευτικά. Είναι μάλλον ενδεικτικό της φήμης του προηγούμενου αυτοκράτορα το γεγονός πως δεν υπήρχε ίχνος πένθιμης διάθεσης στα πλήθη που συγκεντρώθηκαν, μόνο πανηγυρισμού για την άφιξη του νέου τους ηγεμόνα, καθώς αυτός ήταν τέκνο του Γερμανικού, του σπουδαίου στρατηγού που λατρεύτηκε από τη Ρώμη, και ο κόσμος, μετά την κακία που χαρακτήρισε τη βασιλεία του εξόριστου Τιβέριου, έμοιαζε να προσβλέπει σε μια χρυσή εποχή.

«Ένα από τα στοιχεία που θυμάμαι καθαρότερα είναι ο Γέμελλος, ο οποίος είχε περάσει το ταξίδι της επιστροφής στη Ρώμη κλεισμένος σε μια άμαξα».

Οι αναμνήσεις μου από εκείνη την επιστροφή είναι κάπως θολές, καθώς επικρατούσε απερίγραπτη κοσμοσυρροή και φασαρία. Αποσπασματικά θυμάμαι ορισμένα πράγματα. Εκείνο το ουράνιο τόξο που μου τράβηξε την προσοχή και με μετέφερε, μάλλον θλιμμένα, στο παρελθόν, την πρώτη μου ημέρα στη Ρώμη και την οικογένεια που είχα χάσει, τις τελετές στο Καπιτώλιο, τις θυσίες, τις ομιλίες – όλα αυτά έρχονται στον νου μου σκόρπια, ανακατεμένα με τις ατελείωτες φωνές, τα χρώματα και το φως.

Ένα από τα στοιχεία που θυμάμαι καθαρότερα είναι ο Γέμελλος, ο οποίος είχε περάσει το ταξίδι της επιστροφής στη Ρώμη κλεισμένος σε μια άμαξα, υπό το άγρυπνο βλέμμα μιας μικρής ομάδας Πραιτοριανών. Και την ώρα που εμείς απολαμβάναμε την αποθέωση στην Αγορά, με την άκρη του ματιού μου είδα, αθέατο από το πλήθος, τον Γέμελλο να οδηγείται από μισή ντουζίνα Πραιτοριανούς στις φυλακές του Τυλλιανού, εκείνο τον απαίσιο λάκκο όπου κατέληγαν οι πολιτικοί κρατούμενοι της Ρώμης, όσο περίμεναν να μάθουν την ποινή τους. Στον χώρο αυτό είχαν οδηγηθεί οι σπουδαιότεροι εχθροί της Ρώμης, από τον Νουμίδη βασιλιά Ιουγούρθα, μέχρι τον Γαλάτη επαναστάτη Βερκιγγετόριγα. Και τώρα ο Γέμελλος, ο εγγονός του Τιβέριου, ερχόταν να προστεθεί σε εκείνο τον φοβερό κατάλογο.

Απογοητεύτηκα κάπως με τη στάση του αδερφού μου στο σημείο αυτό. Τόσο ο Σιλανός, όσο και ο Μάκρων τον είχαν παροτρύνει να θανατώσει τον Γέμελλο προκειμένου να απαλλαγεί από ένα ενδεχόμενο πρόβλημα, και, παρότι δεν ήμουν σίγουρη ποια τύχη επιθυμούσα εγώ να έχει, το να σαπίζει σε μια φυλακή, βουτηγμένος μέσα στις ακαθαρσίες του, σίγουρα δεν ήταν η επιλογή μου. Όμως ο αδερφός μου αρκέστηκε να μας πει πως θεωρούσε ότι ο Γέμελλος θα μπορούσε κάποια στιγμή να του φανεί χρήσιμος. Άλλωστε, ήταν πράγματι πολιτικός κρατούμενος.
Θυμάμαι επίσης την επιστροφή της Αγριππίνας. Είχαμε καιρό να δούμε τη μεγάλη μου αδερφή, και η διαρκής ανησυχία που υπήρχε για τη στάση του συζύγου της με έκανε να αισθανθώ πραγματικά ευγνώμων όταν διαπίστωσα πως ήταν απολύτως υγιής και σώα. Μάλιστα, έμοιαζε να αναδίδει μια λάμψη, την οποία δεν μπορούσα να προσδιορίσω ακριβώς, καθώς η ευλογία –ή, ίσως, η κατάρα– της μητρότητας εξακολουθούσε να μου είναι άγνωστη.

