«Αυτό το βραβείο ήταν η μεγαλύτερη θεσμική τιμή που μου έχει γίνει ποτέ και δεν ξέρω αν θα μου γίνει και μεγαλύτερη στη ζωή μου» (Φωτογραφία: Πηνελόπη Μασούρη για το Andro).

O Χρήστος είναι ένας γαλαντόμος άνθρωπος. Και με αυτή την έννοια, πολύ εύστοχα και πολύ του ταίριαξε που όρισε το βραβείο του σαν μία αναγνώριση της Ελλάδας. Της Ελλάδας που αγαπά ειλικρινά τόσο πολύ – τόσο που δεν το φανταζόμουν όσο καλά και αν νομίζω πως τον ξέρω. Την αγαπά με έναν αυθεντικό, ενθουσιώδη τρόπο και αυτό το λέω διότι φαντάζομαι, πως εκεί στις Βρυξέλλες και στο Ευρωκοινοβούλιο όπου τον τίμησαν θα πρέπει να ήταν ο καλύτερος μας πρέσβης, έστω για μια μέρα.

Η «Νίκη» του που γράφτηκε στα καφενεία, εν τη κυριολεξία, έζησε τα πάντα, πορεύτηκε με όσα αφορούν την ανθρώπινη ύπαρξη και έφθασε σε μια κορύφωση μοναδική για όλους μας. Εκείνη, η μυθιστορηματική και αληθινή μητέρα δεν είναι εδώ, είναι όμως η εγγονή της και κόρη του Νίκη. Που τον συνόδευσε στη βράβευση, προσφέροντάς του μια στιγμή μαγική, αλλαγής ρόλων με κάποιον τρόπο και μια ανάμνηση παντοτινή. Καθίσαμε παρέα και συζητήσαμε για το… χρονικό αυτής της διάκρισης.

«Ίσως να έφτασα και στην κατάλληλη ηλικία για το βραβείο. Από τη στιγμή που δεν το πήρα για το ”Σοφό Παιδί” που το έβγαλα 25-26 χρονών».

– Θα μου πεις λίγο πώς ξεκίνησε αυτή η ιστορία; Πότε και τι γνώριζες;

Δεν ήξερα τίποτα, δεν είχα υπόψη καν αυτό το βραβείο. Επίσης, πρέπει να σου πω ότι μέχρι τη «Νίκη» δεν είχα πάρει κανένα βραβείο στη ζωή μου. Μάλιστα όταν ήμουνα πιτσιρικάς, το 1982, είχα στείλει ποιήματα στο περιοδικό «Γράμματα και Τέχνες» για να διαγωνιστώ. Είχε στείλει και ο συγχωρεμένος ο Νίκος Ζαχαριάδης ο οποίος βραβεύτηκε – εγώ όχι. Θυμάμαι μάλιστα έναν άθλιο στίχο που έχω γράψει «Ενοικιαζόμενο το καλημέρα του ψαρά μα η κόρη του σαν άνθος το πρωί»! Ο δεκαπεντάχρονος Χρήστος δηλαδή που πήγαινε διακοπές με τη μαμά του στα νησιά έβαζε το μαχαίρι στο κόκκαλο σε σχέση με το πώς διαχειρίζονταν οι ψαράδες τον κόσμο και τους τουρίστες!
Πήγαινα σε όλες τις απονομές γιατί με καλούσαν, αλλά έμενα πάντα καταϊδρωμένος και στεναχωρημένος. Ένας γνωστός εκδότης, τη χρονιά που είχα στείλει το «Ο κόσμος στα μέτρα του» και τον ρώτησα «γιατί δε μου δώσατε εμένα ποτέ ένα βραβείο», μου απάντησε πολύ απλά «γιατί τα άλλα βιβλία είναι καλύτερα». Έπαθα μεγάλη ακύρωση.

– Ενας δρόμος μετ’ εμποδίων δηλαδή.

