Στην ταινία «Ο θυρωρός της νύχτας» της Λιλιάνα Καβάνι. Μια εμβληματική εικόνα του σαδομαζοχισμού.

Όσοι την επισκέφτηκαν αναφέρουν πως πρώτα καταφθάνει μια τεράστια γάτα Αγκύρας. Mετά, εκείνη σε υποδέχεται πόδια γυμνά, κινήσεις ρευστές, φιδίσιες. Υπέροχοι πίνακες στους τοίχους, πράγμα που σου θυμίζει πως είναι ζωγράφος κι η ίδια. Το ατελιέ της βρίσκεται στο Saint-Germain-des-Prés, όπου κανείς άλλος δεν επιτρέπεται να πατήσει το πόδι του.

Η Σαρλότ Ράμπλινγκ αγαπάει τη μοναχικότητα. Δεν είναι μόνο σύμμαχός της, αλλά και ανάγκη. Μπορεί να φαίνεται αντιφατικό για μια ηθοποιό του βεληνεκούς της, όμως δεν χρειάζεται το βλέμμα των άλλων. Αυτό δεν σημαίνει πως αμέσως δεν δένεται συναισθηματικά μαζί του. Και στα λόγια της, η συμβατικότητα απουσιάζει.

Ακόμα κι βιογραφία της που κυκλοφόρησε το 2016, με τίτλο Ποια είμαι, δεν είναι ένας χοντρός τόμος απομνημονευμάτων, αλλά μάλλον ένα λογοτεχνικό δοκίμιο, όπου μέσω των λέξεων η Σαρλότ αναζητά την ουσία της ζωής της. Στιλπνό σαν βότσαλο στην ακρογιαλιά. «Δεν υπάρχει τίποτα πιο βαρετό από το να παραθέτεις αυτό που ξέρεις ήδη».

Η Ράμπλινγκ δεν υπήρξε ποτέ μια καριερίστρια. Πάντα ακολουθούσε τις ορμές της.

Μοιάζει πάντα στέρεη και γαλήνια. Ο τελευταίος της σύντροφος, Jean-Noël Tassez, πέθανε δεν πάει καιρός μετά από μακροχρόνια αρρώστια. Όταν κάτι την ενοχλεί ή την πονάει, στρέφει το πρόσωπο στο πλάι, το κρύβει στη σκιά. Μετά χαμογελάει ή ξεσπάει σε κρυστάλλινα γέλια. Τα χέρια παραμένουν φλύαρα.

Γυμνή ή ντυμένη νοιάζει πάντα στέρεη και γαλήνια.

Το βλέμμα της ήταν εξαρχής από τα πιο αινιγματικά του ευρωπαϊκού σινεμά: ανοιχτό γκρίζο, ζωώδης ένταση, βλέφαρα βαριά, για να προστατέψει τα παράθυρα της ψυχής της. Αλλά το κεφάλι της λέαινας ορθώνεται πάντα αγέρωχο.

Η σαγήνη της, το ανδρόγυνο στυλ της και η ελευθεριότητά της γοήτευαν τους πάντες, γυναίκες και άντρες, τους μόδιστρους και τα προϊόντα πολυτελείας. Ήταν ηγερία και φετίχ. Μια γυναίκα ευφυής, κυρίαρχη και απολύτως κομψή.

Η Ράμπλινγκ δεν υπήρξε ποτέ μια καριερίστρια. Πάντα ακολουθούσε τις παρορμήσεις της, τη φαντασία της, τις επιθυμίες της ή την έκλειψή τους. Πάντα «αμακιγιάριστη». Χωρίς ουδέποτε, ωστόσο, να περιπέσει στη λήθη.

Μια γυναίκα που, όπως όλος ο κόσμος, γεννήθηκε κάποια στιγμή. Εν προκειμένω, ήταν η 5η Φεβρουαρίου του 1946. Και σε ένα μέρος. Παρεμπιπτόντως, ήταν το Έσσεξ της Αγγλίας. Δεν μπορείς, όμως, να πεις ότι η ζωή της ξετυλίγεται γραμμικά.