Προσπάθησα, καθώς περπατούσαμε, να την πείσω να ζητήσει από τον αδερφό μας να της παραχωρήσει διαζύγιο από τον Αηνόβαρβο, καθώς πλέον διέθετε την εξουσία να κάνει κάτι τέτοιο, κι ακόμα περισσότερα, όμως εκείνη δε θέλησε να ακούσει κουβέντα. Όποιοι και αν ήταν οι λόγοι της, ήταν αποφασισμένη να επιμείνει στον γάμο της και δεν είχε καμία διάθεση να αφήσει τον Καλιγούλα να τους χωρίσει. Ίσως επειδή ήξερε τι είχαν δημιουργήσει μαζί.

To βιβλίο «Καλιγούλας, ο καταραμένος αυτοκράτορας» αναμένεται να κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Ψυχογιός.

«Δεν του χρωστάς το παραμικρό», είπα, καθώς περνούσαμε από την Ιερά Οδό. «Είσαι αδερφή του αυτοκράτορα!»
«Δεν είναι ζήτημα χρέους», απάντησε αυστηρά η Αγριππίνα, καθώς χαιρετούσε αφηρημένα το πλήθος. «Είναι ζήτημα εκκρεμοτήτων που δεν έχουν ωριμάσει. Κάθε πράγμα στον καιρό του».
Προφανώς είχε καταστρώσει ήδη κάποιο σχέδιο, καθώς κάθε πράξη της ήταν απόρροια κάποιου σχεδίου. Διαφώνησα μαζί της, όποιο κι αν ήταν το σχέδιο που υπηρετούσε, όμως οι εκκλήσεις μου δε βρήκαν ανταπόκριση.

«Το ζήτημα είναι να μπορείς να υπομένεις την όποια δοκιμασία σού επιφυλάσσει το παρόν καθώς ετοιμάζεσαι να υποδεχτείς το μέλλον».

«Έχεις όση εξουσία μπορεί να λαχταράς πλέον», πέταξα κάποια στιγμή, καθώς αναφερόμουν μάλλον άκομψα στη συνήθειά της να παίζει παιχνίδια εξουσίας με τους ανθρώπους γύρω της. Εκείνη, γύρισε και με αγριοκοίταξε, όμως δεν έκανα πίσω. «Είσαι μέλος της αυτοκρατορικής οικογένειας. Εμείς είμαστε η αυτοκρατορική οικογένεια. Θα απολαύουμε τιμών, γαλήνης, ενδεχομένως ακόμα και δόξας. Οι γιοι σου θα είναι πρίγκιπες της Ρώμης!» Αυτό το τελευταίο το είχα πει εξακολουθώντας να αγνοώ τη ζωή που αναπτυσσόταν μέσα της, και της είχε χαρίσει εκείνη τη θαυμάσια λάμψη που φορούσε σαν μανδύα.

«Δεν ξέρεις τι λες, Λιβίλλα», αποκρίθηκε η Αγριππίνα, με έναν δηκτικό τόνο που με έκανε να σαστίσω. «Ζεις πανευτυχής, κλεισμένη στο καβούκι σου, πιστεύοντας στην αξία του αίματος του πατέρα μας. Το ζήτημα δεν είναι το τι μπορείς να δεις, ποιον γνωρίζεις και μπορείς να χειραγωγήσεις στο παρόν. Ποτέ σου δεν πρόκειται να καταλάβεις. Το ζήτημα είναι να μπορείς να υπομένεις την όποια δοκιμασία σού επιφυλάσσει το παρόν καθώς ετοιμάζεσαι να υποδεχτείς το μέλλον. Καμία αξία δεν έχει το να διατηρείς ένα άνετο προβάδισμα, όταν ο στόχος είναι να κερδίσεις το παιχνίδι. Λοιπόν, μην πεις άλλη κουβέντα».