Ίσως να έφτασα και στην κατάλληλη ηλικία. Από τη στιγμή που δεν το πήρα για το «Σοφό Παιδί» που το έβγαλα 25-26 χρονών, μετά ήρθαν αυτές οι άχαρες δεκαετίες που σου λένε… μικρός είναι ακόμα αλλά όχι και τόσο μικρός για να τον ενθαρρύνουμε. Εγώ πάντως αν έδινα βραβεία, θα τα έδινα με δύο κριτήρια: το ένα θα αφορούσε το συνολικό έργο κάποιου και το άλλο για να συστήσω κάποιον μικρό και ταλαντούχο. Το Νόμπελ, έχει κατακριθεί πολύ γιατί αφορά συγγραφείς που εμείς στην Ελλάδα αλλά και αλλού, δεν γνωρίζουμε καλά. Η ιδέα όμως είναι ότι το Νόμπελ είναι ένας προβολέας που πέφτει κάπου πάνω δημιουργώντας μία αίσθηση για πράγματα που δεν ξέρουμε. Και μας τα συστήνει. Βεβαίως και θα ήθελα, για παράδειγμα, να το πάρει ο Κούντερα γιατί πιστεύω ότι το αξίζει και γιατί ορίζει μια ολόκληρη εποχή της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και θα αναζωπυρωνόταν το ενδιαφέρον για το έργο του το οποίο θεωρώ πολύ σημαντικό, αλλά το να το δώσουν τελικά στην Αλεξίεβιτς, θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντικό επίσης. Άρα η λογική μου για τα βραβεία θα ήταν να δίνονται σε ανθρώπους που γράφουν πολύ ωραία πράγματα αλλά δεν είναι γνωστό το έργο τους.

«Πιστεύω ότι έχουν υπάρξει βραβεία πολύ εύστοχα και δίκαια και βραβεία που όχι. Σκέψου ότι το βραβείο της Eurovision το έχουν πάρει και οι Abba».

– Πιστεύεις ότι τα βραβεία στον τομέα του βιβλίου αντιστοιχούν στο μέγεθος της γυναικός ή του ανδρός;

Δεν πιστεύω τίποτα με απολυτότητα. Πιστεύω ότι έχουν υπάρξει βραβεία πολύ εύστοχα και δίκαια και βραβεία που όχι. Όπως και σε πάρα πολλούς άλλους τομείς. Δηλαδή σκέψου ότι το βραβείο της Eurovision το έχουν πάρει και οι Abba.

«Εγώ πάντως αν έδινα βραβεία, θα τα έδινα με δύο κριτήρια: το ένα θα αφορούσε το συνολικό έργο κάποιου και το άλλο για να συστήσω κάποιον μικρό και ταλαντούχο» (Φωτογραφία: Menelaos Myrillas / SOOC).

«Μου είπαν, ίσως και για να με κολακέψουν, ότι η ”Νίκη”επελέγη ανάμεσα από χιλιάδες βιβλία».

– Ποιοι αποφάσισαν για το δικό σου βραβείο;

Υπάρχει μία επιτροπή 15 δημοσιογράφων από όλη την Ευρώπη από τις καλύτερες εφημερίδες και πάντα ένας πρόεδρος, σημαίνον πρόσωπο. Φέτος πρόεδρος ήταν ο Ανταμ Πράις, ένας άνθρωπος που από μόνος του είναι λόγος για να θέλεις να παραλάβεις το βραβείο. Αυτός για να καταλάβεις είναι ο δημιουργός του Borgen,
μίας από τις καλύτερες σειρές που έχουν γυριστεί. Είναι περίπου στην ηλικία μου, Δανός που ζει στην Κοπεγχάγη, έχει μια εταιρία παραγωγής και παράλληλα είναι τηλεοπτικός μάγειρας και έχει έξι εστιατόρια. Είναι ένας άντρας απολύτως ερωτεύσιμος, γοητευτικός με αστραποβόλο μάτι, πολύ έξυπνος, που τον ενδιαφέρουν τα πάντα. Πρόκειται για μια πολύ ελκυστική προσωπικότητα. Η προϋπόθεση, λοιπόν, για να βραβευτεί ένα βιβλίο είναι να κυκλοφορεί σε δύο γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Οπότε πια, αφού η «Νίκη» μεταφράστηκε το 2021 στα γαλλικά, θα μπορούσε να είναι υποψήφια. Θεωρητικά υποψήφια είναι όλα τα βιβλία που κυκλοφορούν στην Ευρώπη σε δύο γλώσσες. Μου είπαν, ίσως και για να με κολακέψουν, ότι το δικό μου επελέγη ανάμεσα από χιλιάδες βιβλία.