Πάντα, στον πάτο του πιάτου, τρεμοπαίζει το πρόσωπο της αδελφής της. Είναι η Σάρα, την οποία η κατά τρία χρόνια πρωτότοκη Σαρλότ είναι επιφορτισμένη να επιβλέπει. Ο πατέρας είναι αξιωματικός του πυροβολικού. Η οικογένεια μετακομίζει επτά φορές μέσα σε 13 χρόνια. Με την έναρξη κάθε σχολικής χρονιάς, το μόνο σταθερό σημείο αναφοράς είναι η αδελφή. Πρόκειται, όμως, για παιδί προβληματικό από τα γεννοφάσκια του. Που πάσχει από μια παράξενη ασθένεια: την υπνοβασία.

Η Σάρα θα αυτοκτονήσει στο Μεξικό το 1967, ένα μήνα αφότου γεννήσει ένα αγοράκι. Το επτασφράγιστο μυστικό αυτού του θανάτου θα λειτουργήσει ως κυκλώνας και θα αλλοιώσει την αίσθηση του χρόνου της Ράμπλινγκ. Η ζωή της θα μαγνητίζεται μονίμως από αυτήν τη μαύρη τρύπα, αυτήν την απουσία. Και θα τη σφραγίσει.

Υπήρξαν πολλές φορές που δήλωνε απούσα. Που προτιμούσε τη φυγή. Που έβγαινε από την πρίζα. Ήταν ένας τρόπος να αντιμετωπίσει την οδύνη. Αλλά το πένθος μπορεί να γίνει και μια πανίσχυρη κινητήρια δύναμη. Η Ράμπλινγκ είναι μια περίπλοκη γυναίκα.

Η γυναίκα με τα μάτια πάνθηρα, σύμβολο του ευγενούς διαστροφικού ερωτισμού.

Όταν η αδελφή της πεθαίνει, η Σαρλότ είναι ήδη μια βεντέτα του swinging London. Του δίνει και καταλαβαίνει, διασκεδάζει, πότε-πότε δημιουργεί σκάνδαλα δίχως να το θέλει. Είναι μια εποχή ευφορίας, την οποία ως συνήθως θα διαδεχτεί η δυστυχία.

Η πιτσιρίκα ανακαλύπτει τη φωτογένειά της, αλλά ούτε ηθοποιός θέλει να γίνει ούτε να κάνει το μοντέλο. Οι άλλοι είναι που εκστασιάζονται μπροστά στην ομορφιά της, που την πιέζουν.

Οι σκηνοθέτες ποτέ δεν έπαψαν να τη φαντασιώνονται. Γι’ αυτούς είναι πάντα το πλάσμα με τα γατίσια μάτια που πόζαρε γυμνό πάνω σ’ ένα τραπέζι για τον Χέλμουτ Νιούτον. Που το συνοδεύει μια αύρα καμωμένη από μπαρούτι και μια ολόκληρη σειρά καυτών ρόλων.

Όταν εμφανίστηκε στον Θυρωρό της νύχτας με καπέλο των SS, στήθος γυμνό και τιράντες, βόγκηξε η πλάση. Η ταινία λογοκρίθηκε, απαγορεύτηκε, χαρακτηρίστηκε πορνό και η Ράμπλινγκ αναδείχθηκε σε εμβληματική εικόνα του σαδομαζοχισμού. Ένας ποιητής θα τη δει «τυλιγμένη από ήλιο, έχοντας το φεγγάρι στα πόδια της και στο κεφάλι μια κορώνα με 12 αστέρια», όπως στην Αποκάλυψη.

Ποτέ κανείς δεν έκανε το λάθος να ρετουσάρει αυτό το πρόσωπο που μαγνητίζει και το βεργολύγερο κορμί της, αβάσταχτα σέξι. Ακόμα και σήμερα, τα 70 πατημένα, δεν έχει κάνει το παραμικρό λίφτινγκ και παραμένει εξίσου συνταρακτική μέσα στα μαύρα βραδινά της φορέματα Yohji Yamamoto και τα ψηλά τακούνια της, τα φαρδιά παντελόνια της και τα αντρικά σμόκιν με το βαθύ ντεκολτέ, γυμνή από κάτω, χωρίς στηθόδεσμο.