Όποιο και αν ήταν το σχέδιό της, προφανώς άξιζε να υπομένει κάποιους σποραδικούς ξυλοδαρμούς. Σε κάθε περίπτωση, ο τρόπος με τον οποίο μου μίλησε με αποθάρρυνε από κάθε περαιτέρω προσπάθεια να βοηθήσω. Ανέκαθεν ήταν ψυχρή και ευφυής, όμως φοβάμαι πως ο γάμος με εκείνο το κτήνος που πήρε για σύζυγο οδήγησε στην ανάπτυξη κι ενός μοχθηρού στοιχείου μέσα της.
Έστρεψα και πάλι την προσοχή μου στην ένδοξη επιστροφή μας.

Κάποια στιγμή η φασαρία κόπασε κι εμείς ανηφορίσαμε προς τον Παλατίνο λόφο, εκεί όπου μας περίμενε το ανάκτορο του Τιβέριου – το ανάκτορο του Γάιου, πλέον, φαντάζομαι. Και, επίσης, ο σύζυγός μου. Ο Καλιγούλας τον χαιρέτησε ως στενό φίλο και γαμπρό, κι οι δυο τους γελούσαν και χαμογελούσαν, καθώς ο Βινίκιος τον ξεναγούσε στο ανάκτορο, επισημαίνοντας το πώς ορισμένα σημεία είχαν αλλάξει την τελευταία στιγμή, προκειμένου να αφαιρεθεί όχι μόνο κάθε σημάδι του Σηιανού, αλλά και τα λιγότερο υγιή στοιχεία του προηγούμενου ιδιοκτήτη. Ο Τιβέριος, από ό,τι φαινόταν, είχε ορισμένες ιδιαίτερες –κάποιοι θα έλεγαν σκοτεινές– προτιμήσεις και συνήθειες.

«Στο όμορφο σπιτάκι μας γίναμε και πάλι αντρόγυνο, κι έτσι μπόρεσα να θυμηθώ τις πρώτες μας ημέρες μαζί ».

Δεν ήμουν σίγουρη τι να περιμένω από την επανένωσή μου με έναν σύζυγο με τον οποίο μετρούσαμε τέσσερα χρόνια γάμου αλλά είχαμε συνυπάρξει μονάχα δύο φορές, για λιγότερο από δύο εβδομάδες συνολικά. Ήταν για μένα μια έκπληξη όταν διαπίστωσα πως ήταν εύθυμος, στοργικός και παθιασμένος, έτσι που εκείνες οι πρώτες ημέρες στη Ρώμη πέρασαν για μένα ονειρικά. Ο Βινίκιος είχε ένα σπίτι στον Εσκυλίνο λόφο, όμως το διάστημα αυτό κατοικούσε σε ένα σπίτι στον Παλατίνο λόφο, το οποίο άλλοτε ανήκε στον αυτοκράτορα Αύγουστο, και, όταν το πληροφορήθηκε ο αδερφός μου αυτό, μας παραχώρησε γενναιόδωρα το κτίσμα.

Στο όμορφο σπιτάκι μας γίναμε και πάλι αντρόγυνο, κι έτσι μπόρεσα να θυμηθώ τις πρώτες μας ημέρες μαζί και το γιατί τον νοιαζόμουν τόσο. Πράγματι, παρότι ανέκαθεν ήταν ελαφρώς κυνικός σε ό,τι είχε να κάνει με την αγάπη, συνειδητοποίησα πως τα όσα είχαμε μοιραστεί υπερέβαιναν τη φιλία και τον σεβασμό, συμπεριελάμβαναν κάτι το πρωτόγονο και παθιασμένο.

 

Διαβάστε ακόμα: Νεοελληνική αθυροστομία, το cult τρίτομο βιβλίο επανακυκλοφορεί.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top