– Πώς το έμαθες;

Κάποια στιγμή, στις αρχές Οκτωβρίου, έμαθα ότι το βιβλίο είναι στην πεντάδα. Ήξερα, επίσης, ότι η επιτροπή θα συνεδρίαζε κάποτε κατά τα μέσα Νοεμβρίου. Δεν ήξερα όμως ότι με το που θα βγάλουν την ετυμηγορία, το ανακοινώνουν επιτόπου – κάτι λογικό αφού πρέπει να το γνωρίζει εγκαίρως ο άνθρωπος για να πάει να το παραλάβει. Και ευτυχώς που δεν το ήξερα. Ήταν λοιπόν μία κανονική μέρα της εβδομάδας, είχα κάνει ένα rapid τεστ, και είχα ξαπλώσει το μεσημέρι για ένα πολύ γρήγορο ύπνο. Όταν ξύπνησα βρήκα 11 κλήσεις από την Αννα Πατάκη. Και πάλι δεν το φαντάστηκα – νόμιζα ότι κάποιος είχε πεθάνει. Απαντάω, μου λέει απλά «Το πήρες!». Χοροπηδούσα κυριολεκτικά από τη χαρά μου! Ήταν η μεγαλύτερη θεσμική τιμή που μου έχει γίνει ποτέ και δεν ξέρω αν θα μου γίνει και μεγαλύτερη στη ζωή μου.

«Μέχρι τη ”Νίκη” δεν είχα πάρει κανένα βραβείο στη ζωή μου» (Φωτογραφία: Νίκος Κοκκαλιάς).

«Το θέμα είναι να μπορεί να σε ερεθίζει η πραγματικότητα και να σε παίρνει μαζί της. Να θέλγεσαι από τις καταστάσεις και να τρυπώνεις σε αυτές».

– Εκτός από τη μεγάλη χαρά και την τιμή, μπορεί ένα τέτοιο βραβείο να μπλοκάρει κάποιον κάπως; Να αναρωτιέσαι πάντα αν θα μπορέσεις να ξεπεράσεις εκείνο τον εαυτό σου;

Ναι, υπάρχει αυτός και άλλοι κίνδυνοι. Κατ’ αρχάς να πάρεις πάρα πολύ σοβαρά τον εαυτό σου. Πράγμα το οποίο θα ήταν το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί ειδικά σε έναν άνθρωπο σαν κι εμένα, αλλά ελπίζω ότι πια απέχω από αυτό. Και άρα νομίζω ότι είναι καλό που το πήρα σε αυτή την ηλικία και όχι στα 30. Κατά τα άλλα, η «Νίκη» είναι το μόνο μου βιβλίο που έχει πάρει τόσα βραβεία  και μετά  έγραψα άλλα τέσσερα βιβλία. Θέλω να πω ότι εγώ έχω και το καρπούζι εγώ και το μαχαίρι που σημαίνει ότι από εμένα εξαρτάται το αν η «Νίκη» θα με κομπλάρει ή όχι. Το θέμα είναι να μπορεί να σε ερεθίζει η πραγματικότητα και να σε παίρνει μαζί της. Να θέλγεσαι από τις καταστάσεις και να τρυπώνεις σε αυτές, να χώνεις στη μύτη σου, να ζεις πράγματα με ένταση και να έχεις τη δυνατότητα αυτό να μπορείς να το μετασχηματίσεις σε τέχνη. Αυτό θα ήθελα να μπορώ να εξακολουθώ να κάνω ανεξαρτήτως βραβείου ασφαλώς.

– Γιατί η «Νίκη»; Γιατί όχι ένα άλλο βιβλίο;

Γιατί ερήμην μου έφτιαξα κάτι που ικανοποιεί πολλές προϋποθέσεις και  προδιαγραφές που αφορούν πολλά θέματα. Το θέμα ενός παιδιού, πχ., που γεννιέται σε ένα περιβάλλον με τους γονείς του να έχουν πάρει ακραίες και πολύ κρίσιμες αποφάσεις και να ακολουθούν έναν τρόπο ζωής που αναγκαστικά το παιδί θα πρέπει να επωμιστεί ή να τους «προδώσει», είναι από μόνο του δυνατό. Επίσης πρόκειται για ένα βιβλίο που πρακτικά διατρέχει έναν ολόκληρο αιώνα και φωτίζει τον ελληνικό 20ο αιώνα με το μάτι του 21ου, με την έννοια ότι αν είχε γραφτεί το 1990 θα ήταν τελείως διαφορετικό και, επίσης, είναι ενωτικό αφού δείχνει ότι σε κάθε παράταξη υπάρχουν και οι ήρωες και τα καθάρματα – έχει μία συμφιλιωτική προσέγγιση.