Τη ρωτάνε πώς γίνεται μια γυναίκα που αδιαφορεί τόσο πολύ για την εικόνα της να γίνει ηθοποιός. Απαντά: «Διάλεξα συναρτήσει των ιδιοτήτων που μου αποδίδανε». Τις τολμηρές κι αυθάδικες κινηματογραφικές επιλογές της διαδέχονται μεγάλα διαστήματα αποσύνδεσης, απόσυρσης.

Η Ράμπλινγκ είναι μια περίπλοκη γυναίκα. Δεν ξέρει με τι μοιάζει.

Ανακαλύπτει τον βουδισμό και τον διαλογισμό. «Η χριστιανική θρησκεία της παιδικής μου ηλικίας, με τον Θεό της, τον χαμένο της παράδεισο και την ενοχή δεν μπορούσε να με βοηθήσει. Ίσως να με κοντρολάρει, όχι όμως να με απελευθερώσει», θα πει.

Η Ράμπλινγκ δεν αναγνωρίζει ποτέ τον εαυτό της στον καθρέφτη. Δεν ξέρει με τι μοιάζει. Δεν έχει συνείδηση της εικόνας της όταν τη βλέπει στην οθόνη. Ομολογεί πως ούτε το θέλει. Και δηλώνει ευτυχής που δεν ήταν νέα την εποχή των σέλφις.

Έχεις να κάνεις με μια γυναίκα μυστηριώδη, συγκινητική, που δεν επαναλαμβάνεται ποτέ. Το 1969, έζησε για μήνες στο Αφγανιστάν με τους νομάδες. «Έφυγα για να φέρω πίσω ένα αυτοκίνητο, κι έμεινα», θα πει αινιγματικά. Λίγο καιρό πριν, ήδη σταρ, έζησε σ’ ένα καραβάνι Τσιγγάνων. «Μπορώ να ζήσω χωρίς τίποτα». Στο ατελιέ της, δεν υπάρχει ούτε ψυγείο ούτε σκούπα ούτε τηλέφωνο. Δεν υποφέρει το θόρυβό τους.

Έχεις να κάνεις με μια γυναίκα μυστηριώδη, συγκινητική.

Στην επί 20ετία σύζυγο του Ζαν Μισέλ Ζαρ αρέσει να θυμίζει ότι η ζωή, όπως κι ο κινηματογράφος, οφείλει να είναι ένα διαρκές ρίσκο. Όπου η καταπληξία είναι απαραίτητη, ώστε να επιβιώσεις της «απάθειας» και της «μη ύπαρξης».

Εξ ου κι αυτοί οι σκανδαλώδεις ρόλοι. Ρόλοι μέσα απ’ τους οποίους βάλθηκε να εξερευνήσει διαταραγμένες προσωπικότητες, σκοτεινές ζώνες της ανθρώπινης ψυχής. Οι πιο ανομολόγητες ορμές καταλήγουν πάντα να κατατρώνε τις μάσκες. Με την κομψή επιδεξιότητα ενός ισορροπιστή κατάφερε να φέρει στο ζύγι την εικόνα της υποδειγματικής αστής και κείνη της παρεκκλίνουσας σεξουαλικότητας που υπόγεια ουρλιάζει.

Οι ταινίες της, Οι Καταραμένοι του Βισκόντι (1969), Ο θυρωρός της νύχτας της Λιλιάνα Καβάνι (1974), Μαξ, αγάπη μου του Ναγκίσα Οσίμα (1985), Η πισίνα του Φρανσουά Οζόν (2003), Το κάλεσμα του Νότου του Λοράν Καντέ (2005) είναι ιστορίες μιας διαρκούς εκμηδένισης.

Ταινίες παραβατικές, σκανδαλώδεις, που αντιμετωπίζουν τη σεξουαλικότητα ως μεταφορά των σχέσεων εξουσίας. Ερωτικοποιούν το Κακό και άρα το εξανθρωπίζουν. Μόνον ο διαστροφικός ερωτισμός μιας Σαρλότ Ράμπλινγκ, της γυναίκας με τα μάτια πάνθηρα, θα μπορούσε να ενσαρκώσει τόσο τέλεια όλο αυτό.

 

Διαβάστε ακόμα: Η οδυνηρά νεραϊδένια Ναστάζια Κίνσκι.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top