– Έχει όμως και μία παγκόσμια ματιά στα πράγματα. Νιώθω ότι η ουσία του δεν αφορά μόνο τον Ελληνα.

Ναι, περιέργως αυτό ισχύει αν και δεν έγινε επίτηδες. Επίσης θεωρώ πάρα πολύ σημαντικό ότι στο κέντρο του βιβλίου είναι ένα κοριτσάκι, σε μία εποχή που η γυναίκα πρωταγωνίστρια είναι ζητούμενο. Η ανθρωπότητα διψάει για γυναικείες φωνές και τη γυναικεία ματιά απέναντι στα πράγματα – που δεν χρειάζεται να είσαι γυναίκα για να τη δώσεις.

«Μία μέρα τελειώνοντας ένα κεφάλαιο στην πλατεία Βικτωρίας θυμάμαι πως συνειδητοποίησα ότι τους ήρωες τους αγαπούσα πολύ περισσότερο απ’ όσο νόμιζα στην πραγματικότητα».

– Θα ήταν ίδιο το βιβλίο αν η Νίκη δεν ήταν η μητέρα σου; Η συναισθηματική εμπλοκή σου δηλαδή με τα θέμα, το έκανε ένα καλύτερο βιβλίο;

Θα μπορούσε να είναι εξίσου καλό με κάποιαν άλλη πρωταγωνίστρια, απλώς δεν θα την ήξερα τόσο καλά. Όλοι οι χαρακτήρες είναι εμπνευσμένοι από ανθρώπους που γνώριζα απλώς τους άλλαξα πολύ κάνοντας καλλιτεχνικές αυθαιρεσίες. Μία μέρα τελειώνοντας ένα κεφάλαιο στην πλατεία Βικτωρίας θυμάμαι πως συνειδητοποίησα ότι τους ήρωες τους αγαπούσα πολύ περισσότερο απ’ όσο νόμιζα στην πραγματικότητα. Την θεία Λουκία, για παράδειγμα, την Μαρκέλλα του βιβλίου δηλαδή, ένιωσα ότι τελικά την αγαπούσα πιο πολύ από όσο της είχα δείξει.

– Στην πλατεία Βικτωρίας;

Αυτό το βιβλίο γράφτηκε βασικά στα καφενεία. Εκείνη την εποχή κάπνιζα και επειδή η κόρη μου η Νίκη ήταν μωρό δεν ήθελα να καπνίζω στο σπίτι, οπότε έπαιρνα το λάπτοπ και γύριζα δεξιά και αριστερά για να γράψω. Εκεί κατάλαβα σαφώς ότι ούτε με ενδιαφέρει να έχω γραφείο ούτε έχει κάποια σημασία αυτό για μένα. Δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα από το να κάθεσαι αλλού κάθε μέρα, να βάζεις τα ακουστικά και να ακούς μουσική, να πίνεις και δυο τρεις καφέδες και να αλλάζεις το περιβάλλον σου. Κάθε μέρα σκεφτόμουν πού θα ήθελα να γράψω την επόμενη. Μετά, «δυστυχώς», σταμάτησα να καπνίζω.

– Για ένα διεθνές βραβείο έχει σημασία αυτό που σου είπα πριν, να έχει δηλαδή μία ματιά παγκόσμια απέναντι στα πράγματα;

Κοίταξε να δεις το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα «100 χρόνια μοναξιάς» του Μάρκες, ένα βιβλίο που διαδραματίζεται σε ένα χωριό στη μέση του πουθενά, νομίζω στην Κολομβία, και έγινε ένα τεράστιο μπεστ σέλερ. Νομίζω ότι αναγνώστης θέλει να διαβάσει βιβλία με τοπικό ενδιαφέρον και να γνωρίσει άλλους τόπους και πολιτισμούς. Εγώ μέσα από τα βιβλία του Μουρακάμι έχω αρχίσει να ενδιαφέρομαι για την Ιαπωνία και τον θεωρώ τον καλύτερο πρέσβη της Ιαπωνίας όπως και τον Ορχάν Παμούκ της Κωνσταντινούπολης.

Τη στιγμή της τελετής βράβευσης. Ο Χρήστος Α. Χωμενίδης με τον αντιπρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Δημήτρη Παπαδημούλη.

«Πιστεύω ότι υπάρχουν πάρα πολύ σημαντικοί καλλιτέχνες στην Ελλάδα σήμερα στη μουσική, τη ζωγραφική, υπάρχουν εξαίρετοι ποιητές και συγγραφείς που τους αξίζει να ανοιχτούν στη διεθνή κοινότητα».

– Ένα βραβείο έχει να κάνει με ένα απολύτως προσωπικό στυλ γραφής ή όχι;  

Δεν ξέρω ούτε μπορώ να το εξηγήσω ακριβώς, αυτό που μπορώ να πω είναι ότι οι δημοσιογράφοι που με έκριναν, είχαν διαβάσει το βιβλίο προσεκτικά, και σε βάθος μάλιστα, καθώς μου έκαναν πολύ συγκεκριμένα σχόλια που το αποδείκνυαν αυτό. Τούτο με κολάκεψε, διότι τουλάχιστον αυτοί οι 15 ήξεραν τι έκαναν! Επιπροσθέτως με ρωτούσαν πολλά πράγματα για την Ελλάδα, γεγονός που με χαροποίησε ακόμη πιο πολύ. Η βασική μου ανάγκη και θέση, αν θες, είναι να γίνει αυτό το βραβείο αντιληπτό σαν ένα βραβείο για την Ελλάδα, για την Ελλάδα του 21ου αιώνα. Το επαναλαμβάνω τόσο έντονα γιατί το πιστεύω βαθιά. Πιστεύω ότι υπάρχουν πάρα πολύ σημαντικοί καλλιτέχνες στην Ελλάδα σήμερα στη μουσική, τη ζωγραφική, υπάρχουν εξαίρετοι ποιητές και συγγραφείς που τους αξίζει να ανοιχτούν στη διεθνή κοινότητα. Καιρός είναι, επίσης, να σπάνε τα στερεότυπα και αυτή η παλιά εικόνα της Ελλάδας ως μιας χώρας τουριστικού ενδιαφέροντος που περνάει και κάποιες κρίσεις από αυτή της Χούντας ως οικονομικές όπως αυτή του 2015 που μας άφησε και έναν Βαρουφάκη.

– Eίμαστε και κάτι άλλο… 

Αυτή είναι μία επίπεδη δισδιάστατη ανάγνωση της χώρας ενώ έχουμε τόσα άλλα να πούμε. Θυμάμαι καλά που μεταξύ του 2011 και του 2013 έρχονταν διάφορα τηλεοπτικά συνεργεία από το εξωτερικό για να κάνουν συνεντεύξεις σε Ελληνες ώστε να δουν τι γινόταν. Σε μία από αυτές, μία Ιταλίδα δημοσιογράφος, με ρωτούσε την ώρα που μιλούσαμε πού γίνονταν οι ταραχές! Αυτή η γυναίκα πίστευε ότι όλη την ημέρα στην Αθήνα σε κάποια σημεία πέφτει ξύλο, καίνε κάδους και τρέχουν τα ΜΑΤ. Αυτή δηλαδή είχε έρθει εδώ και σκόπευε να πάρει εικόνες από μία πρωτεύουσα όπου οι μισοί άνθρωποι πεινάνε και ψάχνουν τα σκουπίδια και οι άλλοι μισοί τα σπάνε και πλακώνονται με την αστυνομία. Αυτό είναι απολύτως γραφικό και με αυτή την έννοια η «Νίκη» προσφέρει μια τελείως διαφορετική διάσταση της εικόνας μας και ειδικά όταν είναι ένα βιβλίο αποχρώσεων – άλλωστε καθετί σημαντικό είναι των αποχρώσεων.

– Σε συνόδευσαν εκεί τρεις γυναίκες: η Νίκη, η Αννα, η Γωγώ.

Με τη μικρή Νίκη φθάσαμε μία μέρα πριν από την Άννα και τη Γωγώ γιατί έπρεπε να δώσω μία συνέντευξη. Εκείνη προφανώς και ήταν περήφανη αλλά δεν το βίωσε ως κάτι τρομερά ιδιαίτερο, όπως και πρέπει άλλωστε για την ηλικία της. Το πιο σημαντικό είναι ότι εγώ ήθελα να είναι μαζί μου για να έχει αυτή την ανάμνηση. Ξέρεις είναι πολύ ωραίο να είναι πια το παιδί σου 10-11 χρονών και να μοιάζει σα να συνοδεύει εκείνο και όχι εσύ. Περάσαμε πολύ ωραία, όταν τρώγαμε σε ένα εστιατόριο ήρθε κάποιος που μας είπε ότι είναι μυστικός πράκτορας και μετά μας ζωγράφισε κιόλας – σε μία ζωγραφιά που η Νίκη είπε ότι εκείνη έμοιαζε με πάπια και εγώ με γουρούνι. Γελάσαμε πολύ επίσης όταν μπήκαμε στο Ευρωκοινοβούλιο από πίσω, από το γκαράζ κατά λάθος και πετάχτηκαν μπροστά μας κολωνάκια που ξεπήδησαν μέσα από τη γη και ουσιαστικά βγαίνουν για να εμποδίσουν έναν πιθανό εισβολέα! Χάζευε ώρα τους βαλέδες του Ευρωκοινοβουλίου με τις λιβρέες τους ενώ στο επίσημο δείπνο πιστεύω πως μπορεί και να βαρέθηκε – άλλωστε θα προτιμούσε να φάει μπριζόλα με πατάτες τηγανητές.

«Στην τελετή μίλησα ελληνικά στον λόγο μου και αυτό είναι μία πολιτική μου θέση – πιστεύω ότι ο καθένας πρέπει να μιλάει στη γλώσσα του όταν μιλάει εκτός της χώρας του».

Υπογράφοντας τη «Νίκη» στο Νανσύ.

– Εσύ, τελικά, πώς ένιωσες εκεί πάνω, εκείνη τη στιγμή;

Σε αυτή την πολύ ωραία, ομολογουμένως, τελετή, είχα απίστευτο τρακ, σαν να επρόκειτο κάποιος να μου πάρει το βραβείο από τα χέρια. Δεν είχα πριν αγωνία, δεν είχα νιώσει τρακ. Εκεί όμως όλα άλλαξαν. Μίλησα ελληνικά στον λόγο μου και αυτό είναι μία πολιτική μου θέση – πιστεύω ότι ο καθένας πρέπει να μιλάει στη γλώσσα του όταν μιλάει εκτός της χώρας του. Το βραβείο είναι ένα μεγάλο κρυστάλλινο τετράγωνο αντικείμενο το οποίο όμως δεν λέει επάνω το όνομά σου.

– Κρίμα. Στο κύπελλο του Μουντιάλ, χαράσσουν τη χώρα. Τι άλλο κρατάς εκτός του κρυστάλλινου αντικειμένου;

Τους ανθρώπους που γνώρισα που όλοι είναι ευφυείς, κοσμοπολίτες, ανοιχτομάτηδες. Και κάθε κουβέντα μαζί τους είναι πλούτος. Τον πρώην υπουργό ευρωπαϊκών υποθέσεων του Ηνωμένου Βασιλείου, τον Ιταλό σύμβουλο του Ρέντσι που έχει ένα σημαντικό think tank στην Ιταλία, τον πρώην επίτροπο της Γαλλίας στην Ευρωπαΐκή Ενωση και το δεξί χέρι του Ζακ Ντελόρ, την πρώην υπουργό πολιτισμού της Γαλλίας επί Μακρόν… Μιλάω με όλους αυτούς και από την άλλη, κάθε φορά που πηγαίνω στις Βρυξέλλες ή στο Στρασβούργο αναρωτιέμαι κατά πόσον ο μέσος απλός Ευρωπαίος πολίτης μπορεί να αισθάνεται ότι αυτοί οι θεσμοί τον εκπροσωπούν ή εκφράζουν τη δική του φωνή. Στη θέση όλων τους, δηλαδή, θα είχα ένα συνεχές άγχος για το τι καταφέρνω, νομίζω πως θα έμενα σε ένα μπανλιέ του Παρισιού για να μπορέσω να αφουγκραστώ τις ανάγκες των ανθρώπων.  Φοβάμαι ότι χάνεις την αίσθηση του λαού μετά από κάποιο διάστημα σε τέτοιες θέσεις και πρέπει να είσαι ιδιαιτέρως ευαίσθητος για να κάνεις πραγματικά κάτι προς όφελος των ανθρώπων. Αυτό κρατάω.

 

Διαβάστε ακόμα: Η ήρεμη δύναμη του Αναστάση Ροϊλού.

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top